Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Επιστήμη της Ιστορίας: Ιστοριογραφικές Σχολές και προσεγγίσεις απο το θετικισμό μέχρι το μεταμοντερνισμό

Επιστήμη της Ιστορίας: Ιστοριογραφικές Σχολές και προσεγγίσεις απο το θετικισμό μέχρι το μεταμοντερνισμό

Η Επιστήμη της ΙΣτορίας: Ιστοριογραφικές Σχολές και προσεγγίσεις απο το θετικισμό μέχρι το μεταμοντερνισμό
Κάθε εποχή γράφει τη δική της ιστορία, δηλαδή οι ιστορικοί θέτουν τις προτεραιότητες, επιλέγουν τα θέματα που τους ενδιαφέρουν και τον τρόπο προσέγγισής τους ανάλογα με τις αξίες και τις αντιλήψεις κάθε εποχής. Γι’ αυτό και η ιστορία δεν είναι στατική και δεν έχει αιώνια ισχύ: αλλάζει και αναθεωρείται ανάλογα με τις γενικότερες αλλαγές που συμβαίνουν στην κοινωνία, με τις προτεραιότητες της πολιτικής εξουσίας/ακαδημαϊκού κατεστημένου και με το βαθμό πνευματικής ελευθερίας των ιστορικών.
3. 1. Θετικιστική ιστορία-ιστορικισμός
- Μέχρι το 19ο αιώνα η συγγραφή ιστορικών έργων παρουσίαζε μερικές βασικές αδυναμίες:
  • Μη συστηματική χρήση πρωτογενών πηγών – τάση να βασίζονται σε μαρτυρίες από δεύτερο χέρι – έλλειψη ή μη πρόσβαση σε πρωτογενείς πηγές.
  • Έλλειψη αίσθησης αλλαγής διαμέσου του χρόνου και των ιδιαίτερων γνωρισμάτων κάθε εποχής. Π.χ. Γίβωνας και ο Βολταίρος υποβάθμιζαν το πνευματικό επίπεδο προηγούμενων αιώνων, κυρίως του Μεσαίωνα, γιατί δεν ανταποκρινόταν στα πρότυπα της υψηλής κοινωνίας του 18ου αιώνα.
  • Η διδασκαλία της ιστορίας στα πανεπιστήμια δεν ήταν συστηματική και οργανωμένη.
- Στο 19ο αιώνα το καινούριο στη συγγραφή της ιστορίας ήταν ότι οι ιστορικές σπουδές επαγγελματοποιήθηκαν και συγκεντρώθηκαν σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα. Η αυτοαναγόρευση της ιστορίας σε επιστημονικό κλάδο σήμαινε κάθετο διαχωρισμό μεταξύ επιστημονικού και λογοτεχνικού λόγου → επιδίωξη η μεταφορά καθολικών νόμων, αντίστοιχων με εκείνων των θετικών και φυσικών επιστημών στην ιστορία.
- Ο Ranke θα υποστηρίξει ότι αξιόπιστες πηγές ήταν μόνο αυτές της εποχής για την οποία ο ιστορικός γράφει ιστορία. Γι’ αυτό σημαντικό έργο του ιστορικού αποτελεί η κριτική και αντικειμενική αξιολόγηση των πηγών του παρελθόντος και κύριο μέλημα του να αποφύγει να εμφυτεύει σύγχρονες αντιλήψεις στο πνεύμα περασμένων αιώνων. Η προσέγγιση αυτή στην ιστοριογραφία θα ονομαστεί ιστορικισμός και θα κυριαρχήσει στην Γερμανία και τις αγγλοσαξονικές χώρες για περίπου ένα αιώνα – στην Ελλάδα μέχρι και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.
- Βασικά στοιχεία «ιστορικιστικού» προσανατολισμού:
  • Ο Ιστορικισμός δίνει μεγάλη βαρύτητα στις πηγές του. Χρησιμοποιεί τα κρατικά αρχεία σαν φορείς της ιστορικής αλήθειας και μέσα από την επεξεργασία τους αναδεικνύει τη Διπλωματική Ιστορία. Τα δρώντα υποκείμενα αντιπροσωπεύονται από την πολιτική και στρατιωτική εξουσία, αποσιωπώντας όμως πλήρως τους καθημερινούς ανθρώπους. Έτσι στον Ιστορικισμό ο ρόλος της προσωπικότητας και της Πολιτικής Ιστορίας ενισχύεται.
  • Ο περιορισμός στη μελέτη στρατιωτικού και διπλωματικού πεδίου («Μεγάλη Ιστορία» ή «Μεγάλη Αφήγηση») κομβικό ιδεολογικό εργαλείο του εθνικού κράτους, κατάλληλο για υποστήριξη εθνικής ταυτότητας και εδραίωση εθνικής κρατικής εξουσίας και κοινωνικής συνοχής.
  • Το κράτος και οι πολιτικοί του έχουν κεντρική θέση. Για το γερμανικό ιστορικισμό το κράτος αποτελεί αυτόνομο σύστημα (από τους πολίτες, την κοινωνία, την οικονομία), το οποίο με την πραγμάτωσή του δίνει ηθικό νόημα στην κοινωνία και προωθεί οργανική ανάπτυξη έθνους (επιρροή από Hegel).
  • Εξοβελισμός ρητορικής από ιστορική αφήγηση και υιοθέτηση νέας μεθοδολογίας, π.χ. η φιλολογική κριτική πηγών, η τήρηση λεπτομερών δελτίων, η αναγωγή του αρχείου σε προνομιακή ιστορική πηγή, έκδοση διπλωματικών εγγράφων, συστηματική παραπομπή για τεκμηρίωση ιστορικού λόγου. Κάθε θεωρητικός συλλογισμός άχρηστος ή και βλαβερός, διότι εισάγει στοιχείο θεωρίας – υποκειμενικότητας – διαχωρισμός από φιλοσοφία ή πολιτισμική ιστορία.
  • Ο ρόλος του ιστορικού όχι να κρίνει το παρελθόν, αλλά να αντιληφθεί αυτό που πραγματικά συνέβη. Δεν πρέπει να υπάρχει αλληλοεξάρτηση ανάμεσα στον ιστορικό και στο αντικείμενό του. Ranke: Θα ήθελα να εξαλείψω τον εαυτό μου και να αφήσω να μιλήσουν μόνα τους τα πράγματα, «όπως συνέβησαν στην πραγματικότητα»
  • Ο θετικισμός-ιστορικισμός όχι απλώς μοντέλο ιστορικής σκέψης αλλά και φιλοσοφία για τη ζωή. W. H. Welsh: Ιστορικισμός είναι η άποψη ότι η ιστορία επαρκεί για την ερμηνεία κάθε πράγματος, ότι η φύση κάθε πράγματος γίνεται κατανοητή από την εξέλιξή του.
- Αντιφάσεις:
  • Αντίληψη για την ιστορία ως διαδοχή δυναστειών και σύγκρουση εθνών και κρατών,
  • οι πηγές αυτούσιες αντανακλάσεις ιστορικών γεγονότων,
  • απαξίωση φιλοσοφικού και θεωρητικού πλαισίου,
  • οι ιστορικιστές ιδεολόγοι του έθνους-κράτους,
  • αδυναμία εντοπισμού προφανών στοιχείων μεταβολής που χαρακτήρισαν εποχή νεωτερικότητας (βιομηχανική επανάσταση, ραγδαίες κοινωνικές, πολιτισμικές αλλαγές, είσοδος των μαζών στην πολιτική κλπ.), λόγω αγνόησης κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών δεδομένων,
  • αντίφαση επίσης στο ότι δέχεται αφενός τη σχετικότητα γνωστικών εγχειρημάτων και αξιακών συστημάτων και αφετέρου τη δυνατότητα πιστής, οριακής και τελεσίδικης αποκάλυψης νοήματος της ιστορικής εξέλιξης.

3.2 Κοινωνική-οικονομική ιστορία
- Στις αρχές του 20ού αι. (και κάτω από την επίδραση των κοινωνικών κυρίως επιστημών, αρχικά μέσω του Durkheim και στη συνέχεια του Max Weber κ.ά.) οι ιστορικοί άρχισαν να ασκούν κριτική στη σχολή του Ράνκε και να αναζητούν την ιστορία που θα έδινε σημασία σε κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες, θα εγκατέλειπε έμφαση σε γεγονότα και προσωπικότητες και θα έδινε βάρος σε κοινωνικές συνθήκες: Η εμμονή στα γεγονότα αποκλείει την κατανόηση σημαντικών όψεων της ιστορικής πραγματικότητας, ιδιαίτερα στην οικονομία, τις κοινωνικές δομές, τη ζωή των ανώνυμων ανθρώπινων ομάδων, στις νοοτροπίες κ.λπ. Μετασχηματισμός αφηγηματικής, γεγονοτολογικής ιστορίας στις κοινωνικο-επιστημονικού προσανατολισμού μορφές ιστορικής έρευνας.
- Ποσοτικές κοινωνιολογικές και οικονομικές προσεγγίσεις και στρουκτουραλισμός (Σωσσύρ [Saussure] στη γλωσσολογία, Ντιρκέμ [Durkheim] στην κοινωνιολογία και Λεβί Στρώς [Levi-Strauss] στην ανθρωπολογία.: Απόρριψη της εμπειρικής ανάλυσης χάρη της επιστημολογικής μελέτης της δομής) → Γαλλία, ΗΠΑ, κ.ά.
- Κοινά στοιχεία κοινωνικο-επιστημονικής ιστοριογραφίας:
  • Έμφαση όχι στα άτομα και τις προθέσεις τους, αλλά στις κοινωνικές δομές και διαδικασίες κοινωνικών αλλαγών.
  • Κριτική στην παλιά ιστοριογραφία λόγω επικέντρωσής της στα άτομα, τις «μεγάλες προσωπικότητες» και στα γεγονότα, και λόγω αγνόησης ευρύτερου πλαισίου που αυτά λειτουργούσαν.
  • Πρόκειται για «εκδημοκρατισμό» ιστορίας, στροφή από την ηγεσία στην κοινωνία.

3.3. Μαρξιστική ταξική ανάλυση
- Η υλιστική αντίληψη για την ιστορία στον Μαρξ: η θεμελιακή θέση είναι ότι ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής ρυθμίζει γενικώς το κοινωνικό, πολιτικό και διανοητικό γίγνεσθαι. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει την ύπαρξή τους, αλλά, αντιθέτως, το κοινωνικό τους καθεστώς είναι που καθορίζει τη συνείδησή τους (θεωρία του δίπολου βάση-εποικοδόμημα, τα ιστορικά φαινόμενα ανάγονται στις οικονομικές σχέσεις και τους ταξικούς αγώνες).
- Διαφορετικές αναγνώσεις μαρξισμού, ο ίδιος ο Μαρξ γεμάτος αμφισημίες. Λειτουργούσε με 2 διαφορετικές αντιλήψεις για επιστήμη:
  • Θετικιστική (η αντικειμενική γνώση είναι δυνατή, η επιστημονική γνώση εκφράζεται με γενικές προτάσεις που αναφέρονται σε μια έννομη συμπεριφορά φαινομένων) → η ιστορία έπρεπε να ανακαλύψει νόμους ιστορικής εξέλιξης → πρωταρχικός παράγοντας αυτών των νόμων οι κοινωνικές συγκρούσεις, κινητήρια δύναμη ιστορίας οι παραγωγικές δυνάμεις. Το ανθρώπινο είδος περνάει από την αναγκαιότητα ενός φυσικού νόμου: πρωτόγονη κομμουνιστική κοινωνία, αρχαία, φεουδαλική, αστική, κομμουνιστική. Η πρόοδος του ανθρώπου κυρίως στο Δυτικό κόσμο.
  • Διαλεκτική: Η ιστορία μία διαλεκτική διαδικασία που συγκροτείται από την πάλη των τάξεων και κινείται από τις αντιφάσεις που δημιουργούνται ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις σχέσεις παραγωγής που πυροδοτούν τις κοινωνικές αλλαγές → στα πρώιμα έργα του ο Μαρξ (π.χ. Η Γερμανική Ιδεολογία) αμφισβητεί παραδοχή πολιτικής οικονομίας ότι ο κόσμος οικονομίας μπορεί να κατανοηθεί αποκλειστικά με βάση οικονομικές δυνάμεις που δρουν μέσα του, και ζητά να μετράται με όρους ανθρώπινων αναγκών → απόρριψη ότι οι υλικές δυνάμεις είναι πάνω από τις ανθρώπινες.
- Ο Μαρξ θεωρούσε ότι η συνολική κατεύθυνση της πορείας της ιστορίας ήταν δεδομένη, αν και οι συγκεκριμένες μορφές που έπαιρνε επηρεάζονταν από την πολιτική πράξη, αφήνοντας έτσι μιας σφαίρα ελευθερίας.
- Σύντομα οι μαρξιστικές μελέτες εγκατέλειψαν απρόσωπες κοινωνικές διαδικασίες, για να στραφούν στις μορφές που έπαιρναν οι αλλαγές αυτές στη συνείδηση των ανθρώπων που τις βίωναν. Ο Ζωρζ Λεφέβρ (Lefebvre) άνοιξε το δρόμο με το έργο του Ο μεγάλος φόβος του 1789: αγροτικός πανικός στην επαναστατική Γαλλία, 1932.
- Η αγγλική μαρξιστική σχολή (Μώρις Ντομπ, Ρόντνεϋ Χίλτον, Κρίστοφερ Χιλ, Έρικ Χόμπσμπαουμ, Έντουαρντ Τόμσον) μετέθεσε το ιστορικό ενδιαφέρον από τις κυρίαρχες ελίτ στις εμπειρίες, τον τρόπο ζωής κλπ. των κατώτερων τάξεων. Σε αντίθεση όμως με ιστορικούς των Annales που επικεντρώθηκαν στην υπερταξική λειτουργία της νοοτροπίας στη μακρά διάρκεια, οι βρετανοί μαρξιστές ιστορικοί ενσωμάτωσαν το πολιτικό στοιχείο στην ιστορία των νοοτροπιών. Οι κοινωνικές τάξεις ενεργά ιστορικά υποκείμενα που συγκροτούνται όχι μόνο με βάση τη θέση τους στις παραγωγικές σχέσεις αλλά και την ιδιαίτερη κουλτούρα που διαμορφώνουν.
- Παραδείγματα:
  • Maurice Dobb, Christopher Hill → μετάβαση από φεουδαρχία στον καπιταλισμό, 15ος-19ος αι.,
  • Eric Hobsbawm (PrimitiveRebels, 1963) → μετάβαση στις νεωτερικές κοινωνίες, η θέση κατώτερων στρωμάτων και η αφύπνισή τους, μελέτη εθνικιστικού φαινομένου, ιδεολογίας και πρακτική εθνικών κρατών,
  • E. P. Thompson (TheMakingoftheEnglishWorkingClass, 1963) → η συγκρότηση της αγγλικής εργατικής τάξης, η διαδικασία σχηματισμού της όχι ως αφηρημένης κατηγορίας, αλλά ως πολιτιστικής πρακτικής που ανασκευάζει συνεχώς την ταξική συνείδηση – κοινές εμπειρίες, παράδοση, κώδικες, ενιαίες κοινωνικές συμπεριφορές.

