Σάββατο 22 Μαΐου 2021

Πόσα πρέπει να ξέρεις για να γίνεις Έλληνας;; Παιχνίδι γνώσεων για ενήλικες Έλληνες/Ελληνίδες ή τράπεζα θεμάτων για να μην γίνεις ποτέ!

 της Βιολέττας Πατέλη,

Ελληνίδα μάνα γεννημένη στις αρχές του Εμφυλίου σε ορεινό χωριό της Αρκαδίας από Έλληνες γονείς μεγαλωμένη από τα 9 της χρόνια στην Αθήνα το δημοτικό δεν το τελείωσε. Μέχρι τα 73 της που θάβεται σε ελληνική γη δεν έχει ανέβει ποτέ στην Ακρόπολη, δεν έχει μπει ποτέ στο Εθνικό Θέατρο, δεν έχει πάει σε κανένα μουσείο. Ιστορία έμαθε από τις ιστορίες του πατέρα της για το κυνηγητό, τον ανταρτοπόλεμο, τα στρατοδικεία. Τη μεγάλωσε η ζωή. Έμαθε τους ανθρώπους από τις αδικίες. Δούλευε για να ζήσει. Αγάπησε. Παντρεύτηκε. Γέννησε. Τη Γεωγραφία της Ελλάδας -από τη Θράκη στα Δωδεκάνησα και τούμπαλιν- την έπαιζε στα δάχτυλα μέσα από τις κατσαρόλες, τα ταψιά και το τηγάνια της. Βιβλίο κράτησε μόνο αυτό της Ιστορίας δέσμης της Γ΄ Λυκείου για να κάνει το χατίρι της κόρης της που ήθελε να επιβεβαιώσει αν αποστηθίζει καλά· κι ας κοιμόταν από την κούραση πίσω από αυτό. Μιλούσε ελληνικά και σκεφτόταν συλλογικά. Διεκδικούσε για όλους. Έλληνες και «ξένους» στη δουλειά. Ήταν μια Ελληνίδα βάσει του δικαίου του αίματος, της κλασικής τεχνικής κτήσης της ιθαγένειας.

Αλβανίδα μάνα 48 χρονών. 30 χρόνια στην Ελλάδα. Πρόλαβε να τελειώσει στην πατρίδα της με άριστους βαθμούς το σχολείο. Ζει στην Ελλάδα. Μεγάλωσε στην Ελλάδα. Γέννησε τα παιδιά της στην Ελλάδα. Σε μια Ελλάδα που ακόμη και σε αυτά τα παιδιά που γεννήθηκαν και φοίτησαν στα ελληνικά σχολεία βάζει τρικλοποδιές στην απόκτηση ιθαγένειας. Έμαθε να διαβάζει και να γράφει μαζί με τα παιδιά της. Για τα ιστορικά ελληνικά γεγονότα ό,τι έμαθε είναι από τα σχολικά εγχειρίδια των παιδιών, τις παρελάσεις και την τηλεόραση. Έμαθε τη σύγχρονη κουλτούρα-πολιτισμό της ελληνικής κοινωνίας από τις αφίσες και τα διαφημιστικά στις στάσεις των λεωφορείων που καθημερινά επισκέπτεται αχάραγα. Είδε ελληνικές «σαπουνόπερες» για να «μπει στο πνεύμα». Θέατρο μια φορά με τη γειτόνισσα σε παραλιακό μαγαζί διασκεδαστήριο. Μιλά Ελληνικά. Δουλεύει σκληρά ολημερίς. Με το «δίκαιο της διαμονής» jus domicili κι αφού ζει, γέννησε τα παιδιά της κοινωνικοποιείται και εργάζεται στην Ελλάδα ζητά να αποκτήσει την ιδιότητα της πολίτισσας/πολίτη. Ζητά να πολιτογραφηθεί. Ζητά να ανήκει. Προετοιμάζεται πυρετωδώς. Κατάλαβε ότι το εγχείρημα είναι δύσκολο. Θέλει να το παλέψει. Ζητά από φίλη Ελληνίδα δασκάλα να τη βοηθήσει. Να την προετοιμαστεί για τις «πανελλαδικές εξετάσεις» κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας.

16 Μάη 2021

2.500 αλλοδαποί που επιθυμούν και έχουν πληρώσει ακριβά παράβολα (μετά από καταγγελίες έπεσε μόλις στα 550€ = ένα μηνιάτικο!) θα κληθούν  να αποδείξουν ότι γνωρίζουν επαρκώς την ελληνική γλώσσα (επίπεδο Β1) και ότι διαθέτουν γνώσεις για τη χώρα της οποίας επιθυμούν να γίνουν πολίτες. 50 απαντήσεις το διαβατήριο στην ελληνική ιθαγένεια!

Της πλατφόρμας το κάγκελο (συνταγή μαζικού αποκλεισμού) -τράπεζα θεμάτων² όχι για αλλοδαπούς αλλά για απόφοιτους ΑΕΙ

Και να που το κράτος ασκώντας ένα κατεξοχήν κυριαρχικό δικαίωμα με την ένταξη ενός προσώπου στον λαό του έρχεται και θέτει Τράπεζα Θεμάτων!!! Ιδέα σύμφωνη με τις πρακτικές που εφαρμόζουν τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη!  

Η Τράπεζα Θεμάτων φυσικά δεν είναι το μόνο που αλλάζει στο σύστημα πολιτογράφησης. 500 ερωτήσεις σε 4 διαφορετικές θεματικές: 200 ερωτήσεις παραγωγής και κατανόησης γραπτού και προφορικού λόγου και 300 ερωτήσεις γνώσεων γεωγραφίας, ιστορίας, πολιτικών θεσμών και πολιτισμού, οριοθετεί την ύλη, την κάνει συγκεκριμένη.                

Με τον ν. 4735/2020 (συνέχεια αλλαγής διαδικασίας της προηγούμενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, 2015-2019 με στόχο να κάνει πιο αντικειμενική τη διαδικασία!) και διάφορες υπουργικές αποφάσεις έχει σταδιακά εισαχθεί μια σειρά αλλαγών (π.χ. εργασιακά/οικονομικά τεκμήρια) που έχουν δημιουργήσει ένα καινούριο και διόλου ενθαρρυντικό τοπίο στην πολιτογράφηση. Βέβαια η «αντικειμενική αυτή στροφή» εγκυμονεί μεγάλα προβλήματα, όπως αναφέρει η Ελληνική Ένωση για τα δικαιώματα του Ανθρώπου¹.  

Οι ερωτήσεις γλώσσας και γνώσεων αφορούν θέματα «υψηλής κουλτούρας» και είναι διατυπωμένα με εκλεπτυσμένη γλώσσα, η οποία προϋποθέτει μια οπτική και εμβάθυνση που υπερβαίνει κατά πολύ τους όρους της επαρκούς ένταξης και συμμετοχής. Για να το πούμε διαφορετικά: αν κρίνει κανείς από πληθώρα ερωτήσεων στην Τράπεζα, φαίνεται ότι οι Έλληνες πολίτες κατακλύζουν κάθε χρόνο μουσεία, θέατρα, αρχαιολογικούς χώρους, και δεν μιλούν για τίποτα άλλο παρά για ποίηση, ανακύκλωση και μουσική. Και αφού αυτό προβάλλει ως πρότυπο της καθημερινότητας των Ελλήνων πολιτών, η ελληνική πολιτεία δεν μπορεί παρά να βασίζεται σε αυτή όταν κρίνει την ένταξη και συμμετοχή των αιτούντων/ουσών την ελληνική ιθαγένεια, δηλαδή ανθρώπων που στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι οικονομικοί μετανάστες που δουλεύουν σε σκληρές χειρωνακτικές εργασίες (σιδεράδες, οικοδόμοι, υδραυλικοί, καθαρίστριες, φροντίδα ηλικιωμένων κ.λπ.). Ο τρόπος ένταξης ενός ανθρώπου που εργάζεται στην οικοδομή είναι διαφορετικός από αυτόν των παιδιών που μπορεί να έχουν αποφοιτήσει από ελληνικό σχολείο ή πανεπιστήμιο. Σε μια τέτοια περίπτωση τα παιδιά θα μπορούσαν για παράδειγμα να περνούν μιας μορφής γραπτή δοκιμασία, αλλά σίγουρα με ερωτήσεις που να αντανακλούν καλύτερα την ελληνική πραγματικότητα. Ο λειτουργικά αναλφάβητος πατέρας τους όμως δεν θα μπορούσε εκ των πραγμάτων να ανταποκριθεί σε μια τέτοια διαδικασία.

