Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

Ποια είναι η καλύτερη ελληνική ταινία της πενταετίας;

Ποια είναι η καλύτερη ελληνική ταινία της πενταετίας;

 
Οκτώ νέοι Ελληνες σκηνοθέτες άνοιξαν τις καρδιές τους σε συζήτηση στο Μέγαρο

Το ελληνικό σινεμά δεν ανθεί αδίκως. Κυρίως στο εξωτερικό. Η καινούργια φουρνιά δημιουργών έχει καλό μάτι γι” αυτό και πολύ δρόμο μπροστά της

Της Βασιλικής Τζεβελέκου

Παρά την οικονομική κρίση και τα ελάχιστα χρήματα που επενδύονται στο σινεμά, η νέα γενιά κινηματογραφιστών γυρίζει ταινίες τόσο ποιοτικές, ώστε επιλέγονται (και βραβεύονται) από τα μεγαλύτερα διεθνή φεστιβάλ. Κι εκεί στο εξωτερικό, κάνουν λόγο για το «παράξενο νέο κύμα του ελληνικού σινεμά». Αυτή η άνθηση είναι, όμως, «ένα ρεύμα με ορίζοντα ή μια εφήμερη μόδα»;

Σ’ αυτό το ερώτημα επιχείρησαν ν’ απαντήσουν οκτώ νέοι κινηματογραφιστές σε εκδήλωση του Μεγάρου Μουσικής, το βράδυ της Τσικνοπέμπτης. Συγχρόνως έπρεπε να αναφερθούν σε αγαπημένες τους ταινίες γυρισμένες τα πέντε τελευταία χρόνια, από τον «Κυνόδοντα» και μετά. Φυσικά, όχι των παρόντων συναδέλφων τους.

Ας δούμε ποια επέλεξε ο καθένας

-Την «Κόρη» του Θάνου Αναστόπουλου διάλεξε ο Νεριτάν Ζιντζιρία: «Ο Αναστόπουλος κάνει σινεμά με συνέπεια, ύφος και περιεχόμενο. Η ταινία του είναι μια ιστορία βίαιης ενηλικίωσης. Χτίζει μια δομή με χαοτικές εικόνες από την Αθήνα και τις αντιπαραβάλλει με ζεστές εικόνες φύσης, σαν να μας συνδέει με τον ομφάλιο λώρο μας».

-Τις «Αλπεις» του Γιώργου Λάνθιμου διάλεξε ο Γιάννης Σακαρίδης: «Ο σκηνοθέτης κάνει ένα βήμα μπροστά, για να εξελιχθεί σε Ευρωπαίο auteur. Είναι εύκολο να χαθείς στις «Αλπεις» και το «Attenberg», δύο ταινίες που ανήκουν στα αριστουργήματα. Αν θεωρήσουμε ότι υπάρχει νέος ελληνικός κινηματογράφος, για μένα οριοθετείται το 1999 με την «Ακρη της πόλης» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη. Εκεί άρχισε να φαίνεται μια νέα ματιά και να σπάνε τα ταμπού της σεξουαλικότητας, όπως και στις ταινίες του Κούτρα λίγο αργότερα. Οι Αναστόπουλος, Οικονομίδης σπάνε τα κοινωνικά ταμπού. Οι Λάνθιμος, Τζουμέρκας, Τσαγγάρη τα οικογενειακά».

-Το «Ροζ»του Αλέξανδρου Βούλγαρη διάλεξε η Ελίνα Ψύκου : «Το είδα το 2006 και με είχε συγκινήσει πολύ. Τώρα που το ξαναείδα, αισθάνθηκα ότι το συναίσθημα αντέχει στον χρόνο και η ταινία είναι διαχρονική. Οσο γι” αυτό που συμβαίνει στο ελληνικό σινεμά, εύχομαι να μην είναι απλά μια τάση, αλλά κάτι που έχει λόγο ύπαρξης για να συνεχιστεί».

-Τα ντοκιμαντέρ της Εύας Στεφανή διάλεξε ο Γιώργος Ζώης: «Με την πρώτη εικόνα «βράζουν» από πραγματική ζωή. Μικροί καθημερινοί ήρωες εκρήγνυνται και τα θραύσματα της ύπαρξής τους αισθάνομαι να με πληγώνουν απ’ ευθείας. Στο «Αθήναι» με τους αστέγους στον Σταθμό Λαρίσης η Εύα δεν κάνει μάθημα. Δείχνει. Δεν λέει. Και καταφέρνει να σε κάνει ν’ αγαπήσεις τους ανθρώπους γύρω σου. Γίνομαι λίγο πιο άνθρωπος, όταν βλέπω ταινίες της».

-Τον «Μαχαιροβγάλτη» του Γιάννη Οικονομίδη διάλεξε ο Ηλίας Δημητρίου: «Θα επέλεγα το «Σπιρτόκουτο», αλλά οι επιλογές μου πρέπει να αφορούν την τελευταία 5ετία. Οπότε θα μιλήσω για τον «Μαχαιροβγάλτη». Οταν είδα την ταινία ήταν σαν να βρήκα έναν φίλο από τα παλιά. Είναι τόσο μαύρη και καταθλιπτική, που γίνεται όμορφη. Οι ήρωες είναι έτοιμοι να εκραγούν, να φάνε τον διπλανό τους, ό,τι συμβαίνει στην κοινωνία δηλαδή. Ο Οικονομίδης φτιάχνει ταινίες για γερά στομάχια, όποιος δεν τις αντέχει ας δει κάτι άλλο».

-Τη «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα διάλεξε ο Σύλλας Τζουμέρκας: «Η Στρέλλα μεγαλώνει ορφανή, αποδιωγμένη, φτιάχνει το δικό της σύστημα στη ζωή και τελικά είναι λιγότερο νευρωτική από τ” άλλα παιδιά του ελληνικού σινεμά. Οι νέες ελληνικές ταινίες έχουν ανακαλύψει ξανά τη βία και τη δύναμη που έχει στο σινεμά και τη χρησιμοποιούν με νέο τρόπο. Η «Στρέλλα» ξεκινάει σαν love story, έχει εκδίκηση και το ευτυχισμένο τέλος που αξίζει στους ήρωές της, ανατρέποντας τον στίχο του Πάουντ, που λέει ότι «είναι τρομαχτικό να βλέπεις τρεις γενιές κάτω από την ίδια στέγη». Δεν είναι τελικά, αν τις βλέπεις για τρία λεπτά».

-Το «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη διάλεξε ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος (βγαίνοντας από το χρονικό πλαίσιο των διοργανωτών): «Το είδα κι έφυγα άλλος άνθρωπος. Ηταν μια ταινία διαφορετική. Γροθιά. Μίλησε στο στομάχι μου, γι” αυτό την αγαπώ. Ο Οικονομίδης έχει τη δύναμη ν’ αφουγκραστεί την ελληνική κοινωνία. Είναι ευαίσθητος σκηνοθέτης, αγαπάει τους ηθοποιούς και τους ήρωές του με πάθος, βάζει την κάμερα στο σωστό σημείο και τα καταφέρνει».

-Το «Attenberg» της Αθηνάς Τσαγγάρη διάλεξε ο Γιώργος Γεωργόπουλος: «Είναι μια ταινία με τέσσερα πρόσωπα, φτιαγμένη από απλά συστατικά και με φόντο ένα βιομηχανικό χωριό. Το ύφος είναι κλινικό. Σιγά σιγά όμως, αλλάζει ύφος και σε συνεπαίρνει συναισθηματικά. Μαζί με τον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου έδωσαν τη μεγάλη ώθηση των ελληνικών ταινιών στα ξένα φεστιβάλ».

Τη συζήτηση συντόνισαν ο Γιάννης Ζουμπουλάκης και η Ευάννα Βενάρδου, κινηματογραφικοί συντάκτες του «Βήματος» και της «Ελευθεροτυπίας», που είχαν και την ιδέα της εκδήλωσης.

v.tzevelekou@efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου