Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Δελτίο ταυτότητας: Ρ 62 (ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ -ΠΑΤΡΩΝΟΥ)

Δελτίο ταυτότητας: Ρ 62

        Από μικρή η Σβετλάνα, μπαλαρίνα  ονειρευόταν να γίνει. Από την εποχή εκείνη
 που την έπαιρνε ο πατέρας αγκαλιά και την πήγαινε να παρακολουθήσει τα μπαλέτα
 της Μόσχας.  -Λίγο ακόμη να μεγαλώσεις,- Της έλεγε -και θα σε γράψω στη σχολή
κλασικού μπαλέτου!
    Μεγάλωσε λίγο ακόμη, "χάθηκε" ο πατέρας κάποια μέρα. Δεν επέστρεψε απ` τη
δουλειά και κανείς δεν ήξερε που ήταν και γιατί.  Η μάνα, βέβαια, πολλά υποψιαζόταν!
Hξερε δα, και πολύ καλά μάλιστα, τις ιδέες του άντρα της. Του έλεγε δε τόσες και τόσες
φορές: - Σε παρακαλώ, καλέ μου, μην τα βάζεις με το σύστημα, μην μιλάς μπροστά τους
για τις απόψεις σου...
   Δεν έλεγε να σταματήσει εκείνος την κριτική, κατέληξε η Σβετλάνα στην αγκαλιά της μάνας,
με μια βαλίτσα στο χέρι, στην Αζοφική θάλασσα... Εκεί  ζούσαν οι παππούδες, εκεί ζήτησαν
τροφή και στέγη οι δυό τους. Έπιασε δουλειά η μάνα σε ένα εργοστάσιο, πάνε στράφι οι
σπουδές, πάει στράφι η θέση στο Πανεπιστήμιο. Και η παρακολούθηση καθημερινή...
    Έξω απ` τα νερά του το μικρό κορίτσι, ρωτούσε και ξαναρωτούσε, πότε θα αρχίσει μαθήματα
μπαλέτου, πότε θα ξανάρθει ο μπαμπάς. Απάντηση καμία δεν έπαιρνε, ούτε για το ένα, ούτε για
το άλλο...Και όσο μεγάλωνε, όσο τα χρόνια της έπλαθαν πρόσωπο και κορμί, τόσο μεταμορφω-
νόταν από ασχημόπαππο σε πανέμορφο κύκνο. Την κοίταζε η μάνα με καημό, και αναρωτιόταν
γιατί να της φερθεί τόσο σκληρά η ζωή.
    Η ζωή προχωρούσε και η Σβετλάνα μεγάλωνε. Πριν ακόμη μπορέσει να συλλάβει τι συνέβη με
τον πατέρα, ήρθε και η "εκτόπιση" της μάνας. Έμεινε η κόρη με τους γέροντες. Η κόρη που είχε
γίνει πια επίκεντρο προσοχής και επιθυμίας από όλο τον αρσενικό πληθυσμό της περιοχής.
     Εν τω μεταξύ, κάτι είχε αρχίσει να αλλάζει στον τόπο εκείνο. Άρχιζαν να ελπίζουν οι γέροντες,
μαζί και η εγγονή, ότι σύντομα θα ξανάβλεπαν τους δικούς τους. Μόνο που η εγγονή, σωστή ελαφίνα,
δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην πολιορκία  κάποιου νέου και ωραίου, ελληνικής καταγωγής, και πριν
προφτάσουν να αντιδράσουν οι παππούδες, στην Ελλάδα βρέθηκε. Τη χώρα του ήλιου και της
ξενοιασιάς. Χωρίς χαρτιά, χωρίς  να έχει ενηλικιωθεί ακόμη. Η "ξενοιασιά" δεν έφτασε στη δική της
πόρτα, πολύ καλό "εμπόρευμα" είχε πετύχει ο αγαπημένος... 
    ... Κάποτε, κατάφερε να ξεφύγει από την "αγάπη" και την προστασία του. Στην επαρχία βρέθηκε,
όπου κάποιος από τους πολλούς γνώριμους, της πρόσφερε εργασία στην επιχείρησή του. Νυχτερινό
κέντρο, όλη νύχτα πιάτα έπλενε. Φρόντισε όμως το αφεντικό να της προμηθεύσει και τα απαραίτητα 
ταξιδιωτικά έγγραφα, αν τυχόν τα κατάφερνε ποτέ να επιστρέψει στην πατρίδα. 
  ... Τριγύριζε τη μέρα στην όμορφη πόλη, πάντα συνεσταλμένη και με το φόβο ενός συναπαντήματος
με τον "νέο και ωραίο"!..
      Τον νέο και ωραίο δεν συναπάντησε,  αντάμωσε όμως  στην άκρη της λίμνης έναν πραγματικά
πανέμορφο κύκνο!... Έκοβε βόλτες πέρα δώθε και όλο και βουτούσε το κεφάλι στο νερό, κάτι να
βρει να φάει... Πρόσεξε τότε η Σβετλάνα  μία  άσπρη ταινία γύρω από τη βάση του λαιμού του:
Ρ 62 έγραφε. Πλησίασε  πιο κοντά, ο κύκνος πλησίασε  επίσης. Συστήθηκαν:  "Είμαι η Σβετλάνα"
του ψιθύρισε στη γλώσσα της. Ίσως να απάντησε κι αυτός,"είμαι ο Ρ62"!
     Στο ίδιο σημείο αντάμωναν κάθε μέρα. Μάζευε η κόρη όλα τα ψωμιά από το κέντρο, τα έριχνε
στον φίλο της και παρακολουθούσε με άπειρη τρυφερότητα τον ήρεμο τρόπο που κατέβαζε την
τροφή του. Ζούσε μόνο και μόνο για να` ρθει η στιγμή που θα αντάμωνε τον καμαρωτό κύκνο...
Τη σχέση της με το πουλί εξομολογήθηκε  κάποια μέρα στο αφεντικό της. Έμαθε αυτός τότε ότι 
η κορδέλα γύρω από τον λαιμό ήταν το δελτίο ταυτότητας του κάθε πουλιού, έτσι ώστε αν κάποτε
πετάξει και φύγει, να μπορέσουν να το εντοπίσουν σε άλλα νερά...
      Έφυγε για την πατρίδα η Σβετλάνα πριν από τον κύκνο. Στους παππούδες πάλι πήγε, μήπως
και έχουν κάποια νέα για τους γονείς...Τα νέα κάθε άλλο παρά ευχάριστα. Η μητέρα δεν ξαναγύρισε
ποτέ. Κανείς δεν ήξερε που βρισκόταν. Ο πατέρας, σωστό ερείπιο, νοσηλευόταν σε κλινική στη
Μόσχα με σοβαρά προβλήματα υγείας. Καημένη Σβετλάνα...
     Με το πρώτο λεωφορείο  κατέβηκε  μέχρι  την ακτή. Να κάνει μία βόλτα ήθελε, να βάλει σε μια
σειρά τις σκέψεις και τα αισθήματά της, πριν ξεκινήσει για την πρωτεύουσα... Είδε  τότε μία ομάδα
κύκνων να προχωρεί  σαν σε παρέλαση, κατά μήκος της ακτής. Και ανάμεσά τους, κάποιος απο-
μακρύνθηκε  βιαστικά από την παράταξη και ήρθε προς το μέρος της. Δεν πίστευε στα μάτια της.
Ο Ρ 62 !
     Θάμπωσε ο κόσμος όλος γύρω της. Έκλαιγε; Έβλεπε όνειρο; Τι να πιστέψει δεν ήξερε...
Παρέτεινε την παραμονή  στο Ροστόφ για αρκετό καιρό ακόμη, αν και ένιωθε τύψεις που δεν είχε
επισκεφτεί ακόμη τον πατέρα. Σε επικοινωνία με το αφεντικό πληροφορήθηκε, ότι ολόκληρο
σμήνος κύκνων είχε  πετάξει και χαθεί, χωρίς να ξέρουν -ακόμη-  προς ποια κατεύθυνση. Η Σβετλάνα, 
όμως, ήξερε!!! Και ένιωθε τόσο, μα τόσο ευτυχισμένη, για πρώτη φορά στη ζωή της από τότε που
μικρό κοριτσάκι ακόμη, να γίνει μπαλαρίνα ήθελε, να χορέψει στην λίμνη των κύκνων!...

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Αργύρης Χιόνης 1943-2011: Άραγε πεθαίνουν οι ποιητές;

Αργύρης Χιόνης 1943-2011: Άραγε πεθαίνουν οι ποιητές;

Κρημνιώτη Π.
Ημερομηνία δημοσίευσης: 28/12/2011
    Η αγαπημένη του ρήση ήταν "Σκέψου πριν σκύψεις". Ο ίδιος δεν έσκυψε παρά μόνο για το μάζεμα της ελιάς. Κι όσο χρειαζόταν προκειμένου να χτυπάει τις λέξεις του στο χαρτί. Χρόνια τώρα, από το 1992, ζούσε σε ένα μικρό χωριό της ορεινής Κορινθίας που οι μόνιμοι κάτοικοί του δεν ξεπερνούν τους τριάντα. Όταν χρειάστηκε δηλαδή παραιτήθηκε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου εργαζόταν ως μεταφραστής, απομακρύνθηκε από το πολύβουο άστυ και κόνεψε στο σπίτι με τον κήπο και καμιά εκατοστή ρίζες ελιές. Στο Θροφαρί είχε στήσει το ποιητικό του εργαστήρι από το 1992 ο Αργύρης Χιόνης. Εκεί όλα αυτά τα χρόνια "Πέρασε τη ζωή του / Γράφοντας ποιήματα / Με τη γομολάστιχα".

    Έφυγε ανήμερα Χριστουγέννων από ανακοπή στα 68 του χρόνια
    Στην Αθήνα κατέβαινε όταν είχε λόγο. Αυτή τη φορά ήρθε να περάσει τις γιορτές ανάμεσα σε ανθρώπους του αγαπημένους. Ανήμερα των Χριστουγέννων η καρδιά του έπαψε να χτυπά. Ανακοπή. Μια ευθεία γραμμή απλώθηκε ανάμεσα σ' όσους η ποίησή του, η κουβέντα του, ένα ποτήρι ρακή είχε ακουμπήσει πάνω τους χέρι παρηγορητικό. "Η τέχνη πάντα λειτουργούσε ως παραμυθία για τον άνθρωπο" μας έλεγε σε μια από τις λίγες συντεντεύξεις του, πριν από ένα χρόνο, με αφορμή τότε την κυκλοφορία της τελευταίας, όπως αποδείχτηκε, ποιητικής του συλλογής "Ό,τι περιγράφω με περιγράφει" (εκδ. Γαβριηλίδης).
    Αλήθεια πεθαίνουν οι ποιητές; Ερώτημα που επανέρχεται διαρκώς με την εκδημία ενός ποιητή, νάτο και τώρα παρόν. "Τελικά οι ποιητές πεθαίνουν για να καταλάβουμε μια και καλή πόσο πολύτιμοι ήταν και για να δοκιμάσουν κι αυτοί που τους αγνοούσαν το 'ποιητικό τους σώμα'" έλεγε ένας φίλος. Ο ίδιος ο Χιόνης, που συχνά επανερχόταν στο θέμα του τέλους στην ποίησή του, στη συλλογή "Υπόγειο" όριζε με τρόπο εμβληματικό το αμετάκλητο του θανάτου: "Τρώω καρπό, φτύνω κουκούτσι, φυτρώνει δέντρο. Αχ, να ʽχα κι εγώ κουκούτσι, να το 'φτυνε ο θάνατος, να φύτρωνα ξανά". Ωστόσο, να, στα ποιήματά του ξαναγυρίζουμε. Είναι σαν την προτροπή του να γεμίζουμε το άδειο βάζο, όταν έλθει η ώρα του τέλους. Γιατί "Δύσκολη η ζωή κι απλούστατος ο θάνατος, αυτή η έρημος που τίποτε από σένα δεν ζητά, που περιμένει απλώς να την διανύσεις" ("Υπόγειο").
    Ο Αργύρης Χιόνης γεννήθηκε το 1943 στην Αθήνα (Σεπόλια) από γονείς νησιώτες, εσωτερικούς μετανάστες. Αφού και ο ίδιος εξέτισε μακρά περίοδο μεταναστεύσεως εις την Εσπερίαν και εργάστηκε από το 1982 ώς το 1992 ως μεταφραστής στην Ε.Ε., επέστρεψε στη μητριά πατρίδα το 1992 και εγκαταστάθηκε στο Θροφαρί της ορεινής Κορινθίας, όπου θα τελεστεί η πολιτική κηδεία του. Η ημέρα δεν έχει ακόμα οριστεί.
    Έχει δημοσιεύσει τις ποιητικές συλλογές: "Απόπειρες φωτός" (1966), "Σχήματα απουσίας" (1973), "Μεταμορφώσεις" (1974), "Τύποι ήλων" (1978), "Λεκτικά τοπία" (1983), "Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη" (1986), "Εσωτικά τοπία" (1991), "Ο ακίνητος δρομέας" (1996), "Ιδεογράμματα" (1997), "Τότε που η σιωπή τραγούδησε και άλλα ασήμαντα περιστατικά" (2000), "Σο υπόγειο"(2004), "Η φωνή της σιωπής. Ποιήματα 1966-2000" (2006), "Ό,τι περιγράφω με περιγράφει" (Γαβριηλίδης, Αθήνα 2010).
    Εξέδωσε τα πεζά: "Ιστορίες μιας παλιάς εποχής που δεν ήρθε ακόμα", "Ο αφανής θρίαμβος της ομορφιάς", "Τρία μαγικά παραμύθια", "Όντα και μη όντα", για τα οποία βραβεύτηκε από το περιοδικό “Διαβάζω” το 2007, "Περί αγγέλων και δαιμόνων", "Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες", με το οποίο απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 2009, και το θεατρικό έργο "Το μήνυμα και άλλες δύο φάρσες".
    Έχει ακόμη μεταφράσει τα εξής έργα: Octavio Paz, Ποιήματα (Σπηλιώτης, Αθήνα 1981), Howard Fast, Οι μετανάστες (Bell, Αθήνα 1981), Jeffrey Archer, Κάιν και Άβελ (Bell, Αθήνα 1982), Russel Edson, Όταν το ταβάνι κλαίει (Αιγόκερως, Αθήνα 1986), Jane Austen, Περηφάνια και προκατάληψη (Πατάκης, Αθήνα 1997), Roberto Juarroz, Κατακόρυφη ποίηση (Τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1997), Henri Michaux, Με το αγκίστρι στην καρδιά (Γαβριηλίδης, Αθήνα 2003), Nicanor Parra, Ποιήματα επείγουσας ανάγκης (Γαβριηλίδης, Αθήνα 2008).
    Ο Αργύρης Χιόνης άφησε το αποτύπωμά του στα ποιητικά πεπραγμένα γράφοντας ποίηση χαμηλών τόνων, άλλοτε υπαινικτική, βαθιά υπαρξιακή και πάντα εύληπτη. "Ό,τι έχω γράψει με έχει γράψει" μας έλεγε. Με "δασκάλους" τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, τον Μπέκετ, τον Κάφκα. Ο ίδιος προσομοίαζε την ποίησή του με "ποίηση δωματίου". Όπως μας έλεγε "είναι σύντομη, περιεκτική, πυκνή και αποστηθίσιμη. Όπως ένα μικρό κοντσέρτο μπαρόκ, ένα κονσέρτο δωματίου. Δεν σημαίνει ωστόσο ότι είναι μια ποίηση που περιορίζεται μόνο στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου. Έχει συμβεί στο παρελθόν να δω μικρά ποιήματα μου γραμμένα σε τοίχους σε περιόδους φοιτητικών εξεγέρσεων, πράγμα που σήμαινε ότι ακόμη και η χαμηλόφωνη ποίηση, αν έχει κάτι να πει, βγαίνει από το γραφείο στον δρόμο".
    Ο ίδιος άλλωστε κάθε άλλο παρά ποιητής αποκομμένος στο γραφείο του ήταν. Πολίτης του κόσμου και ον πολιτικό με τη στάση ζωής του, έτσι αποτραβηγμένος από τα ανούσια και τα ψεύτικα, αλλά όχι απομονωμένος από όσα η ζωή και η κοινότητα ορίζουν, έκανε πράξη την ιδέα του. Ποιητής και "ζώο πολιτικό", καθώς η "προσωπική μου αγωνία εντάσσεται στη συλλογική αγωνία ή, αν θέλετε, η συλλογική αγωνία εκφράζεται από την προσωπική μου στάση". Ο Αργύρης Χιόνης αναγνώριζε ως τα "μόνα αποτελεσματικά όπλα που διαθέτει ο άνθρωπος το χιούμορ και το όνειρο". Τα διέθετε και τα δύο.

    Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

    ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΜΙΑ ΝΤΡΟΠΗ!!!!!!

    ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΜΕ ΔΥΟ ΠΑΙΔΙΑ ΕΝΟΣ ΚΑΙ ΤΡΙΩΝ ΧΡΟΝΩΝ,ΜΕ ΕΝΟΙΚΙΟ ΑΦΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΑΣ, ΜΕ ΤΗΝ ΤΙΜΗ ΤΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΣΤΑ ΥΨΗ,
    ΘΑ ΕΧΕΙ ΜΗΔΕΝΙΚΗ ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑ ΓΙΑ 2 ΜΗΝΕΣ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΟ!!!!!!
    ΤΟ ΝΕΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ.................!!!!!!!!