Σάββατο 22 Απριλίου 2023

Η Αριστεία σε πλήρη εκτροχιασμό

 

Η Αριστεία σε πλήρη εκτροχιασμό

Η άλωση της δημόσιας εκπαίδευσης ήταν και είναι ένα από τα πολύ αγαπημένα games  της κυβέρνησης, ώστε να έχει εξασφαλισμένο τον πλήρη πολιτικό έλεγχο της.

Από τις πρώτες μέρες διακυβέρνησης τα δείγματα ήταν περισσότερο από σαφή :

·       Οι αλεξιπτωτικές τοποθετήσεις δντων εκπσης το 2019.

·       Ο εχθρικός Ν.  4823/2021  ( Αύξηση μαθητών ανά τμήμα, αξιολόγηση-χειραγώγηση κ.α.)

·       Οι  μεταμεσονύχτιες τροπολογίες του  Ν.  4823/2021 το καλοκαίρι του 2022, ώστε  να καταστεί δυνατή η συγκρότηση των «ελεγχόμενων» συμβουλίων επιλογής στελεχών.

·       Η αλά καρτ αντιμετώπιση των ηλεκτρονικών αιτήσεων

·       Μέχρι την πρόσφατη εργαλειοποίηση της συνέντευξης με εικοσαβάθμια κλίμακα.

Η χωρίς αιδώ κομματική επέλαση ξεπέρασε κάθε όριο και οι καταγγελίες για διάτρητη και αμφισβητούμενη διαδικασία επιλογής, έχουν πάρει τη μορφή χιονοστιβάδας ανά την επικράτεια.

Ερωτηματικά προκαλεί η απουσία της ΔΟΕ μπροστά στη διάτρητη και αναξιοκρατική διαδικασία.  Οι παρατάξεις ΔΑΚΕ, ΠΑΜΕ, Παρεμβάσεις και ΔΗΣΥ έπαθαν αφωνία. Η μόνη δημόσια ανακοίνωση ήταν του Αυτόνομου Δικτύου.

Στο ερώτημα που διατυπώνεται, από πολλές πλευρές, γιατί δεν είμαι στον πίνακα δντων,  η απάντηση είναι μία και συγκεκριμένη:

 Ένα θέμα καθαρά ψηφιακό και όχι ουσιαστικό ( ένα περιττό κλικ στην αίτηση), ήταν αρκετό για το κομματικό καθεστώς να αρπάξει την ευκαιρία για τον αποκλεισμό μου

Υποβλήθηκαν 3 ενστάσεις και το…. «πλουραλιστικό» συμβούλιο επιλογής, ευθυγραμμισμένο με το ΥΠΑΙΘ , τις απέρριψε μετά Βαΐων και κλάδων. Σε αντίθεση με τα συμβούλια π.χ. Ημαθίας και Ιωαννίνων που «προσφέρθηκαν» να διευκολύνουν τους ημέτερους της κυβέρνησης. Τελεία και παύλα.

Το όλο θέμα είναι βαθιά και πρωτίστως πολιτικό και δευτερευόντως θέμα πολυδάπανων και χρονοβόρων  δικαστικών αιθουσών.

Συνάδελφοι εκπαιδευτικοί, αγαπητοί γονείς ο αγώνας για ισχυρή δημόσια εκπαίδευση, απαλλαγμένη από τα νομοθετήματα των Αρίστων είναι μπροστά μας.

Η αξιοποίηση με τον καλύτερο τρόπο της επικείμενης ψήφου μας , η κινηματική μας παρουσία στήριξης - βελτίωσης της δημόσιας εκπαίδευσης, των κοινωνικών δομών ( π.χ. ΕΣΥ) της χώρας  και πρωτίστως της δημοκρατίας που επλήγη βάναυσα, είναι τα πεδία που θα δώσουν απαντήσεις για την καλυτέρευση της ζωής μας.

Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν χαθεί, εγώ θα φταίω. ( Ν. Καζαντζάκης)

Δέλλας  Γιάννης    δασκαλος                                                                         Καστοριά 22-4-2023

Μέλος της Ανεξάρτητης Κίνησης εκπ/κών Καστοριάς

Τετάρτη 5 Απριλίου 2023

Απονομή κρατικού βραβείου λογοτεχνίας στον Καστορινό συγγραφέας Ηλία Παπαμόσχο (Φωτο

 

Βραβεύτηκε χθες Τετάρτη 7 Μαρτίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, με το κρατικό βραβείο λογοτεχνίας ο Καστοριανός συγγραφέας Ηλίας Παπαμόσχος!

Η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Καστοριάς, Ολυμπία Τελιγιορίδου, που παραβρέθηκε στην τελετή βράβευσης του συγγραφέα, χαρακτήρισε ως μεγάλη τιμή για τον ίδιο, μεγάλη χαρά για την πόλη μας, ενώ την συνεχάρη θερμά.



Πηγή:https://sentra.com.gr/me-to-kratiko-braveio-logotexnias-vravefthikr-o-kastorianos-hlias-papamosxos-gia-noyvela/


Η ταφή του Παύλου Μελά


  Πηγή φωτογραφίας :http://www.odos-kastoria.gr/2017/01/blog-post_11.html

Τρίτη 4 Απριλίου 2023

Παύλος Μελάς - Ναταλία Μελά (Φωτογραφία ) -


 πηγή φωτογραφίας :http://www.nataliamela.gr/bio_andrikopoulou.php

Ηλίας Λ. Παπαμόσχος - Βιβλιογραφία και βιογραφικό


Ηλίας Λ. Παπαμόσχος



Ο Ηλίας Λ. Παπαμόσχος γεννήθηκε το 1967 στην Καστοριά. Σπούδασε στο Τμήμα Γεωλογίας Πατρών και στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας το 1993. Εργάστηκε ως βιβλιοϋπάλληλος στην Αθήνα και από το 1997 επέστρεψε στη γενέτειρά του -όπου ζει μέχρι σήμερα- και ασχολήθηκε με την οικογενειακή εμπορική επιχείρηση. Έχει γράψει έξι βιβλία. "Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες" (2015) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας (2016) και μεταφράστηκε στα γαλλικά ("Le renard dans l' escalier", Le miel des anges, 2018).
Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, στα σουηδικά και στα αλβανικά.


Λίμνης Εγκώμιον (του Ηλία Παπαμόσχου)

Η λίμνη, αέναο αμνιακό υγρό μήτρας γης που εκβάλλει σε κόλπο ουράνιο, γεννώντας και ξαναγεννώντας την πόλη, τους ανθρώπους της, τα λόγια τους, αιώνια και καθημερινά, την απύθμενη σιωπή των ψαριών, τη συμφωνία των φτερωτών λαλιών, αυτών των μεταμορφώσεων του αέρα· χήνες, καραμούζες παιδιών, κύκνοι που οικονομούν φωνή για το τέλος, γλάροι, φωνές ατέρμονης πείνας σε ατέρμονη ξενιτιά, όλα πλάι, μέσα, πάνω απ’ αυτό το μάτι, που από ψηλά έχει σχήμα καρδιάς, όπως και των κύκνων τα φτερά, καθώς ακκίζονται αυτοί απ’ του φακού το γυαλί, και τα κυρτώνουν, και τ’ ανυψώνουν, τσουλώντας σαν μπαλαρίνες στο νερό, κλείνοντας μέσα τους σε σχήμα καρδιάς τον ουρανό. Στεκάμενα στα καράβια της λίμνης, ακινησίας στοιχήματα για να
ξεγελάσουν τον χάρο μοιάζουν, συνοδεύουν θαρρείς ξόδια αόρατα ή θυμούνται. Ίσως κοιτώντας μέσα στον φακό να ψάχνουν τροφή, αλιεύουν αισθήματα, αλλιώτικη ψαριά, αλιείς ανθρώπων, όπως κάποιοι άλλοι ψαράδες, εκεί ψηλά, εκεί βαθιά, στην καρδιά. Πάνω σε μια εξέδρα ένα τραπέζι και καρέκλες (σαν μνημεία μιας ευωχίας που μόλις άφησαν οι θεοί κι η άδεια βάρκα στο φόντο σαν να ζήλεψε ο βουβός περαματάρης και να απεργεί) συνδέουν τα εδώ με τα επέκεινα, όπως τα χέρια των πλατανιών απλώνονται πάνω απ’ τα νερά, απλώνονται για ν’ ακουμπήσουν τα κλαριά της απέναντι όχθης, πλατάνια που μετοίκησαν σε κήπο ουράνιο. Γιατί εδώ όλα συνυπάρχουν, πεθαμένα και ζωντανά, πεθαμένα-ζωντανά, ζωντανά-πεθαμένα. Γιατί κανείς δεν ανήκει σε κανέναν, ο ουρανός μπορεί να είναι μια οφθαλμαπάτη του νερού κι η λίμνη μια οφθαλμαπάτη του ουρανού κι όλα εντέλει να είναι εδώ κάτω, στη γη, κι όλα εν τέλει να ’ναι κει πάνω, σε ποθητή ειρκτή. Ίσως κι η λίμνη να είναι του ουρανού η ειρκτή, για να καταδυόμαστε στον παράδεισο όπως στης λίμνης τα νερά ένα παιδί. Όλα εδώ είναι εύθραυστα, τρυφερά σαν νεαρού κύκνου τα γκρίζα φτερά, κρυστάλλινα σαν μάτι χήνας όταν υψώνει σαν πανί αιωνιότη- τας κατάλευκο λαιμό. Κύκνοι χορογραφούν τη θήρα τους, ενωμένοι μοιάζουν με σύννεφο, σύννεφο νάρκισσος που βουτάει να συναντήσει την ιδανική, την άσπιλή του ψυχή. Και γίνεται χιόνι.

Τα πουλιά στολίζουν τα δέντρα, οι λαλιές τους το αυτί. Ακούγονται σαν φωνές ξετρελαμένων παιδιών που αμολήθηκαν στον ουρανό να παίξουν, ή σαν ένας μακρινός θρήνος για ξεχασμένα ναυάγια, ή για τρούλους που καταρρέουν εκεί ψηλά. Γι’ αυτό γοητεύονται απ’ την ανθρώπινη ματιά, απ’ τη ζωή, και κατεβαίνουν δω κάτω μετά της λειτουργίας το τέλος να ζητήσουν αντί- δωρο ή μακαριά. Ποτέ μην ξεμακραίνοντας απ’ τη λίμνη, απ’ το μάτι της μάνας, που νύχτα μέρα ασφάλιστο κοιτά. Παίρνει μέσα του όλες τις εποχές, όλες τις νύχτες και τις μέρες, ένα με τον ουρανό, ένα με τη γη, σε σημείο να μην μπορείς να τους ξεχωρίσεις, και είναι αυτός ο μόνος δρόμος που οδηγεί στην ψυχή. Η λίμνη είναι αυτή η κλίμακα, ανάμεσα στην καρδιά και στο μυαλό, ανάμεσα σε γη και ουρανό. Γιατί ένας άλλος ουρανός ανοίγεται εκεί μέσα και μια άλλη γη ψηλά εκεί, χάρις σ’ αυτή. Η λίμνη, ένας ανεστραμμένος τρούλος όπου σαν τρελαμένα παιδιά, μυριάδες παντοκράτορες, ιερουργούν τα πουλιά, ο ουρανός, ένας ανεστραμμένος βυθός. Εκεί μέσα το άπειρο γίνεται περατό, πυρήνας όπου το σύμπαν ντύνει καρπό. Αυτουνού του δέντρου τα κλαριά τρυγούν τα πουλιά, των ψαράδων τα δίχτυα, σαν αναστάσιμα σάβανα ανεβάζουν στολίδια σάρκας ασπαίρουσας, γριβάδια και γλύνια, πλατίκες και τούρνες, σάρκες από αίμα και φως ψαχνό, και ρίχνονται στον αέρα για να δοξάσουν τον ουρανό, απ’ το νερό στον αέρα, απ’ το νερό στο φως, ένα σύννεφο καθρεφτισμένο στο νερό έρχεται από πολύ βαθιά, από πολύ ψηλά, είναι γαλαξιακό σπέρμα που αρδεύει αέναα μητρικό σπασμό. Είμαστε από φως και νερό, τα δυο ποτάμια που σε ένα ενώνονται μέσα μας, βαθιά, ή στα αόρατα ψηλά.

Ποτέ η λίμνη δεν κοπιάζει το βλέμμα, κολλύριο θεϊκό. Μυριάδες κάτοπτρα που πολλαπλασιάζουν την ομορφιά του κόσμου, χιλιάδες γράμματα που συναπαρτίζουν μια γλώσσα άπειρη που καταργεί τον χρόνο, που ανασταίνει το ζωντανό. Εκείνη την αιωνιότητα των καθρεφτισμάτων κουβαλώντας στα ράμφη τους τα πουλιά ανακαινίζουν τον ουρανό, κολλώντας τις φλούδες της αιωνιότητας στον θόλο, όπως οι συντηρητές των εικόνων τις γάζες στις όψεις των αγίων στα ιστορημένα ντουβάρια, στα ιστορημένα σανίδια των ναών. Όπως η λίμνη ιστορεί καθημερινά εικόνες αγίων, φωνών και ματιών φτερωτών, ψαριών που κολυμπούν στο βάθος του καθρέφτη στον κόσμο τον άλλο, σ’ αυτόν.

Κι η πόλη; Η πόλη είναι η επιθυμία της λίμνης με τον δίδυμο αδερφό της να ενωθεί, νερό και φως, το μαρτυρεί κάθε τρούλου ο λυγμός, κάθε καμπαναριού ο φαλλός, κάθε αμαρτωλού ο αυθεντικός παλμός, σαν αρχέγονος χρησμός. Κι είναι τα πουλιά οι δραγουμάνοι της ερωτικής γλώσσας αυτής, τα αμφίβια ουρανού και γης, μα και τα ψάρια που με μικρές αναλήψεις ζητούν να φιλήσουν τα αδέρφια τους που λαμπυρίζουν κει πάνω τις νύχτες. Όλα είναι ενωμένα χάρις σ’ αυτή, ο ουρανός
με τη γη, ο πόθος με τη ζωή, ο θάνατος με την ανάσταση, σαν κρίνος φυτεμένος στον βάλτο της, σαν άστρο στον πάτο της, σαν φως που διακορεύει του ουρανού τον βυθό. «Ουρανό έδωσες ουρανό θα λάβεις, Νερό». Νερό που αναλήφθηκε σημαίνοντας το άφατο των ουρανών στη γλώσσα των ψαριών, στόματα που ανοιγοκλείνουν σαν μάτια, μάτια που μένουν πάντα ανοιχτά σαν στόματα που αναπέμπουν ανάκουστα επιφωνήματα, μπρος σ’ έναν κορμοράνο που δοκιμάζει άλματα νοερά, για να χάψει άστρο. Είναι μουσική αυτή η ησυχία που κάνει να μοιάζουν ακίνητα τα νερά, ενσταντανέ ουρανού, σαν πως του νεκρού το μάτι ατενίζει την αιωνιότητα, γι’ αυτό η καρδιά του σταματά. Πώς να αντέξεις τόσα βλέμματα, νιώθεις πως κάπου μέσα είσαι κλεισμένος, πως όλα σε καλούν να βγεις, σαν το χάδι στην κοιλιά της μητέρας, σαν του πατέρα τη φωνή, όλα τα πετούμενα, ψάρια και πουλιά, κλώθουν, γράφοντας τροχιές, αυτό τον κόσμο, κουκούλι χρυσαλίδας ο κόσμος που τα φτερά της μες στο όνειρο (μες στο μέλλον) ανασκιρτούν· αναστάσιμα.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚέΩΝ ΠόλΙΣ 80

Πηγή:https://www.culturalsociety.gr/thessalonikeon-polis/diavazoyme-arthra/limnis-egkomion/

Eγκαίνια "Ξενία" Καστοριάς 1955

 

Δευτέρα 3 Απριλίου 2023

Ηλίας Παπαμόσχος: «Η γλώσσα είναι σαν το ποτάμι που φτιάχνει την κοίτη του»

 

Ηλίας Παπαμόσχος: «Η γλώσσα είναι σαν το ποτάμι που φτιάχνει την κοίτη του»


«Η Καστοριά είναι σαν μια πόλη που δεν κατοικείται», λέει ο Ηλίας Παπαμόσχος. Ο βραβευμένος διηγηματογράφος, γέννημα θρέμμα της πανέμορφης πόλης, ζει ακριβώς στο κέντρο της. Η κυκλοφορία απαγορεύεται το βράδυ, γειτονικά χωριά είναι σε καραντίνα, υπάρχουν πολλά κρούσματα και εννέα νεκροί από κορονοϊό. Ο κόσμος του Παπαμόσχου, η φύση, τα ζώα, οι άνθρωποι, που τόσο ζωντανά, ποιητικά και με αγάπη περιγράφει στα διηγήματά του και στα πιο πρόσφατα της συλλογής «Η μνήμη του ξύλου» (εκδόσεις Πατάκης), μοιάζει να απειλείται.

To κλείσιμο στο σπίτι για έναν συγγραφέα μήπως είναι πιο εύκολο; «Ζορίζομαι, δε λέω, αλλά αυτό είναι μηδαμινό μπροστά στους συνανθρώπους μας που πεθαίνουν. Δεν ξέρω ακόμα πώς θα επηρεάσει το έργο μου, αλλά, εν τινί τρόπω, έχω ζήσει μια παρόμοια κατάσταση. Επειδή πέρασα έναν καρκίνο πριν κάποια χρόνια, έχω καταλάβει τι σημαίνει να μην μπορείς να προγραμματίσεις τίποτα, έμαθα να ζω στο σήμερα. Επίσης, είμαι πολύ προπονημένος στο να μένω ώρες μόνος, χωρίς να βγαίνω έξω, κατά συνέπεια δεν νιώθω τόσο τρομερή καταπίεση».

Η κουβέντα με τον Ηλία Παπαμόσχο δεν έγινε, βέβαια, λόγω κορονοϊού και Καστοριάς. Χρόνια τώρα ξεχωρίζει με την ιδιαίτερη φωνή του και η επιβεβαίωση της θέσης του στην ελληνική λογοτεχνία ήρθε το 2016 με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή «Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες» (εκδ. Κίχλη). Συνεχίζει ανεξάντλητος. Ιδιόρρυθμος μαζί και άμεσος. Αφηγηματικός, αλλά και πειραματικός. Σε κάνει να θες να διαβάσεις μια φράση 4-5 φορές (για να την απολαύσεις, αλλά ίσως και για να την καταλάβεις, δεν είναι κακό). «Αν τη διαβάζετε 4-5 φορές, σκεφτείτε ότι μπορεί να έχει γραφτεί 154», λέει.

Κι όμως, αυτός ο εμμονικός συγγραφέας έβγαλε το πρώτο του βιβλίο («Καλό ταξίδι, κούκλα μου...», Κέδρος) το 2004, στα 37 του χρόνια. Παιδί οικογένειας γουναράδων, μεγάλωσε στους δρόμους. Καμιά σχέση με διάβασμα και λογοτεχνία. Κι ας είχε βιβλία το σπίτι του, διάβαζε η μαμά του. «Είχα μια άρνηση απέναντι στη λογοτεχνία, όχι από απέχθεια, αλλά από δέος. Είχα έναν ενδόμυχο φόβο ότι δεν θα μπορούσα να τα καταφέρω. Ευτυχώς υπήρχε στο σπίτι ένας σιωπηλός, αλλά και εκπεφρασμένος σεβασμός προς τη γλώσσα, δηλαδή το να μιλάμε σωστά», λέει.

Αρχισε να διαβάζει συστηματικά όταν σπούδαζε Γεωλογία – εγκατέλειψε τη σχολή μετά από δυο χρόνια. «Διάβαζα, θυμάμαι, την “Πλήξη” του Αλμπέρτο Μοράβια και φτάνοντας σε μια σελίδα ένιωσα σαν να βγήκα σε ξέφωτο. Συνάντησα τον εαυτό μου. “Θέλω να γράψω”, σκέφτηκα. Και τρόμαξα. Γιατί αντιλήφθηκα τη δυσκολία. Σοφά σκεπτόμενος, έβαλα πίσω το γράψιμο και μπροστά το διάβασμα».

Από την αρχή ένα ή μάλλον δύο ήταν τα δεδομένα της πορείας του. Τον ενδιέφερε αποκλειστικά η μικρή φόρμα, το διήγημα. Και τα θέματά του ήξερε πού θα τα βρει: στην οικογένειά του και την Καστοριά. Αν και «η λογοτεχνία δεν γεννιέται... προγραμματικά», όπως λέει.

«Θαύμαζα το διήγημα», εξηγεί. «Οι εμμονές μου έχουν να κάνουν με μικρά πράγματα, με μικρές ιστορίες. Λειτουργώ καλύτερα με περιορισμούς, όταν προσπαθώ να χωρέσω σε ένα σπιρτόκουτο». Θαύμαζε και τους μάστορες της μικρής φόρμας. «Πολλά τα ερεθίσματα. Παπαδιαμάντης και Βιζυηνός, εννοείται. Αλλά και Παπαδημητρακόπουλος, Γονατάς, Σφυρίδης, Μηλιώνης, Καζαντζής, αλλά και ο Δημητρίου και ο Σκαμπαρδώνης, που είναι πιο κοντά στην ηλικία μου».

Για να τολμήσει να δημοσιεύσει το πρώτο του διήγημα έπρεπε να επιστρέψει στην Καστοριά το 1997, μετά από δώδεκα χρόνια απουσίας. «Αλλον άνθρωπο ήξεραν οι Καστοριανοί, άλλος επέστρεψε», λέει γελώντας. Κι αυτός ο «άλλος άνθρωπος», έγραφε. Και έδωσε στον εκδότη της τοπικής εφημερίδας «Οδός» ένα διήγημα για δημοσίευση. «Ηταν ουσιαστικά το πρώτο μου, πεντακόσιες λέξεις, μια ιστορία που μου είχε διηγηθεί ο πατέρας μου από την Κατοχή. Είχαν μπει με έναν φίλο του σε επιταγμένο εβραϊκό σπίτι κι ένας Γερμανός τούς συνέλαβε, τους έκανε εικονική εκτέλεση και τους άφησε να φύγουν».

Η Καστοριά υποδέχεται, πια, «συγκινητικά», κάθε νέο του βιβλίο. Και δεν σκέφτεται να την εγκαταλείψει, ακόμα και τώρα που η οικογενειακή επιχείρηση έκλεισε. Εχει, άλλωστε, όλο το 24ωρο δικό του για να γράφει. «Φυσικά και δεν ζει κανείς από το γράψιμο», σχολιάζει, «αλλά εγώ “ζω” από το γράψιμο, αν δεν το είχα θα είχα πεθάνει». Γύρω του, τα θέματα τον πολιορκούν. Σε μια πρόσφατη βόλτα με το ποδήλατο είδε έναν κορμοράνο κρεμασμένο με πετονιά σε ένα πλατάνι! «Πώς μπορείς να το προσπεράσεις, να μην κάνεις υποθέσεις για το πώς βρέθηκε εκεί; Τα θέματα είναι ανεξάντλητα, αρκεί να κοιτάς και να αισθάνεσαι. Οσο μεγαλώνεις, ρίχνεσαι με μεγαλύτερο πάθος στον αγώνα της γραφής, νιώθεις ότι ο χρόνος εξαντλείται και πρέπει να προλάβεις. Κι αν νιώσω ότι εξαντλούμαι από θέματα, ε, κάτι θα κάνω, θα παραμείνω αναγνώστης, θα γυρίσω στη μήτρα. Από την ανάγνωση βγήκα».

Σε εποχές καραντίνας διαβάζει τα «Ημερολόγια» του Κάφκα, τον «Ανθρωπο χωρίς ιδιότητες» του Μούζιλ (στα αγγλικά) και πολλή ποίηση. Αλήθεια, έχει σκεφτεί ποτέ να γράψει ποίηση; Οι φράσεις του, συχνά τόσο συμπυκνωμένες και λυρικές, αλλά κι αυτή η μανία του να αντιστρέφει τη συνηθισμένη σειρά της σύνταξης (υποκείμενο, ρήμα, αντικείμενο) φλερτάρουν με την ποίηση.

«Νομίζω ότι ο συγγραφέας είναι όλα, και ποίηση και πεζός λόγος», απαντά. «Τίποτα δεν μπορεί να τον περιορίσει. Οπως ένα ποτάμι φτιάχνει την κοίτη του, έτσι και η γλώσσα φτιάχνει τη δική της. Κατακτά, διεισδύει, προσπερνά, παραμερίζει... Οσο για τη σύνταξη, που αντιστρέφω, δεν θα ’θελα να το ορίσω· κρατάω αυτό που μου είπε ο επιστήθιος φίλος και καλός πεζογράφος, Γιάννης Καισαρίδης από τη Βέροια: ό,τι έρχεται από μέσα μας είναι καλό. Αλλα, ναι, έχω μια εμμονή με τον ρυθμό. Και όπως έλεγε κάποτε ο Τζόις, που τον έχω κάτι σαν τον Αβραάμ, στον μεταφραστή του «Οδυσσέα» στα γαλλικά, “άσε το νόημα, ο ρυθμός να μη χαθεί”».


Πηγή:https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/238628_ilias-papamoshos-i-glossa-einai-san-potami-poy-ftiahnei-tin-koiti-toy