Τάσος Κουράκης*
Νικόλας Κουντούρης**

Παρακολουθώντας κανείς την εξέλιξη της εκπαιδευτικής πολιτικής τα πέντε χρόνια των μνημονίων έρχεται αντιμέτωπος με ένα κομβικό ερώτημα. Ποιος αποφασίζει για την ελληνική εκπαίδευση και από ποιον χαράσσεται η ατζέντα; Το ερώτημα αυτό, αν και θεμελιακό σε κάθε προσπάθεια ανάλυσης οποιασδήποτε δημόσιας πολιτικής, στην εκπαίδευση καθίσταται ιδιαίτερα «ενοχλητικό» όταν οι ηγεσίες του Υπουργείου Παιδείας «αποτάσσουν» σε κάθε δημόσια τοποθέτησή τους, κάθε υποψία παρέμβασης από ευρωπαϊκούς ή διεθνείς φορείς στο έργο του Υπουργείου. Κανένας Υπουργός Παιδείας δεν έχει παραδεχτεί μέχρι στιγμής δημόσια την άμεση συσχέτιση των μέτρων που εισάγει, με τις περισσότερο ή λιγότερο δεσμευτικές υποδείξεις των δανειστών, των διαφόρων ομάδων εργασίας ή άλλων διεθνών οργανισμών. Παρόλα αυτά αν ανατρέξει κανείς στα επίσημα κείμενα θα δει ξεκάθαρα την αλληλουχία των πραγμάτων.
Το σημείο εκκίνησης της εφαρμογής των μνημονίων στην ελληνική εκπαιδευτική πολιτική θα μπορούσε να το τοποθετήσει κανείς σε διάφορα πολιτικά γεγονότα. Αδιαμφισβήτητα όμως ένα από τα πλέον κομβικά σημεία αποτελεί η ενεργή ανάμειξη του ΟΟΣΑ στα ελληνικά εκπαιδευτικά πράγματα το 2011, με το ρόλο του «ανεξάρτητου αξιολογητή» της ελληνικής εκπαίδευσης. Ο διεθνής αυτός οργανισμός ο οποίος ασχολείται μεταξύ άλλων και με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών συστημάτων των διαφόρων χωρών κλήθηκε από την τότε ελληνική κυβέρνηση να «διαγνώσει» τα προβλήματα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και να διατυπώσει προτάσεις «μεταρρύθμισής» του. Παρέδωσε στο πλαίσιο αυτό, στην ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, μία μελέτη με τίτλο «Καλύτερες Επιδόσεις και Επιτυχείς Μεταρρυθμίσεις στην Εκπαίδευση. Προτάσεις για την εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα».
Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι η έκθεση αυτή έθεσε την τεχνοκρατική βάση για όλες τις αλλαγές στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, η εφαρμογή των οποίων συνδέθηκε με τις αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας από την τρόικα και με την εκταμίευση των δόσεων προς τη χώρα.
Έχουν γραφεί πολλά για την εν λόγω έκθεση, η οποία χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα ως «νεοφιλελεύθερο ευαγγέλιο» για τους δανειστές. Θα είχε ενδιαφέρον στο πλαίσιο αυτό να αναφερθεί κανείς σε ορισμένες σημαντικές ιδέες της έκθεσης, οι οποίες καταδεικνύουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι εδώ και 5 χρόνια το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας δεν νομοθετεί «μόνο του». Το βασικό στερεότυπο που αναπαράγει και παγιώνει η έκθεση είναι ότι το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα κοστίζει ακριβά και δεν παράγει καλά αποτελέσματα. Στο πλαίσιο αυτό ο ΟΟΣΑ πρότεινε μεταξύ άλλων το 2011, τους δύο βασικούς πυλώνες της μετέπειτα μνημονιακής πολιτικής στη εκπαίδευση. Ο πρώτος αφορούσε στην «επαγγελματική ανάπτυξη και αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού», δηλαδή στο τρίπτυχο απολύσεις – αξιολογήσεις – αύξηση της έντασης εργασίας. Ο δεύτερος πυλώνας αφορούσε στον «εξορθολογισμό του εκπαιδευτικού δικτύου», δηλαδή στην περιστολή των δημοσίων δαπανών για την λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος.
Οι δύο αυτές στρογγυλοποιημένες διατυπώσεις της έκθεσης αποτελούν τη βάση όλων των «μνημονιακών προαπαιτουμένων» στην εκπαίδευση. Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής τέθηκαν στη Κυβέρνηση ως επιθυμητοί στόχοι, το Υπουργείο Παιδείας υιοθέτησε σχετικό σχέδιο δράσης (actionplan) και η εφαρμογή του αξιολογείται έκτοτε από την τρόικα. Στο πλαίσιο του παραπάνω σχεδιασμού, η γενική δέσμευση των μνημονίων για την εκπαίδευση αφορά στην μείωση του δημοσιονομικού κόστους στις δημόσιες εκπαιδευτικές δαπάνες και σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης.
Αξίζει, εν είδη παραδείγματος όλων των προαναφερθέντων, να προσεχθεί η εφαρμογή του δεύτερου μνημονίου, δηλαδή του προγράμματος που εφαρμόζεται από το 2012, μέχρι σήμερα. Για την κατανόηση των δεδομένων σημειώνεται ότι η εφαρμογή του λεγομένου δευτέρου μνημονίου (Second economicad justment program for Greece) έχει υποστεί μέχρι σήμερα 4 αξιολογήσεις από την τρόικα, ενώ μετά από κάθε αξιολόγηση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκδίδει μία επίσημη έκθεση (review), η οποία επισημαίνει τι έχει υλοποιηθεί και τι πρέπει να γίνει το επόμενο διάστημα. Έχει λοιπόν ενδιαφέρον στο πλαίσιο αυτό να δει κανείς τι ζητούν αυτά τα δύο χρόνια οι δανειστές και τι υλοποιεί η κυβέρνηση.

1ο review της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Δεκέμβριος 2012:
• Τίθεται ο στόχος της απομείωσης του έκτακτου εκπαιδευτικού προσωπικού στη δευτεροβάθμια και τη τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ο στόχος αυτός υιοθετείται από την κυβέρνηση στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής στο οποίο εγγράφεται μείωση δαπανών καταρχήν περίπου 60% και μετέπειτα 80% από τους σχετικούς κωδικούς δαπανών.
• Τίθεται ο στόχος για μείωση κατά περίπου 100 εκατομμύρια ευρώ των λειτουργικών εξόδων των ΑΕΙ. Ο στόχος αυτός υιοθετείται από την Κυβέρνηση μέσω του σχεδίου «Αθηνά».
• Επιβάλλονται ως «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» η πλήρης εφαρμογή του νέου πλαισίου για τα ΑΕΙ, οι συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων, οι συγχωνεύσεις Τμημάτων και Σχολών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και η αξιολόγηση. Η κυβέρνηση δεσμεύεται για επιτάχυνση της εφαρμογής αυτών των δράσεων.

2ο review της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Μάιος 2013:
• Εγκαλείται η Κυβέρνηση γιατί μέχρι το Μάρτιο του 2013 δεν έχει ολοκληρώσει την εφαρμογή του σχεδίου «Αθηνά». Η κυβέρνηση επισπεύδει τις διαδικασίες ώστε να έχει ολοκληρωθεί η συγχώνευση των σχολών μέχρι την κατάθεση του μηχανογραφικού των μαθητών.
• Η έκθεση καλεί την Κυβέρνηση να ολοκληρώσει τις διαδικασίες αξιολόγησης στη πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση μέχρι το φθινόπωρο του 2013. Πράγματι, η κυβέρνηση ολοκληρώνει μέσα στο έτος το νομοθετικό πλαίσιο και επιχειρεί την εφαρμογή του.

3ο review της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ιούλιος 2013 :
• Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζει την «πρόοδο» σε ότι αφορά την εφαρμογή του σχεδίου «Αθηνά», αλλά καλεί την κυβέρνηση να ολοκληρώσει τις αξιολογήσεις των ΑΕΙ και να επανεξετάσει το κόστος λειτουργίας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
• Σε ότι αφορά την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, η Επιτροπή «χαιρετίζει» την δημιουργία της ΑΔΙΠΠΔΕ για την εφαρμογή του σχετικού πλαισίου.
• Η Επιτροπή «χαιρετίζει» επίσης την αύξηση των ωρών διδασκαλίας των εκπαιδευτικών κατά 2 ώρες την εβδομάδα, ενώ καλεί την κυβέρνηση να επανεξετάσει το κόστος λειτουργίας των σχολικών μονάδων και να προβεί σε νέες συγχωνεύσεις σχολείων πριν από την έναρξη της επόμενης σχολικής χρονιάς. Η κυβέρνηση θα συμμορφωθεί στη συγκεκριμένη υπόδειξη και θα εκδώσει σχετική υπουργική απόφαση.
• Η Επιτροπή καλεί την κυβέρνηση να μετατάξει εκπαιδευτικό προσωπικό από την δευτεροβάθμια στη πρωτοβάθμια εκπαίδευση μέσω της υποχρεωτικής κινητικότητας. Η σχετική υπουργική απόφαση θα εκδοθεί μερικούς μήνες μετά.
• Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καλεί το Υπουργείο Παιδείας να εντάξει 3395 εργαζόμενους στην εκπαίδευση στο «σχήμα της κινητικότητας». Το Υπουργείο θα καταργήσει τις ειδικότητες των ΕΠΑΛ, θα θέσει σε διαθεσιμότητα πάνω από 2000 εκπαιδευτικούς καθώς και περίπου 1300 διοικητικούς υπαλλήλους των ΑΕΙ.

4ο review της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ιούλιος 2014:
• Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα εκφράσει την «ικανοποίησή» της για τις μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο εργασίας των εκπαιδευτικών, μετά από την έκδοση των υπουργικών αποφάσεων για τις υποχρεωτικές μεταθέσεις και την περεταίρω μείωση του αριθμού των αναπληρωτών.
• Το Υπουργείο Παιδείας καλείται να ολοκληρώσει την αξιολόγηση των τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και να εξετάσει την εφαρμογή ενός δεύτερου σχεδίου «Αθηνά» με στόχο την μεγαλύτερη μείωση του κόστους λειτουργίας των ΑΕΙ. Τα μεγέθη του προϋπολογισμού του 2014 αποτυπώνουν αυτή τη διάθεση.

Καθίσταται λοιπόν κάτι περισσότερο από σαφές ότι η εκπαιδευτική πολιτική που εφαρμόζεται από το Υπουργείο Παιδείας, χαράσσεται κυρίως από τους διεθνείς οργανισμούς και εποπτεύεται από την τρόικα. Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο τίθενται και συγκεκριμένοι δημοσιονομικοί στόχοι σε ότι αφορά τα όρια δαπανών στην εκπαίδευση. Αναλύοντας κωδικό προς κωδικό την διακύμανση των δημοσίων δαπανών για το εκπαιδευτικό σύστημα τα τελευταία πέντε χρόνια διαπιστώνουμε ότι το Υπουργείο Παιδείας έχει υποστεί οξύτατη περικοπή πόρων, ενώ αποτελεί και μια από τις μεγάλες δεξαμενές των απολύσεων από το δημόσιο.
Αξίζει στο σημείο, ως γενική κατακλείδα αυτού του κειμένου, να υπογραμμιστεί ότι πολιτικές, όπως αυτές που προαναφέρθηκαν δεν έχουν καμία θέση στους σχεδιασμούς του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί όσον καιρό η εκπαίδευση-στο σύνολό της- εντάσσεται στις μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας για την εξυπηρέτηση των δανειακών της αναγκών, καμία ανάταξη στο οικονομικό και κοινωνικό χάρτη της χώρας δεν μπορεί να επέλθει. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διακηρύξει σε όλους τους τόνους ότι η παιδεία αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της αναπτυξιακής πορείας της χώρας. Η εκπαίδευση, η καινοτομία και η έρευνα είναι προαπαιτούμενα για την οικονομική και κοινωνική ανόρθωση. Στη βάση αυτή η εμπιστοσύνη και η αναβάθμιση του ρόλου των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων είναι εκ των ακρογωνιαίων λίθων για ένα τέτοιο εγχείρημα. Από την άλλη το δημοκρατικό σχολείο είναι ασύμβατο με τις μνημονιακές υποχρεώσεις οι οποίες πέραν των οικονομικών μεγεθών έχουν ως συνοδό και προαπαιτούμενο εφαρμογής τους την περιστολή της συμμετοχικής διαδικασίας των μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας δηλαδή των μαθητών, των φοιτητών, των σπουδαστών, των εργαζομένων στην εκπαίδευση, των δασκάλων. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα αγωνιστεί μαζί τους για την αναβάθμιση της δημόσιας δωρεάν παιδείας χωρίς εκπτώσεις και χωρίς ανοχή σε οποιεσδήποτε νεοφιλελεύθερες παρεμβάσεις. [

* βουλευτής, Συντονιστής της ΕΕΚΕ Παιδείας και Θρησκευμάτων του ΣΥΡΙΖΑ
** επιστημονικός συνεργάτης του ΣΥΡΙΖΑ, μέλος της ΕΕΚΕ Παιδείας και θρησκευμάτων του ΣΥΡΙΖΑ