Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Φελίππα(ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ -ΠΑΤΡΩΝΟΥ)ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ!!


 Φελίππα



    Όλο το ασκέρι, με τα  Datsun φορτωμένα τσαντίρια, μπακίρια, γέρους, γυναίκες παιδιά και βρέφη, κατευθύνθηκε σε μια αλάνα, έξω από ένα χωριό, πολύ κοντά ωστόσο στην παρακείμενη πόλη. Νομάδες όλη τους τη ζωή, γύριζαν από τόπο σε τόπο, από τη μια άκρη της χώρας στην άλλη. Αλλού φρόντιζαν να ξεκαλοκαιριάζουν, σε πιο ήπια κλίματα προσπαθούσαν να περάσουν τους κρύους μήνες του χειμώνα.

   Ταξίδευαν συνήθως οικογένειες, με την ευρύτερη σημασία της λέξης: Παππούδες, παιδιά, αδέλφια, ξαδέλφια, ξεπερνούσαν συνολικά τα εκατό άτομα. Οι γέροντες ήταν αυτοί που αποφάσιζαν πότε και προς τα πού θα μετακινούνταν. Μόλις έβρισκαν το κατάλληλο σημείο, έστηναν τα τσαντίρια, χωρίζονταν σε σπιτικά, γονείς παιδιά και, αν υπήρχαν ηλικιωμένοι που είχαν μείνει μόνοι, μαζί κι αυτοί·και έπιαναν δουλειά.

   Οι άντρες στη γύρα, προσφέροντας κάθε είδους εργασία. Οι γυναίκες πουλώντας κιλίμια και πανέρια. Τα παιδιά στέκονταν σε διάφορους πολυσύχναστους δρόμους και άρχιζαν τη διακονιά.

   Ο Φελίππα, ένα ισχνό και καχεκτικό αγόρι, γύρω στα εφτά, είχε στηθεί   στο σταυροδρόμι που οδηγούσε από τη μια μεριά στην εκκλησία και από την άλλη στο σχολείο. Κίνηση μεγάλη, ο ίδιος ό,τι έπρεπε για να κινήσει τον οίκτο των περαστικών· το μεροκάματο από τα καλύτερα.

   Συνεσταλμένο παιδάκι, αλλά το μάτι του έπιανε κάθε κίνηση στους δύο δρόμους. Δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα ο κόσμος που πηγαινοερχόταν προς τη μεριά της εκκλησίας. Το σχολείο ωστόσο, με όλα εκείνα τα συνομήλικα παιδιά, που πότε εξαφανίζονταν μέσα στο κτίριο και πότε, έπειτα από αρκετή ώρα χυμούσαν στο προαύλιο όλο φωνές και γέλια, ήταν γι αυτόν ένας μυστήριος χώρος που λαχταρούσε να γνωρίσει από κοντά.

   Άρχισε λοιπόν, δειλά- δειλά, να πλησιάζει στο προαύλιο· δεν ήταν άλλωστε περιφραγμένο, και όταν τα παιδιά μπαίναν μέσα, από τα παράθυρα του ισογείου να προσπαθεί να ακούσει, και, σκαρφαλώνοντας  μέχρι εκεί που έφταναν τα πόδια, να δει, τι έκαναν τόση ώρα σ` αυτό το κτίριο.

   Σε μια τέτοια προσπάθεια τον εντόπισε ο δάσκαλος της τάξης. Πλησίασε, άνοιξε το παράθυρο και ρώτησε ήρεμα, τι έκανε εκεί. Του απάντησε ένας κατακόκκινος από ντροπή Φελίππα, ότι θα ήθελε πολύ να είναι  ένα από τα παιδιά της τάξης.. Να ακούει και να βλέπει από κοντά, όλα όσα μάθαιναν οι άλλοι.

.  Συγκινήθηκε ο δάσκαλος με την ευαισθησία του μικρού. Του επέτρεψε να καθίσει σε ένα θρανίο στην άκρη, και να μην μιλάει. Ο κόσμος όλος άλλαξε με μιας για το μικρό τσιγγανάκι. Ξέχασε και σταυροδρόμι και ζητιανιά. Όταν το μεσημέρι γύρισε σπίτι με άδεια χέρια, δεν ήξερε από τη χαρά του πώς να αφηγηθεί τη σχολική περιπέτεια. -Μάμα, έλεγε με κομμένη την ανάσα., Πήγα σχολείο, ο δάσκαλος με πήρε μέσα και μ` έβαλε να καθίσω σε θρανίο! Η μάμα δεν καταλάβαινε και πολύ, τι έλεγε το! στερνοπαίδι της.

   Επέστρεψε αργά το απόγευμα και ο πάπα, το ίδιο τροπάρι ο Φελίππα.

-Πάπα, πήγα σχολείο, ο δάσκαλος με πήρε μέσα και μ` έβαλε να καθίσω σε θρανίο!  Κοιτάχτηκαν οι γονείς απορημένοι, και την άλλη μέρα, πρωί-πρωί  βρέθηκαν στο σχολείο, με τον Φελίππα να τρέχει πίσω τους.

   Είδε ο δάσκαλος τους τσιγγάνους, αναγνώρισε το μικρό αγόρι και τους πλησίασε. Τους εξήγησε τι έκανε ο Φελίππα, πώς τον έβαλε στην τάξη και πόσο ενδιαφέρον έδειξε για το σχολείο. Συνέχισε λέγοντάς τους, ότι θα μπορούσαν με πολύ απλές διατυπώσεις να το γράψουν στην πρώτη τάξη και να το αφήσουν να μάθει γράμματα· κερδισμένο θα ήταν το παιδί..

   Έφυγαν παίρνοντας μαζί τους τον Φελίππα. Παρακαλούσε εκείνος σ` όλη τη διαδρομή- θα ζητιανεύω το απόγευμα, μάμα- πάπα, ως αργά το βράδυ, άσετέ με να πάω σχολείο!...Κάμφθηκε σχετικά εύκολα ο πάπα, αντιρρήσεις έφερε η μάμα.... Στο τέλος όμως, και αφού επί μια βδομάδα εξακολουθούσε να μη φέρνει δεκάρα τσακιστή στο σπίτι, αναγκάστηκε να δεχτεί τη λύση, που ο ίδιος ο Φελίππα είχε προτείνει.

   Του φόρεσαν τα καλά του, μέχρι και παπούτσια με κάλτσες έβαλε· του πήραν μία σάκα με μολύβια και τετράδιο και άρχισε η μαθητική ζωή. Καθόλου εύκολη. Οι συμμαθητές τον απέφευγαν, πολλοί τον κορόιδευαν κιόλας. Για τον Φελίππα, το μόνο που είχε σημασία ήταν το σχολείο και ο δάσκαλος. Ο οποίος πολύ σύντομα διαπίστωσε, ότι επρόκειτο για ένα πολύ έξυπνο και προικισμένο παιδί. Πρώτο σε όλα.

   Μετά το σχολείο, έτρεχε στο σταυροδρόμι και έπιανε δουλειά. Δεν είχαν λόγο να παραπονεθούν ούτε η μάμα και ο πάπας, ούτε ο δάσκαλος.

   Είχαν όμως λόγο οι γονείς των άλλων μαθητών, Δεν το χωρούσε το μυαλό τους, πώς ένα τσιγγανάκι, και μάλιστα ζητιανάκι, είχε περάσει γυαλιά στα δικά τους καλομαθημένα παιδιά.   Άρχισε τότε ένας ύπουλος πόλεμος. Να φύγουν οι τσιγγάνοι απ` το χωριό τους, βρωμίζουν τον τόπο·   έγιναν μάλιστα και καταγγελίες για μικροκλοπές.

    Η διαμάχη πήρε διαστάσεις. Έφτασε μέχρι τις αρχές της πόλης, και πριν καλά-καλά καταλάβουν τιγινόταν, φόρτωσαν οι τσιγγάνοι τα πράματα και τη φαμελιά τους και πήραν το δρόμο για άλλους τόπους.

   Ο Φελίππα παρακαλούσε και ικέτευε: Μάμα, πάπα, άσετέ με εδώ εμένα, να τελειώσω την τάξη!..Θα δουλεύω και θα ζω! Παρακαλώ σας, πολύ-πολύ! Μάμα, πάπα...

    Την επόμενη εβδομάδα είδε ο δάσκαλος μια αναγγελία για την εξαφάνιση επτάχρονου Αθίγγανου, κάπου ανάμεσα σε δυο χωριά στον κάμπο της Θεσσαλίας...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου