Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Το στερητικό α

 

ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΠΑΤΡΩΝΟΥ ΠΑΠΑΤΕΡΠΟΥ: Το στερητικό α




Εντελώς αψυχολόγητη ενέργεια. Η έρευνα για το στερητικό άλφα. Τέλος πάντων, μια και μου μπήκε αυτή η ιδέα, δεν ξέρω από πού θα αρχίσω και πού θα τελειώσω... Να ασχοληθώ με τα άψυχα λέω. Τα άχρηστα πρώτα. Αλήθεια, ποια θα χαρακτηρίζαμε σήμερα άχρηστα; Μα φυσικά τα περισσότερα, τα οποία έχουμε όλοι σπίτι μας, στον χώρο εργασίας μας, στις πόλεις μας, παντού. Και να γυρίσουμε μερικές γενιές πριν για να κατανοήσουμε τι ακριβώς σήμαινε τότε άχρηστο και τι σήμερα. Πόσο αψήφιστα παίρνουμε για δεδομένα όλα όσα κάνουν πιο εύκολη την καθημερινότητά μας, όλα τα υλικά μας αγαθά και τα πετούμε ως άχρηστα μόλις κάποιο καινούργιο του ίδιου είδους κάνει την εμφάνισή του στην αγορά... 

Άχρηστα στην εποχή των γιαγιάδων μας; Μετρημένα στα δάχτυλα, κι αν υπήρχαν. Μία εποχή κατά την οποία μόλις και μετά βίας μπορούσαν να εφοδιαστούν με χρήσιμα αντικείμενα. Φυσικά και μιλούμε για άψυχα. Πέτρες για να κατασκευάσουν τα χαμόσπιτά τους· απελέκητες, που ήθελαν πολλή δουλειά και πετρά για να τις πελεκήσει. Τα κεραμίδια πάλι, αν τύχαινε να ήταν άψητα, δεν θα ήταν αδιάβροχα και έμπαιναν νερά στο σπίτι· εκτός κι αν οι μήνες οι χειμωνιάτικοι ήταν άνυδροι. Πράγμα το οποίο γι’ αυτούς ήταν ανεπιθύμητο και είχε συνέπειες κάθε άλλο παρά απρόβλεπτες, γιατί η ανομβρία ξέραινε τη γη και ήταν πολύ δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, να έχουν καλή σοδειά. Σχεδόν απλάνιστες οι σανίδες για να φτιάξουν πρόχειρα τραπέζια και ασταθή καθίσματα... Άχρηστα, πάντως, δεν τα χαρακτήριζαν· μάλλον ανεκτίμητης αξίας τα θεωρούσαν. Ποτέ αχρόνιαστα δεν τα πετούσαν, χαρακτηριστικό γνώρισμα της αχόρταγης εποχής μας. Και να ’ταν μόνο η ασύνετη συμπεριφορά μας σήμερα απέναντι στα πράγματα; Ποιος από τους προγόνους μας δεν θα θεωρούσε απρεπές να αφήσει όποιον ξένο την πόρτα του χτυπούσε, να φύγει αφάγωτος; Ακόμη κι αν ήταν άβραστο το φαγητό, άστρωτο το τραπέζι, κάτι θα έβρισκαν να του προσφέρουν. 

Ατέρμονος ο καθημερινός αγώνας για τον επιούσιο για τους περισσότερους. Τα τρόφιμα φυσικά και ήταν ασυσκεύαστα, πολύ πιο αγνά, όμως, και σίγουρα πιο ανόθευτα. Οι δρόμοι, ιδίως σε μικρές πόλεις και στα χωριά, μάλλον αφώτιστοι και άνηχοι τις βραδινές τις ώρες, όταν νωρίς όλοι στο σπίτι τους μαζεύονταν. Να θυμηθούμε εδώ τον Βάρναλη: τα σκοτεινά νερά, άνηχα κι ανάφριστα σαν πετρωμένα. Ανέφελη, ωστόσο η ζωή τους δεν ήταν, χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα την χαρακτηρίζαμε ανερμάτιστη. Πολλά, τα οποία σήμερα θεωρούμε αυτονόητα, ήταν για κείνους ανερμήνευτα. Καταστροφικά φυσικά φαινόμενα, ανεξιχνίαστα έμεναν και δέος προκαλούσαν. 

Πολλές φορές, ανάρκωτοι περιθάλπονταν οι τραυματίες στα χειρουργεία του Μετώπου. Απελπισία τους καταλάμβανε· αφόρητοι οι πόνοι. Άκαρδους θεωρούσαν τους γιατρούς και τις νοσοκόμες, μα εκείνοι απερίσπαστοι και με άοκνες προσπάθειες επιχειρούσαν να σώσουν όσο το δυνατόν περισσότερους. Αδιανόητες καταστάσεις για μας, σήμερα. Τα παυσίπονα έχουν το πάνω χέρι. Μέχρι και ο τοκετός πια, ανώδυνος έγινε· έμεινε μόνο η συνήθεια να περιγράφουμε τους πόνους με μέτρο σύγκρισης εκείνους της γέννας.

Ανυπόδητα πήγαιναν πολλά παιδιά στο σχολείο, ακόμη και σε μέρες βροχερές. Σίγουρα αυτά ήταν που ποτέ τους αδιάβαστα δεν έμπαιναν στην τάξη. Συχνά-πυκνά με κρύο ανυπόφερτο, με το βιβλίο ανοιχτό, ακόμη και αυτά που για άλλους ασήμαντα θα φαίνονταν, δεν άφηναν αδιάβαστα, έστω κι αν η φωτιά στην καμαρούλα ανύχτωτα έσβηνε. Αβάσταχτα τα έξοδα για επί πλέον ώρες θέρμανσης, έλεγε ο αφέντης του σπιτιού. Ασύλληπτες συνθήκες για τη σημερινή εποχή, εκτός κι αν είσαι άστεγος, ειδικά σε μεγαλούπολη. Που, δυστυχώς, σπανίζουν χώροι στέγασης γι’ αυτούς, αν δεν είναι ανύπαρκτοι σε πάρα πολλές περιπτώσεις. Ανόμιστος συλλογισμός. Δυστυχώς, όσο ανοίκειος κι αν είναι, κάθε άλλο παρά ασυνήθιστος. Βέβαια, μιλούμε για ανόμοια κοινωνικά στρώματα, για ανισότητες και αδικίες στις ανθρώπινες κοινωνίες. Που κάλλιστα απάνθρωπες θα τις χαρακτηρίζαμε. 

Φοβάμαι μήπως καταλήξω σε αναρχικά συνθήματα, προσχωρήσω στις τάξεις των αντιεξουσιαστών και γι’ αυτό αποφασίζω να σταματήσω την ενασχόληση με το στερητικό το α...



Φωτογραφία: Βίνσεντ βαν Γκογκ (1853-1890) Παπούτσια (1888). Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης Νέας Υόρκης, ΗΠΑ.


Δημοσιεύθηκε στην ΟΔΟ στις 19 Νοεμβρίου 2020, αρ. φύλλου 1055


"Το ψάρεμα" της Χρυσούλας Πατρώνου-Παπατέρπου


Το ψάρεμα


 


 

   Καθόλου εύκολη δουλειά: να σκύβω το κεφάλι από την πρύμνη της βάρκας όσο το δυνατόν πιο χαμηλά προς το νερό και να προσέχω προς τα που κινείται το κοπάδι των ψαριών. Να σηκώνω έπειτα το αριστερό μου χέρι ψηλά, με το δεξί αγκυλωμένο σφιχτά στο κανάτι, να το κατεβάζω αργά-αργά προς ένα συγκεκριμένο σημείο στην επιφάνεια του νερού και να ψιθυρίζω: εδώ! Να αφήνει αμέσως ο άλλος τα κουπιά, να σηκώνει το καλάμι και να ρίχνει την πετονιά ακριβώς στο σημείο που είχα υποδείξει. Και να! Το ψάρι, ένα λαχταριστό πρικί, τινάζεται κι αγωνίζεται να απαλλαγεί από το συρμάτινο αγκάθι που έχει καρφωθεί στο στόμα του. Σιγά μην τα καταφέρει. Το καλάμι κινείται προς το μέρος μου, απλώνω τώρα το αριστερό χέρι και πάλι προς την ταλαντευόμενη πετονιά: μίιια, δύυυο, και να! Την αρπάζω, κλείνω σφιχτά την παλάμη. Το ψάρι σπαρταρά ακόμη μέσα σ’ αυτήν. Ελευθερώνω στη συνέχεια το δεξί χέρι από το κανάτι και με μοναδική μαεστρία βγάζω το αγκίστρι από το στόμα του αιχμάλωτου πρικιού. Πετώ την πετονιά πιο πέρα, κρατώ για μια στιγμή ακόμη το ψάρι στη χούφτα μου και το ρίχνω μέσα στην τενεκεδένια λεκάνη, που περιμένει γεμάτη νερό στο πάτωμα της βάρκας. Ωραία! Το πρώτο για σήμερα. Και έχει μια διαύγεια το νερό… Ξεχωρίζεις τα πάντα, μέχρι τον πυθμένα. Που βέβαια δεν φτάνει σε κανένα αμέτρητο βάθος. Ένα; Ενάμιση μέτρο; Το πολύ-πολύ. Και το κοπάδι εκεί κύκλους κάνει. Λες και περιμένουν τα χαζούλικα πρικιά να έλθει η σειρά τους για να γαντζωθούν στο αγκίστρι. Βέβαια, αυτά το σκουλήκι θέλουν να φάνε, γι’ αυτό όλη τους η προσπάθεια. Ποιο θα φτάσει πρώτο στον κινούμενο στόχο, ποιο θα καταβροχθίσει τον μεζέ. Να ‘ξεραν μόνο τι τα περιμένει…Γύρω στα δώδεκα εκατοστά τα μεγαλύτερα, αυτά είναι που ψάχνω για να δώσω το σύνθημα στον άλλο, να ρίξει την πετονιά. Τα μικρότερα δεν μας ενδιαφέρουν. Ας μεγαλώσουν λιγάκι ακόμηκι αύριο μέρα είναι. Ολόκληρη επιχείρηση έχουμε στήσει οι δυο μας. Υπάρχει, ωστόσο, κι ένας τρίτος. Έξω, στην όχθη αυτός. Παρακαλεί να τον πάρουμε μαζί, μα ούτε κουβέντα. Δεν είναι από τους τύπους της γειτονιάς που συμπαθούμε και ποτέ δεν του δίνουμε σημασία. Είναι και μεγαλύτερός μας. Τα πρικιά, δικά μας μόνο. Θα τα μοιραστούμε όταν τελειώσουμε το ψάρεμα, όταν γεμίσει η λεκάνη. Η βάρκα στερεωμένη με ένα σχοινί στον πάσσαλο στα ρηχά ένα απλό πηδηματάκι και να ‘μαστε μέσα. Ο καραβοκύρης τέτοια ώρα έχει τελειώσει τη δουλειά του και τράβηξε για τα ψαράδικα να πουλήσει το μπερεκέτι. Δεν τον ενοχλεί καθόλου που χρησιμοποιούμε το πλεούμενό του για να κάνουμε το κέφι μας, αρκεί να μην το λύσουμε από τον πάσσαλο και ποτέ δεν λέει όχι σε ένα μεζεδάκι από τα τηγανητά μας ψάρια. Ωραία που είναι η ζωή!

    Το κεφάλι ακόμη σκυμμένο στο νερό. Μόνο που τώρα δεν βλέπω πια ούτε το κοπάδι των πρικιών ούτε τον βυθό κι ακούω τον λαμνοκόπο να λέει έντρομος: Τι έγινε; Πώς βρεθήκαμε τόσο μακριά από τον πάσσαλο; Γυρίζω το κεφάλι προς την όχθη και βλέπω τον αχώνευτο τύπο να τρέχει στην απέναντι μεριά του δρόμου και να κάνει κοροϊδευτικές χειρονομίες. Τώρα άρχισαν να φουσκώνουν τα νερά, να μας παρασέρνουν όλο και πιο ψηλά. Γιατί το συνεταιράκι μου, ναι μεν ήξερε να λάμνει για να γυρίζουμε από τη μια πλευρά στην άλλη, όχι όμως να κουμαντάρει τη βάρκα λυμένη στα βαθιά νερά. Πλεούμενα, αρκετά τριγύρω. Όλα δεμένα και ασφαλισμένα, μόνο το δικό μας να κουνιέται και να πλέει ανάλογα με των νερών τα κέφια. Δοκιμάσαμε να τραβήξουμε μαζί κουπί, ένας το ένα, άλλος το άλλο. Ακόμη χειρότερα. Απόγνωση μας κατέλαβε και τους δύο. Να φωνάξουμε για βοήθεια; Κανένας δεν φαίνεται στον δρόμο. Το κύμα κι ο αέρας όσο παν και δυναμώνουν. Η βάρκα ακυβέρνητη, βάζει πλώρη για τα καλάμια στην απέναντι όχθη. Και τα πρικιά; Τι θα απογίνουν; Κρίμα δεν είναι να πεθάνουν σε μια λεκάνη νερό; Αυτή η ανόητη σκέψη περνάει απ’ το μυαλό μου, αφού άλλη, συνετή, μέσα στην τρομάρα και τη σύγχυση δεν λέει να βγει στην επιφάνεια. Αρπάζω τη λεκάνη και, μέσα στο ταρακούνημα και τον άγριο κυματισμό, την αδειάζω στα ταραγμένα νερά. «Τουλάχιστον να ζήσουν αυτά. Για μας, δεν βλέπω σωτηρία», λέω στον εμβρόντητο φίλο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή χώνεται η βάρκα με ένα τράνταγμα μέσα στα καλάμια. Τότε με πιάνουν τα κλάματα…

   Πόση ώρα μείναμε εκεί; Δεν ξέρω. Κάποια στιγμή ακούσαμε φωνές και είδαμε μπροστά μας τον καραβοκύρη με έναν άλλο, γείτονα ψαρά, να μας φωνάζουν να σταματήσουμε τις κλάψες και να περιμένουμε να βγάλουν το καράβι απ’ τα καλάμια. Δεν δοκίμασα ποτέ άλλοτε να ψαρέψω, ούτε να φάω πρικιά…

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2023

Χρέος μας να σταματήσουμε τον μεσαίωνα. Το χρωστάμε στις γενιές που έρχονται.

 Πριν 35 χρόνια μια χήρα γουνεργάτρια ( όχι καλά αμειβόμενη συγκριτικά με τις τότε καλές αμοιβές ) κατάφερε να σπουδάσει 2 παιδιά ( σε διαφορετικές πόλεις) μένοντας η ίδια σε σπίτι με ενοίκιο και χωρίς κανένα άλλο εισόδημα και άλλη βοήθεια. Σήμερα πείτε μου τι δυνατότητες έχει ένας εργαζόμενος να το κάνει αυτό; Μπορεί να το κάνει ένας μονόμισθος δάσκαλος; Μπορεί να το κάνει ένας μονόμισθος υπάλληλος σε εταιρεία κινητής τηλεφωνίας ή σούπερ μάρκετ ή κούριερ κλπ.;

Αυτό για να καταλάβουμε πόσο πίσω έχουν πάει οι ζωές όλων μας, χωρίς να ξέρω αν φταίει η παγκοσμιοποίηση ,η ΕΕ, οι G7 κτλ . Η εργατική τάξη είναι βαριά χτυπημένη . Δεν πάει πιο κάτω.

Η τεχνολογία έχει προχωρήσει μπροστά, χωρίς όμως να πάρει κάποιο κόμματι αυτής της προόδου ο εργαζόμενος . Αντ΄ αυτού έχουμε συνθήκες γαλέρας σε μια σειρά από επαγγέλματα. Αν ζητήσεις το αυτονόητο σου κλείνουν το στόμα ,σου πετάνε κυνικά στα μούτρα και έναν (τεχνηέντως καλλιεργημένο από τα ΜΜΕ) κοινωνικό αυτοματισμό τύπου: " έλα μωρέ οι τεμπέληδες" ή "οι συνδικαλιστές φταίνε" και άντε να τα βγάλει πέρα ο Αντώνης ο δάσκαλος που σπουδάζει δυο παιδιά και έχει να πιει έναν καφέ έξω 3 χρόνια, έχει και την ΔΕΗ με διακανονισμό και το σπίτι του παγωμένο, για να μην κρυώσουν τα παιδιά στην Σαλονίκη ...

Την ίδια στιγμή τα golden boys του συστήματος έχουν αμοιβές έτους ,όσο ένας εργαζόμενος σε 2 ζωές μαζί και οι μεγάλες επιχειρήσεις απίθανα υπερκέρδη.

Αντιθέτως ,αν αναφερθώ στους ανέργους που αυξάνονται καθημερινά (κυρίως σε πόλεις σαν την Καστοριά ) η οργή μου μεγαλώνει και μεγαλώνει ακόμα παραπάνω, όταν λίγες μέρες μετά τα Τέμπη (ένα από τα βαρύτερα συλλογικά τραύματα της τελευταίας δεκαπενταετίας), ακούς για ιδιωτικοποίηση του νερού.

Του νερού ρε...; Του νερού;

Ο μεσαίωνας επέστρεψε δυναμικά. Χρέος μας να τον σταματήσουμε. Για τις γενιές που έρχονται.

 


Κ. Χατζηφωτιάδης

Τρίτη 7 Μαρτίου 2023

Για την αυριανή απεργία 8/3/23 από το 26,30 στο δελτίο ειδήσεων στο Δίκτυο