3.4. Σχολή των Annales
- Κυριότεροι εκπρόσωποι: L. Febvre, Mark Block, Fernard Braudel → διεπιστημονική προσέγγιση, προτεραιότητα σε μακροχρόνια ιστορικά φαινόμενα, στην ιστορική συνέχεια, στις νοοτροπίες, την επίδραση φυσικού περιβάλλοντος και κλίματος, τις οικονομικο-κοινωνικές δομές.
- Οι συγγραφείς των Annales συμμερίζονται την πίστη άλλων κοινωνικο-επιστημονικών ιστορικών ως προς τη δυνατότητα επιστημονικών προσεγγίσεων στην ιστορία, αλλά έχουν επίγνωση ορίων τέτοιων προσεγγίσεων. Στην πραγματικότητα όλοι οι ιστορικοί από τον Ράνκε μέχρι τον Μαρξ και τον Βέμπερ και τους αμερικάνους κοινωνικούς ιστορικούς έβλεπαν την ιστορία σαν μια κίνηση μέσα σε ένα μονοδιάστατο χρόνο, από το παρελθόν προς το μέλλον – οι ιστορικοί των Annalesτόνισαν τη σχετικότητα και τα πολλαπλά στρώματα του χρόνου.
- Ίδρυση του περιοδικού το 1929 με τον τίτλο, Annalesdhistoire économiqueetsociale, το 1946 μετονομάστηκε σε Annales. Économies, Sociétés, Civilizations, για να δοθεί έμφαση στο διεπιστημονικό του χαρακτήρα. Το 1994 Annales. Histoire, ScienceSociales. Υποστήριζαν κατάργηση διακρίσεων μεταξύ «επιστημών του ανθρώπου».
- Κοινά στοιχεία σχολής Annales:
  • Δεν υπάρχει κάποιος κεντρικός θεσμός που να χρησιμεύει ως άξονας για μια αφήγηση στην οποία οι πράξεις των προσώπων να παίζουν αποφασιστικό ρόλο → περισσότερο παρουσίαση απρόσωπων θεσμών, π.χ. φεουδαλισμός. Τονισμός δομών, επιρροή από ανθρωπολογία.
  • Νέα αντίληψη ιστορικού χρόνου: π.χ. εξέταση μιας κουλτούρας ή μιας εποχής αποσπασμένης από το ρου της ιστορίας, εγκατάλειψη γραμμικής ιστορίας. Στη θέση του ενός μοναδικού ιστορικού χρόνου βλέπουν τη συνύπαρξη πολλαπλών χρόνων, όχι μόνο στους διάφορους πολιτισμούς αλλά και μέσα στον κάθε έναν πολιτισμό → π.χ. Μπρωντέλ, Η Μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος την εποχή του Φιλίππου Β΄, όπου η ιστορία χωρίζεται σε 3 διατεταγμένα επίπεδα: γεωγραφικό χρόνο, κοινωνικό χρόνο, ατομικό χρόνο, με το συμβαντολογικό επίπεδο να περιορίζεται στον ατομικό χρόνο.
  • Εγκατάλειψη εμπιστοσύνης στην πρόοδο και, μαζί μ’ αυτή στην ανωτερότητα της δυτικής κουλτούρας. Δεν υπάρχει η αντίληψη μιας ενιαίας ιστορικής εξέλιξης πάνω στην οποία μπορεί να βασιστεί μια μεγάλη αφήγηση της ιστορίας του ανθρώπου.
  • Απουσιάζει επίσης το έθνος - στην ιστοριογραφία των Annalesείναι συνήθως είτε τοπική είτε υπερεθνική.
- Κριτική για Annales:
  • Αδυναμία ανάλυσης και ερμηνείας ιστορικής μεταβολής, διαδοχής κοινωνικών σχηματισμών αλλά και ριζική περιθωριοποίηση της «συνείδησης», της δράσης και της πολιτικής διάστασης ανθρώπινων σχέσεων.
  • Αδυναμία αντιστοίχησης νοοτροπιών με τις αρθρωμένες κοινωνικές τάξεις που ήταν φορείς τους και θεώρησή τους ως καθολικών συστημάτων συλλογικών αναπαραστάσεων, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την αποσιώπηση πολιτικής διάστασης πολιτισμικών πρακτικών και την ομογενοποίηση συλλογικού σώματος.
  • Αναπαραγωγή του μαρξικού σχήματος βάση-εποικοδόμημα καθώς το κοινωνικο-οικονομικό στοιχείο ανάγεται σε καθοριστικό, ενώ το πολιτιστικό προσεγγίζεται είτε ως αντανάκλαση του πρώτου είτε ως εξωτερικό στοιχείο.
  • Η κυριαρχία γεωγραφικού και περιβαλλοντικού ντετερμινισμού οδηγεί στην αδρανοποίηση ανθρώπινου παράγοντα ως δημιουργικού υποκειμένου ιστορικής εξέλιξης.
  • Επιμονή στη δυνατότητα συγγραφής ολικής ιστορίας.
  • Ερευνητική εμμονή στις προβιομηχανικές κοινωνίες.
  • Υπερβολική και άκριτη ποσοτικοποίηση.


3.5. Σύγχρονες τάσεις: μεταμοντερνισμός και ιστορία
- Η αισιοδοξία ως προς τη φύση και την πορεία σύγχρονου κόσμου πάνω στην οποία βασίστηκε η κοινωνική ιστορία κλονίστηκε εξαιτίας θεμελιωδών αλλαγών του ύστερου βιομηχανικού κόσμου (πριν, αλλά κυρίως μετά τους παγκόσμιους πολέμους) → κριτική στην παραδοχή της εξελικτικής πορείας της ιστορίας ήδη από κοινωνιολόγο Γιάκομπ Μπούρκχαρντ (Burckhardt) και φιλόσοφο Φρήντριχ Νίτσε (Nitzsche). Ωστόσο δεν επηρέασε σημαντικά το έργο των ιστορικών μέχρι το 1960.
- Η δεκαετία 1960 σημείο καμπής:
  • εκδήλωση συνείδησης της κρίσης της σύγχρονης κοινωνίας και κουλτούρας·
  • αισθητές οι νέες συνθήκες μετά από Β΄ΠΠ (τέλος αποικιών, αναγνώριση διακριτής ιστορίας μη δυτικών λαών, ανάδειξη ιδιαίτερου ρόλου γυναικών και άλλων επιμέρους ομάδων πληθυσμού)·
  • οι μαρξιστικές αναλύσεις φάνηκαν ανεπαρκείς σε ένα περιβάλλον που ενδιαφερόταν για νέες κατηγοριοποιήσεις, όπως το φύλο, η φυλή ή η εθνότητα, ο τρόπος ζωής, η καθημερινότητα·
  • το πέρασμα από τη βιομηχανική κοινωνία στην κοινωνία της πληροφορικής προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερες επιπτώσεις στη συνείδηση (επίγνωση αρνητικών συνεπειών οικονομικής ανάπτυξης, καταστρεπτικές δυνατότητες πολιτισμού, οικολογική καταστροφή κλπ.)
- Για πολλούς οι μεταμορφώσεις αυτές της συνείδησης σήμαιναν το τέλος της «Μεγάλης Αφήγησης» → αμφισβήτηση της αξίας ή της δυνατότητας διατύπωσης και σχηματισμού καθολικών και ενοποιητικών σχημάτων σύλληψης του κόσμου. Η εξέλιξη αποτέλεσμα όσμωσης ιστορίας με παράπλευρες επιστήμες – σημειολογία, γλωσσολογία, θεωρία λογοτεχνίας, φιλοσοφίας, ανθρωπολογίας, πολιτισμικών σπουδών → «γλωσσολογική στροφή» ιστορίας:
  • Αμφισβήτηση δυνατότητας ολιστικής προσέγγισης παρελθόντος ή ακόμα και κάθε δυνατότητας ανασύνθεσης παρελθόντος.
  • Δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια ή αντικειμενική γνώση αλλά αυτή εξαρτάται από το πλαίσιο και τις συνθήκες παραγωγής της ή από την σκοπιά του καθενός. Σύμφωνα με κοινωνικό κονστρουκτιβισμό,η πραγματικότητα και η γνώση είναι κοινωνικές και πολιτιστικές κατασκευές και για τον λόγο αυτό δεν έχει νόημα η αναζήτηση της αντικειμενικής κοινωνικής πραγματικότητας ή της αντικειμενικής αλήθειας. Η έννοια αυτή αντικαθίσταται από την έννοια της διυποκειμενικότητας(intersubjectivity)δηλαδή των κοινωνικών συμβάσεων και του κοινού νοήματος που μοιράζονται τα κοινωνικά υποκείμενα.
  • Δυνατότητα ύπαρξης πολλών διαφορετικών ερμηνειών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάθε μία είναι ισοδύναμη από άποψη εγκυρότητας → Φουκώ: «δεν υπάρχει ιστορία αλλά ένα πολλαπλό αλληλοκαλυπτόμενο και αλληλεπιδρών σύνολο νόμιμων και αποκλεισμένων ιστοριών».
  • Μετάθεση ενδιαφέροντος από οικονομικο-κοινωνική σε πολιτισμική ιστορία-καθημερινή εμπειρία.
  • Γλωσσολογική προσέγγιση ιστορικών κειμένων και πηγών → οι γλωσσικοί κώδικες μέσο νοηματοδότησης κόσμου. Η «γλωσσολογική στροφή» απέδειξε τον εγγενώς διαμεσολαβημένο χαρακτήρα ιστορικών πηγών και ιστοριογραφικού λόγου, καθώς και τη σχετικότητα κάθε ιστορικής ερμηνείας:
α) ο ιστορικός δεν μελετά την ίδια την πραγματικότητα, αλλά τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι του παρελθόντος αντιλαμβάνονταν την ύπαρξή τους·
β) οι ερμηνευτικές στρατηγικές του ιστορικού αποτελούν σχήματα αντίληψης της εποχής του·
γ) επομένως η ίδια η έννοια της ιστορίας εκλαμβάνεται ως μια κατασκευή που συγκροτείται μέσω της γλώσσας.
- Η μεταμοντέρνα κριτική έδειξε ότι η αντίληψη για μια ενιαία ιστορία δεν μπορεί να στηριχτεί, ότι η ιστορία χαρακτηρίζεται όχι μόνο από συνέχεια, αλλά και από ρήξεις, ότι ο ιστορικός λόγος είναι κατασκευασμένος και, συνεπώς, εντελώς υποκειμενικός. Όμως οι επικριτές του ιστορικού ρεαλισμού ή της παραδοσιακής ιστορίας σπανίως προχώρησαν πέρα από θεωρητικές διακηρύξεις στην αντιμετώπιση ιστορικών ζητημάτων. Οι ριζοσπαστικές κριτικές καθιερωμένων μεθόδων ιστορικής έρευνας που κυριάρχησαν στις θεωρητικές συζητήσεις από τη δεκαετία του 1970 ως σήμερα άσκησαν σημαντική, αλλά περιορισμένη επίδραση στον τρόπο που γράφεται η ιστορία.
- «Νέος ιστορικισμός» (από δεκ. 1980):
  • Προσπάθεια συγκερασμού λογοτεχνικής κριτικής και ιστορικής επιστήμης: Στηρίζεται στην υπόθεση ότι τόσο τα λογοτεχνικά κείμενα όσο και τα μη-λογοτεχνικά διαθέτουν την ίδια βαρύτητα ως τεκμήρια.
  • Προτεραιότητα στη θεωρία έναντι εμπειρισμού και θετικισμού.
  • Μετατόπιση ενδιαφέροντος από νόημα του κειμένου στον τρόπο παραγωγής και μετάβασης νοήματος.
  • Έμφαση στη διακειμενικότητα – σύγκριση διαφορετικού γραμματολογικού είδους και διαφορετικής κοινωνικής λειτουργίας με στόχο την αποκάλυψη πολιτισμικού/ιδεολογικού συστήματος που αποτυπώνουν.
- Κριτική:
  • Ο νέος ιστορικισμός οδηγεί στη φετιχοποίηση κειμενικής μεθόδου και τείνει να αγνοήσει την αναγκαία αναγωγή στον πραγματικό κόσμο.
  • Ο μεταμοντερνισμός αντανακλά μία κοινωνία και μια κουλτούρα σε μετασχηματισμό, στην οποία έχουν κλονιστεί οι παλιές βεβαιότητες για την πρόοδο και την ανάπτυξη. Η κριτική από τα αριστερά υποστήριξε ότι ο μεταμοντερνισμός και η άρνηση της «Μεγάλης Αφήγησης» δικαιώνει την αστική δημοκρατία και απορρίπτει οποιαδήποτε δυνατότητα συνολικής κριτικής του καπιταλιστικού συστήματος.
  • Επίσης αδυνατεί να απαντήσει ικανοποιητικά σε ερωτήματα για την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας – να καταδείξει γιατί έγινε κάτι σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.

3.6. Μικροϊστορία

- Η μικρο-ιστορία συγκροτείται ως ιδιαίτερη ιστοριογραφική τάση στις δεκ. 1970, 1980 → Carlo Ginzburg, Το τυρί και τα σκουλήκια. Ο κόσμος ενός μυλωνά του 16ου αιώνα (1974), Peter Burke, Popular Culture in Early Modern Europe (1978), Jacques Le Goff, Οι διανοούμενοι στο Μεσαίωνα (1985).
- - Κοινωνική ιστορία «από τα κάτω». Ενδιαφέρον για τα άτομα → αναγωγή του ιδιαίτερου και του ατομικού στο γενικό και συλλογικό → η ιστορία μετασχηματίζεται από ενιαία διαδικασία σε πολυκεντρική δυναμική και πολυεστιακή ανάλυση που αναδεικνύει πολλαπλότητα κοινωνικών αναπαραστάσεων.
- Κριτική στη μικρο-ιστορία (Jurgen Kocka): η εστίαση ενδιαφέροντος στο μικρο-επίπεδο ιστορίας και η αποσυσχέτισή του από πλαίσιο αναφοράς του κατακερματίζει ιστορική γνώση και τη μετατρέπει σε σειρά παρατιθέμενων ιστορικών στιγμιότυπων χωρίς αναφορά στη μακροδομή.

3.7. Συμπεράσματα
- Μέχρι το τέλος του Β΄ΠΠ κυριαρχία ιστορικιστικού παραδείγματος:
  • τυπολατρική προσέγγιση πρωτογενών πηγών,
  • αντίληψη περί οργανικής εξέλιξης, ιστορικής ιδιαιτερότητας αλλά και συνέχειας κοινωνιών,
  • πεποίθηση ότι κάθε πολιτικό μόρφωμα ή κοινωνικός οργανισμός πρέπει να αξιολογείται όχι με βάση γενικούς κανόνες αλλά με κριτήριο την ιδιοσυστασία και ιδιαίτερη δυναμική του → αντιστοιχία με ανάδυση εθνικισμού και με τις αντιλήψεις που ανάγουν το κράτος σε αυτόνομη ηθική δύναμη και φορέα της εθνικής βούλησης.
- Από το 1945 ως τα μέσα περίπου δεκ. 1970 επικρατεί η σχολή Annales:
  • η ιστορία καθολική επιστήμη, κυρίαρχο και διεπιστημονικό διανοητικό εγχείρημα,
  • συγκερασμός στοιχείων θετικισμού, μαρξισμού, δομισμού με στόχο την ανάδειξη και ανάλυση των δομών που συνδέουν τα ιστορικά φαινόμενα,
  • από πεδίο διπλωματικο-στρατιωτικών γεγονότων το ενδιαφέρον στη συνολική ιστορία [Histoire totale].
- Μετά το 1960 νέα δομική κρίση και υποχώρηση σχολής Annales λόγω:
  • αμφισβήτησης δυνατότητας ολιστικής προσέγγισης παρελθόντος,
  • μετάθεσης ενδιαφέροντος από οικονομικο-κοινωνική σε πολιτισμική ιστορία,
  • ενδιαφέροντος για επιστημολογία ιστορίας – τις θεωρητικές προϋποθέσεις, τις μεθοδολογικές αρχές και τις αναλυτικές κατηγορίες που επικαλείται ο ιστορικός λόγος,
  • συνειδητοποίησης της κειμενικής διάστασης της ιστορίας,
  • επαναφοράς αφηγηματικότητας στην ιστορία,
- Δυσπιστία περισσότερων ιστορικών απέναντι στη φιλοσοφία της ιστορίας που υποκαθιστά τη μελέτη της εξέλιξης κοινωνιών με την ίδια την εξέλιξη, η οποία γίνεται αντιληπτή μέσα από αφαιρέσεις που θεμελιώνονται πάνω σε εκ των προτέρων σχηματισμένες γνώμες. Αλλά όχι απόρριψη θεωρητικής σκέψης που είναι απαραίτητη στην ιστορική εργασία. P. Ricoeur: Η ιστορία είναι αμφίσημη, επειδή είναι δυνάμει συμβαντολογική και δυνάμει δομική.
- Η κρίση σύγχρονης ιστορίας οφείλεται και στην αμφισβήτηση επιστημολογικών της βάθρων αλλά και στις νέες πολιτικο-ιδεολογικές αντιπαραθέσεις της εποχής της παγκοσμιοποίησης.
- Και σήμερα ιδεολογικοποίηση ιστορικών σπουδών, ενίοτε με επιστροφή στα παραδοσιακά ερμηνευτικά σχήματα ενιαίου εθνικού αφηγήματος – γεγονός που εξηγείται και από μεταβατικότητα εποχής μας – η ιστορική επιστήμη επωμίζεται παραδοσιακό ρόλο παρακαταθήκης πολιτικών αξιών και προτύπων δράσης
- Σήμερα ο ιστορικός ασχολείται ολοένα και περισσότερο με μαζικές τάσεις και λιγότερα με έργα ατόμων → έχουμε κατανοήσει ότι ακόμα και οι πιο ιδιαίτεροι άνθρωποι κινούνται μέσα στο πλαίσιο εποχής τους. Επιπλέον, υπάρχει στροφή σε νέα αντικείμενα έρευνας (ιστορία καθημερινής ζωής, κοινοτήτων ή συνηθισμένων ανθρώπων, αντιλήψεων, νοοτροπιών και συμπεριφορών κ.ο.κ.) και νέες μεθοδολογίες-προσεγγίσεις (επικοινωνία με γειτονικές επιστήμες: ανθρωπολογία, ψυχολογία, κοινωνιολογία, πολιτική οικονομία κλπ.). Συχνά πάντως οι ιστορικές εργασίες δεν ακολουθούν πιστά τη μία την άλλη σχολή ιστοριογραφίας, αλλά προσπαθούν να συνθέτουν τις διαφορετικές τάσεις και παραδόσεις. Εξάλλου η αναγνώριση της αξίας και η χρήση διαφορετικών πηγών οδηγεί αναγκαστικά σε νέες προσεγγίσεις και συχνά σε αναθεώρηση της μεθοδολογίας.



In defence of history
It is fashionable to say 'my truth is as valid as yours'. But it's not true

Eric Hobsbawm
The Guardian, Saturday 15 January 2005 01.42 GMT

"The philosophers so far have only interpreted the world: the point is to change it." Marxist history has developed along parallel lines, corresponding to the two halves of Marx's famous thesis. Most intellectuals who became Marxists from the 1880s on, including historians, did so because they wanted to change the world in association with the labour and socialist movements. This motivation remained strong until the 1970s, before a massive political and ideological reaction against Marxism began. Its main effect has been to destroy the belief that the success of a particular way of organising human societies can be predicted and assisted by historical analysis.

Meanwhile what of "interpreting the world"? Here the story is about a double movement. This challenged the positivist belief that the objective structure of reality was self-explanatory - all that was needed was to apply the methodology of science to it. At the same time, it was a movement to bring history closer to the social sciences, and turn it into part of a generalising discipline capable of explaining the transformations of human society. History was to be about "asking the big 'why' questions".

Marxism contributed to both these movements - though it has been mistakenly attacked for an alleged blind objectivism. But the most familiar impact of Marxist ideas, the stress on economic and social factors, was not specifically Marxist; it was part of a general historiographical movement which was to reach its peak in the 1950s and 1960s.

The historical interests of most Marxist historians were not so much in the base - the economic infrastructure - as in the relations of base and superstructure. This socio-economic current was wider than Marxism. These historical modernisers asked the same questions and saw themselves as engaged in the same intellectual battles, whether inspired by human geography, Weberian sociology or the Marxism of the communist historians who became carriers of historical modernisation in Britain.

They all saw each other as allies against historiographical conservatism, even when they represented mutually hostile positions. This front of progress advanced from the second world war to the 1970s. There followed a transition from quantitative to qualitative studies, from macro- to micro-history, from structural analysis to narrative, from the social to the cultural.

Since that time the modernising coalition has been on the defensive. And yet the need to insist on what Marxism can bring to historiography is greater than for a long time. History needs to be defended against those who deny its capacity to help us understand the world, and because new developments in the sciences have transformed the historiographical agenda.

Methodologically, the major negative development has been the construction of a set of barriers between what happened in history and our capacity to observe and understand it. It is denied that there is any reality that is objectively there and not constructed by the observer for different and changing purposes. It is claimed that we can never penetrate beyond the limitations of language.

Meanwhile, less theoretically minded historians argue that the course of the past is too contingent for causal explanation, because the options in history are endless. Pretty well anything could happen or might have happened. Implicitly, these are arguments against any science. I won't bother about the more trivial attempts to return to the past: the attempt to hand back its course to high political or military decision-makers, or to the omnipotence of ideas or "values", or to reduce historical scholarship to the search for empathy with the past.

The major immediate political danger to historiography today is "anti-universalism" or "my truth is as valid as yours, whatever the evidence". This appeals to various forms of identity group history, for which the central issue of history is not what happened, but how it concerns the members of a particular group. What is important to this kind of history is not rational explanation but "meaning", not what happened but what members of a collective group defining itself against outsiders - religious, ethnic, national, by gender, or lifestyle - feel about it.

The past 30 years have been a golden age for the mass invention of emotionally skewed historical untruths and myths. Some of them are a public danger: I am thinking of countries like India under the BJP, the US, Silvio Berlusconi's Italy, not to mention many of the new nationalisms, with or without fundamentalist religious reinforcement.

This produces endless claptrap on the fringes of nationalist, feminist, gay, black and other in-group histories, but it has also stimulated interesting new historical developments in cultural studies, such as what has been called the "memory boom" in history.

It is time to re-establish the coalition of those who believe in history as a rational inquiry into the course of human transformations, against those who distort history for political purposes - and more generally, against relativists and postmodernists who deny this possibility. Since some of the latter see themselves as being on the left, this may split historians in politically unexpected ways.

The Marxist approach is a necessary component of this reconstruction of the front of reason. While postmodernists have denied the possibility of historical understanding, developments in the natural sciences have put an evolutionary history of humanity firmly back on the agenda.

Firstly, DNA analysis has established a firmer chronology of the spread of the species from its original African origin throughout the world, before the appearance of written sources. This has both established the astonishing brevity of human history and eliminated the reductionist solution of neo-Darwinian socio-biology.

The changes in human life in past 10,000 years, let alone the past 10 generations, are too great to be explained by a wholly Darwinian mechanism of evolution via genes. They amount to the accelerating inheritance of acquired characteristics by cultural and not genetic mechanisms.

In short, the DNA revolution calls for a specific, historical, method of studying the evolution of the human species. It also provides us with a rational framework for a world history. History is the continuance of the biological evolution of homo sapiens by other means.

Secondly, the new evolutionary biology eliminates the distinction between history and the natural sciences and bypasses the bogus debates on whether history is or is not a science.

Thirdly, it returns us to the basic approach to human evolution adopted by prehistorians, which is to study the modes of interaction between our species and its environment and its growing control over it. That means asking the questions that Marx asked. "Modes of production", based on major innovations in productive technology, in communications, and in social organisation - but also in military power - have been central to human evolution. These innovations, as Marx was aware, did not and do not make themselves. Material and cultural forces and relations of production are not separable. They are the activities of men and women in historical situations not of their making, acting and taking decisions, but not in a vacuum.

However, the new perspectives on history should also return us to that essential, if never quite realisable, objective of those who study the past: "total history". Not a "history of everything", but history as an indivisible web in which all human activities are interconnected. Marxists are not the only ones to have had this aim, but they have been its most persistent pursuers.

Not the least of the problems for which the perspective of history as interaction is essential, is one that is crucial for the understanding of the historic evolution of homo sapiens. It is the conflict between the forces making for the transformation of homo sapiens from neolithic to nuclear humanity and the forces whose aim is the maintenance of unchanging reproduction and stability in human social environments. For most of history, the forces inhibiting change have usually effectively counteracted open-ended change.

Today this balance has been decisively tilted in one direction. And the disequilibrium is almost certainly beyond the ability of human social and political institutions to control. Perhaps Marxist historians, who have had occasion to reflect on the unintended and unwanted consequences of human collective projects in the 20th century, can at least help us understand how this came about.

ΠΗΓΗ:http://eutopia.gr/article/i-epistimi-tis-istorias-istoriografikes-sholes-kai-proseggiseis-apo-thetikismo-mehri

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου