Κυριακή 14 Αυγούστου 2011

Εν μεγάλη ελληνική αποικία, 200 π.X. (Κ.ΚΑΒΑΦΗΣ 1928)

Εν μεγάλη ελληνική αποικία, 200 π.X.

Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ' ευχήν στην Αποικία
δεν μέν' η ελαχίστη αμφιβολία,
και μ' όλο που οπωσούν τραβούμ' εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Αναμορφωτή.

Όμως το πρόσκομμα κ' η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Αναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς). Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ' εξετάζουν,
κ' ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.

Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
Παραιτηθείτε από την κτήσι σας εκείνη???
η κατοχή σας είν' επισφαλής:
η τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Αποικίες.
Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
κι από την άλληνα την συναφή,
κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική???
είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τι να γίνει;
σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.

Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε???
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.

Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική...

Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα??? είν' επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Αποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων, να, τραβούμ' εμπρός.

Γερμανία(ΜΠΡΕΧΤ- ΜΕΤ.ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ )

Γερμανία
Μπορεί άλλοι να μιλήσουν για την δική τους ντροπή,
εγώ θα μιλήσω για την δική μου.
Ω, Γερμανία, χλωμή μητέρα!
Πώς στέκεις έτσι μιασμένη
Ανάμεσα στους λαούς.
Ανάμεσα στους κηλιδωμένους
προεξέχεις.
Απ` τα παιδιά σου ο πιο φτωχός
Χτυπήθηκε θανάσιμα.
Όταν η πείνα του μεγάλη ήταν
Τα άλλα σου παιδιά
Σηκώσανε το χέρι εναντίον του.
Διαδόθηκε αυτό.
Με τα έτσι σηκωμένα χέρια τους
Σηκωμένα κατά των αδελφών
Βαδίζουν τώρα ανάγωγα μπροστά σου
Και μες` στο πρόσωπό σου περγελάνε.
Το ξέρουμε.
Στο σπίτι σου
Ουρλιάζουν δυνατά, τι είναι ψέμα.
Αλλ` η αλήθεια
Πρέπει να σωπαίνει.
Έτσι είναι;
Γιατί σε παινεύουν παντού τριγύρω οι καταπιεστές, αλλά
Οι καταπιεζόμενοι σε ενοχοποιούν;
Οι  εκμεταλευθέντες
Σε δείχνουν με το δάχτυλο, αλλά
Οι εκμεταλευτές το σύστημα παινεύουν
Αυτό που μές` στο σπίτι σου εφευρέθηκε!

Και ταυτόχρονα σε βλέπουν όλοι
Κρύβουν την άκρη του μανδύα σου, που αίμα  στάζει
Από το αίμα
Του καλύτερου παιδιού σου.
Ακούγοντας τους λόγους, που απ` το σπίτι σου εξέρχονται, γελάνε.
Όποιος όμως σε δει αρπάζει το μαχαίρι
Όπως  όταν ληστή μπροστά του βλέπει.
Ω, Γερμανία, χλωμή μητέρα!
Πώς σε κακοποιήσαν τα παιδιά σου
Ώστε ανάμεσα στους λαούς να στέκεσαι
Σαν εμπαιγμός ή σαν τρομάρα!

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011

Αφιέρωμα στο βιβλίο: Ελληνική πεζογραφία

Αφιέρωμα στο βιβλίο: Ελληνική πεζογραφία

Θεοί και δαίμονες
-Εις τα Πόλιν
του Γιάννη Καλπούζου
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Μυθοπλασία και πραγματικότητα συνυφαίνονται στο υφαντό της Πόλης από το 1808 ως το 1831. Καθημερινή ζωή, έρωτες, δυνατές φιλίες, πλούτη, φτώχεια, οραματιστές, συμμορίες των δρόμων, χασικλήδες, δερβίσηδες, γενίτσαροι· αρνησίθρησκοι, κρυπτοχριστιανοί, δεισιδαιμονίες, ερωτικά ξόρκια, χαμένα όνειρα, οι γυναίκες στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού· πυρκαγιές, παζάρια, βεγγέρες, καπηλειά των 1000 τ.μ., η τρομερή φυλακή του Μπάνιον, το μπουντρούμι και η αστυνομία του Πατριαρχείου· κοινά σχολεία, η Μεγάλη του Γένους Σχολή, ερωμένες Πατριαρχών, λεσβίες, αρώματα, λάσπες, βασανιστήρια, πανούκλα· προεπαναστατική περίοδος, Φαναριώτες, συνωμοσίες, μυστικές εταιρείες, προδότες, μισαλλοδοξία, οι σφαγές στην Πόλη το 1821· Ρωμιοί, Οθωμανοί, Αρμένιοι, Φράγκοι, Εβραίοι. Κι ακόμα Πόντος, Χίος, Δραγατσάνι, Μανιάκι, Αλεξάνδρεια.
Πόθος, φόβος, όχλος, άγιοι και δαίμονες.

Ένα επικό μυθιστόρημα που καθηλώνει τον αναγνώστη με την περιπετειώδη ζωή των ηρώων του, την ατμόσφαιρά του, τη χειμαρρώδη γλώσσα του, το συναίσθημα, τον στοχασμό, τις αστείες καταστάσεις και την ολοζώντανη αναπαράσταση της εποχής εκείνης.
H Ασυνομικίνα είχε Άγγελο
,
της Ρέας Σταθοπούλου
Εκδόσεις Ωκεανίδα

Εκείνος ο Αύγουστος τα είχε όλα για την αστυνομικίνα Εύη Κουκλάκι. Είχε Ολυμπιακούς Αγώνες που έφεραν επιχειρήσεις-σκούπα στο κέντρο της Αθήνας, είχε τους απαραίτητους τρομοκράτες, έναν προϊστάμενο που μονίμως όλα του έφταιγαν εκτός απ’ τον εαυτό του, έναν έφηβο που φιλοδοξούσε να σπάσει τα ρεκόρ


Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

Η αραχνόσκουπα (ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ ) ΔΙΗΓΗΜΑ

Η αραχνόσκουπα
       Τα πάντα γυάλιζαν στο σπίτι της. Και όταν λέμε τα πάντα, το εννοούμε.
 Μανία είχε με την καθαριότητα. Και κρυφό καμάρι επίσης. Δηλαδή, όχι ακριβώς κρυφό,
 όλος ο κόσμος το `ξερε. Σηκωνόταν από τ` άγρια χαράματα και άρχιζε, από τις αυλές πρώτα.
 Με ένα μαντήλι στο κεφάλι-διέθετε αρκετά για να φοράει κάθε μέρα κι άλλο, καθαρό, έπαιρνε
 την σκούπα και δεν άφηνε  ούτε ίχνος χαλικιού, σκουπιδιού ή ό, τι άλλο είχε παρασύρει ο
 αέρας τη νύχτα στην αυλή. Με μια ταχύτητα εκπληκτική.
   Ρολόι δεν φορούσε ποτέ, ούτε και το χρειαζόταν, άλλωστε. Ανά πάσα στιγμή  διέκρινε τι ώρα
 ήταν, με ήλιο ή με συννεφιά, με βροχή ή με χιόνι. Kαι όλα προγραμματισμένα. Το εσωτερικό της
 ρολόι αλάθητο!
     Τέλειωνε με τις αυλές. Eβγαζε το "αυλικό "  μαντήλι, άλλο, κάτασπρο κάλυπτε  το μαλλιά
 για την προετοιμασία του φαγητού.  Σε καθορισμένο, σωστά προϋπολογισμένο χρόνο, τέλειωνε και
 με τη μαγειρική. Κατάλογο για όλη τη βδομάδα είχε καταχωρήσει στο μυαλό της. Γιατί γράμματα
 βέβαια η κυρά-Ρίγκω δεν ήξερε. Kατάστιχα ολόκληρα αποθήκευε ωστόσο στην κούτρα της.
   Σειρά είχε τώρα η καθημερινή λάτρα του σπιτιού. Σκούπισμα, ξεσκόνισμα, σφουγγάρισμα,
 - για να ρίξουμε και μια ματιά στον ουρανό, πέρασε η ώρα, πλησιάζει μεσημέρι, θα έρθουν τα
 παιδιά απ` το σχολειό. Αργότερα  ο κύρης απ` τη δουλειά. Όλα πρέπει να `ναι στη θέση τους,
 το τραπέζι στρωμένο και η ίδια καθαρή και καλοβαλμένη.
   Παπούτσια μέσα στο σπίτι, ούτε να το διανοηθούν τα μέλη της οικογένειας. Ειδικό ράφι είχε
 παραγγείλει, εκεί εναπόθεταν όλοι τα "πατούμενα". Εκεί τους περίμεναν και οι παντόφλες. 
 Αλίμονο αν κάποιο από  τα παιδιά ξεχνιόταν και δεν ακολουθούσε τον κανονισμό! Φωνές δεν έβαζε
 ποτέ η μάνα, απλά του έδινε  το ξεσκονόπανο, και, πεινούσε δεν πεινούσε, πρώτα έπρεπε να
 καθαρίσει τα ίχνη της επιδρομής!
    Με τον άντρα τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Πρόσεχε, είναι η αλήθεια, πολύ εκείνος.
 Αλλά αν κάποια φορά πάνω στην αφηρημάδα ή τις έγνοιες του  έμπαινε χωρίς να βγάλει τα
 παπούτσια, έτρεχε εκείνη αλαφιασμένη να εξαφανίσει και το παραμικρό δείγμα της σκόνης.
    Τέλος πάντων, το είχαν πάρει απόφαση όλοι, έτσι θα κυλούσε η ζωή τους,
 παντόφλα- παπούτσι και τανάπαλιν!
     Το πρόβλημα ήταν με τους σπάνιους μεν, καλοδεχούμενους δε επισκέπτες, ιδίως τους
 απρόσκλητους. Δεν ξεκολλούσε το βλέμμα της από τα πόδια τους. Αμηχανία πολλές φορές
 για εκείνους, αν τύχαινε να ακολουθήσουν την οπτική της διαδρομή... Για όσους φυσικά
 δεν ήξεραν ποια ήταν η κυρά- Ρίγκω. Γιατί άραγε τους κοίταζε με τόση αγωνία, με τόση ανησυχία;
      Οι γνωστοί  συμμορφώνονταν έτσι κι αλλιώς με  την ιδιοτροπία της...
 Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο και η μανία της με την καθαριότητα μεγάλωνε. Η ζωή στο σπίτι
 άρχισε να γίνεται αφόρητη για τα παιδιά. Ειδικά όταν αυτά έφτασαν στην εφηβεία, και δεν
 τολμούσαν να καλέσουν φίλους. Για να μην αναφέρουμε και το δούλεμα που έτρωγαν καθημερινά
 στη γειτονιά. Μεγάλωνε σιγά-σιγά και η γκρίνια. Του κάκου προσπαθούσε ο άντρας της να την συνετίσει:
 - "Παράβλεψε την σκόνη, άσε και καμιά σταγόνα νερού στο νιπτήρα, κανένα ψίχουλο στο τραπέζι"...
        Ο άντρας της κυρά- Ρίγκως  όμως, έτρεμε πολύ περισσότερο, κάθε φορά που πλησίαζαν οι γιορτές
του Πάσχα. Το σπίτι τους ήταν κτισμένο σε ένα πρανές του παρακείμενου λόφου. Η είσοδος στην επάνω μεριά,
δεν σου άφηνε περιθώρια να αντιληφθείς το χάος που αντίκριζες, μόλις έβγαινες στο μπαλκόνι
από την κάτω πλευρά του σπιτιού. Γεμάτη βράχια απόκρημνα η περιοχή! Μεγαλείο και δέος σε καταλάμβανε,
και κάτω, στο βάθος, όλη η γειτονιά, γεμάτη σπιτάκια το ένα δίπλα στο άλλο, με τις όμορφες αυλές και
τα ομαλά δρομάκια. Η γυναίκα του σκαρφάλωνε τις μέρες εκείνες στα ψηλά για να καθαρίσει τον παραμικρό
ιστό αράχνης, που τύχαινε να ξεπροβάλει πάνω  στο γείσο του μπαλκονιού. Από νουθεσίες δεν
χαμπάριζε εκείνη. -Πρόσεχε, έλεγε και ξανάλεγε αυτός, -άσε και καμιά αράχνη να ζήσει, δεν χάθηκε ο κόσμος!..  
    Πρόσεχε η κυρά- Ρίγκω, στο ένα χέρι την αραχνόσκουπα, στο άλλο το σφουγγαρόπανο, ίχνος
δεν έπρεπε να μείνει από ιστούς...
...Όταν όλα άρχισαν να γυρίζουν στο ύψος εκείνο, προσπάθησε από την αραχνόσκουπα να πιαστεί.
Εκείνη πρώτα έκανε το μεγάλο άλμα στο κενό. Από πίσω η κυρά -Ρίγκω, λες και βιαζόταν να τελειώσει
στην ώρα της με το μπαλκόνι. Να ετοιμάσει ήθελε και το μεσημεριανό φαγητό!... Ούτε κατάλαβε πότε
βρέθηκε πάνω στα φύλλα της κουφοξυλιάς!...
      Από την κουφοξυλιά  έτρεξαν και την κατέβασαν οι γείτονες, που την είδαν  να πετάει στον αέρα μαζί
με την αραχνόσκουπα. Και να φανταστείς, ότι είχε  τόσον καιρό που γκρίνιαζε στον άντρα της :
 - Να το κόψουμε το  βρωμόδεντρο.  Όλες οι αράχνες από κει έρχονται επάνω στο μπαλκόνι!
     Η κουφοξυλιά δεν κόπηκε,  άφησε και τις αράχνες να υφαίνουν τους ιστούς τους στα ψηλώματα.
Η αραχνόσκουπα, κάτω στα ομαλά δρομάκια προσγειώθηκε, τη βρήκαν τα γειτονόπουλα
και τρόπαιο τόλμης και παλικαριάς την έκαναν!

Σάββατο 6 Αυγούστου 2011

Μνήμη Μπέρτολτ Μπρεχτ-55 χρόνια από το θάνατό του

Έντυπη Έκδοση


Μ' αυτούς που υποφέρουν και βασανίζονται


Μνήμη Μπέρτολτ Μπρεχτ-55 χρόνια από το θάνατό του

«Ο,τι είναι ο Γκέτε και ο Μπετόβεν για την κλασική Γερμανία είναι σίγουρα ο Μπρεχτ για τη σύγχρονη», έγραφα, ως... περίπου ειδικός στην παρούσα εφημερίδα, στις 30 Απριλίου 1981 (πριν από 30 χρόνια) σε ταξιδιωτικό χρονικό στο τότε Ανατολικό Βερολίνο, όπου είχα πάει για ένα Φεστιβάλ Πολιτικού Τραγουδιού.
«Εμπνέομαι από τα πάθη των ανθρώπων, όπου γης» «Εμπνέομαι από τα πάθη των ανθρώπων, όπου γης» Και το να βρεθείς, ειδικότερα τότε, στο Ανατολικό Βερολίνο χωρίς ν' αναφερθείς στον Μπρεχτ ήταν ανήκουστο. Για τον πρόσθετο λόγο ότι ήδη ήταν ένας από τους πιο αγαπητούς στο ελληνικό κοινό συγγραφείς.
Εκανα λοιπόν δύο... μπρεχτικές επισκέψεις: Μία στο περίφημο θέατρο «Μπερλίνερ Ανσάμπλ», το οποίο ίδρυσε το 1949 με τη σύζυγό του, την περίφημη ηθοποιό Χελένε Βάιγκελ, κι άλλη μία στο σπίτι τους-μουσείο, όπου έζησαν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους, δίπλα σ' ένα νεκροταφείο, όπου, έπειτα από επιθυμία του, αναπαύεται και ο ίδιος, από έμφραγμα, 14 Αυγούστου 1956 (πριν από 55 χρόνια), στα 58 του, και από το 1972 η Βάιγκελ.
Στα μέρη του
«Είναι μια εμπειρία ξεχωριστή για τον επισκέπτη του Α. Βερολίνου μια παράσταση στο κομψό αυτό θέατρο, που συνεχίζει την παράδοση που χάραξε ο μεγάλος Μπρεχτ», έγραφα στη συνέχεια. «Το βράδυ που πήγαμε παιζόταν η αντιπολεμική σάτιρα "Αντρας = Αντρας". Το άψογο παίξιμο των ηθοποιών, η ωραία μουσική, το λιτό αλλά θαυμαστό στη λειτουργικότητά του σκηνικό και το θερμό σε εκδηλώσεις κοινό μάς χάρισαν μια μέθεξη μοναδική».
Και μια εικόνα από το τριώροφο σπίτι-μουσείο και κέντρο μελέτης του μπρεχτικού έργου, μια και στεγάζει το αρχείο και τα προσωπικά αντικείμενα του συγγραφέα και της συζύγου του. Στο ισόγειο ένα βιβλιοπωλείο, κυρίως με βιβλία του Μπρεχτ, αφίσες με τον ίδιο και τα έργα του και παραδίπλα ένα εστιατόριο μπρεχτικής ατμόσφαιρας με φαγητά, μας βεβαιώνουν, από συνταγές της Βάιγκελ, που ήταν και εξαιρετική μαγείρισσα