Δεν θα αποτελούσε υπερβολή αν λέγαμε ότι το 90% των Ελλήνων πολιτών θα αδυνατούσε να συγκεντρώσει τη βαθμολογική βάση στη δοκιμασία αυτή. Το ιδανικό σενάριο για την επιτυχία θα απαιτούσε να είναι όχι απλά απόφοιτος αλλά ίσως και καθηγητής ελληνικού ΑΕΙ, με ευρύτατη γενική κουλτούρα και πλούσια ενδιαφέροντα. Ακόμη κι εκείνος, βέβαια, είναι πιθανό να αδυνατεί να αντιστοιχίσει γλυπτά των Φαληρέα, Ζογγολόπουλου, Τόμπρου και Χαλεπά (Θέμα 30, Πολιτισμός)!

Βουτιά στα άδυτα των ερωτήσεων της Τράπεζας Θεμάτων ! 500 ερωτήσεις στις οποίες θα «κολλούσαν»  απόφοιτοι ΑΕΙ, βουλευτές και Υπουργοί.

Ποιος/α Έλληνας/ίδα πολίτης άραγε γνωρίζει ποια είναι τα πρώτα, κατά σειρά ιεραρχίας, Υπουργεία της Κυβέρνησης; (Θέμα 76, Πολιτικοί θεσμοί). Τι σημαίνει ο όρος «Αναθεωρητική Βουλή» και πόσες φορές έχει αναθεωρηθεί το Σύνταγμα του 1975 έως το 2020 (Θέμα 73) ή τι σημαίνει υπηρεσιακή κυβέρνηση (Θέμα 68).

Ποιος/α από εμάς, που έχει την ελληνική ιθαγένεια γνωρίζει πόσες φορές η Ελλάδα έχει προεδρεύσει του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης/ Κοινότητας  ή ποια είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα ανέλαβε την Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης/ Κοινότητας  και ποια είναι η επόμενη Προεδρία της Ελλάδας στο Συμβούλιο της ΕΕ που έχει προγραμματιστεί.

Για να αποκτήσει κανείς το δικαίωμα να ψηφίζει και να ψηφίζεται στην Ελλάδα πρέπει να γνωρίζει τον μήνα και το έτος των εκλογών που προηγήθηκαν αυτών του Ιουλίου 2019 (Θέμα 29 των Πολιτικών Θεσμών) ή να αναγνωρίσει την εικόνα του Λουκά Παπαδήμου και να ξέρει ποια χρονιά έγινε πρωθυπουργός (Θέμα 33 των Πολιτικών Θεσμών); Να γνωρίζει την αντιστοίχιση των πηληκίων των σωμάτων ασφαλείας και των ενόπλων δυνάμεων στο θέμα 23 των Πολιτικών Θεσμών.

Πρέπει;;; Να διακρίνει ανάμεσα σε Ζουργό, Τριβιζά, Ιωάννου και Σαμαράκη ποιος είναι συγγραφέας παιδική λογοτεχνίας. (Θέμα 53 Πολιτισμός) να απαντά σε ερωτήσεις για το Άγιον όρος, τα συστημικά κόμματα, την ψηφιακή μεταρρύθμιση του κράτους.

Σωστό ή λάθος για το αν ο Μαρδοχαίος Φριζής ήταν ελληνοεβραίος αξιωματικός, που σκοτώθηκε πολεμώντας στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο (Θέμα 77, Ιστορία) για το αν η σταφιδική κρίση έπληξε τη Μακεδονία και τη Θράκη το 1890 (Θέμα 73, Ιστορία) αν ο Γεώργιος Κονδύλης επέβαλε δικτατορία και επανέφερε τη μοναρχία (Θέμα 71, Ιστορία) αν την πρώτη μεγάλη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα σχεδίασε η κυβέρνηση Τσαλδάρη (Θέμα 68, Ιστορία).  

Aν η ιθαγένεια νοείται ως δυνατότητα συμμετοχής στην κοινότητα των πολιτών ενός κράτους, ποια σκοπιμότητα εξυπηρετούν ερωτήσεις στη θεματική ενότητα Πολιτισμός, που κινούνται γύρω από θέματα αρχαιογνωσίας (Θέμα 14: Ο ναός του Ηφαίστου, γνωστός ως «Θησείο» στην ομώνυμη περιοχή των Αθηνών, αποτέλεσε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και κατά τον 19ο αιώνα κτίσθηκε μικρότερό αντίγραφό του α. στο Άμστερνταμ β. στο Βερολίνο γ. στη Βιέννη δ. στη Σόφια.)

Κι όλα αυτά χωρίς να συνυπολογίσουμε τη δυσκολία του να μπει κάποια/ος στη σχετική σελίδα του ιστοτόπου του Υπουργείου Εσωτερικών που δεν του δίνει καν τη δυνατότητα μεταφόρτωσης συνολικά των αρχείων, έστω και κατά θεματική ενότητα, αλλά είναι υποχρεωμένος να τα ανοίγει ένα προς ένα.

Επιτυχών θεωρείται ο υποψήφιος που συγκεντρώνει το 70% της μέγιστης συνολικής δυνατής βαθμολογίας, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι έχει επιτύχει στη γλώσσα ποσοστό 66,66% (40/60) και στις άλλες θεματικές ενότητες το 50% (20/40).

Οι επιτυχόντες θα περάσουν στο τελικό στάδιο της σύντομης συνέντευξης από τριμελή επιτροπή για να διαπιστωθούν η κοινωνική και οικονομική ένταξή τους. Όσοι δεν τα καταφέρουν έχουν το δικαίωμα να επαναλάβουν την εξεταστική διαδικασία όσες φορές χρειαστεί, αρχής γενομένης από τις επόμενες εξετάσεις που θα διεξαχθούν στις 7 Νοεμβρίου 2021.

Η ένταξη των αιτούντων/ουσών και οι αρετές που μπορεί να έχει κάποιος/α που ζητάει την ελληνική ιθαγένεια δεν αποδεικνύονται με κανέναν τρόπο από την ικανότητα τους να απαντήσουν σωστά σε ερωτήσεις της Τράπεζας Θεμάτων. Ουσιαστικά δηλαδή, η διαδικασία δεν έχει τίποτε το «αντικειμενικό» παρά το ότι η προσδοκία αυτής της «αντικειμενικότητας» υπήρξε η υποτιθέμενη αιτία για να συγκροτηθεί.

Το πότε θα πάρουν την ιθαγένεια είναι τελικά άγνωστο. Υπόσχονται ότι θα υποδιπλασιαστούν τα 5-6 χρόνια ικανοποίησης των αιτημάτων.

Διαχρονική έλλειψη μακροπρόθεσμης μεταναστευτικής πολιτικής στην Ελλάδα

Κι όλα αυτά όταν δεν έχουμε ορίσει τι ακριβώς εννοούμε ως ένταξη και ενσωμάτωση ενός αλλοδαπού στην ελληνική κοινωνία. Εκτός, βέβαια, κι αν μοναδικός λόγος ύπαρξης του πιστοποιητικού επάρκειας γνώσεων είναι να βρεθεί μια εύσχημη δικαιολογία απόρριψης όλων των αιτήσεων πολιτογράφησης.

Ηχηρή η απουσία φροντίδας για την προετοιμασία όσων επιθυμούν να γίνουν Έλληνες/ίδες πολίτες (ας μην ξεχνάμε μάλιστα ότι πρόκειται εν πολλοίς για ανθρώπους για τους οποίους η Ελλάδα δεν είναι «δεύτερη πατρίδα» αλλά «πρώτη»). Από τη στιγμή όμως που δεν υπάρχει στην Ελλάδα το αντίστοιχο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης και προετοιμασίας, υπάρχει ο φόβος ότι πολλοί θα αναγκαστούν να καταφύγουν σε ιδιωτικά φροντιστήρια και άλλοι, όσοι δεν μπορούν να διαθέσουν τα χρήματα, θα αποθαρρυνθούν.

Το γνωστό ποδοσφαιρικής προέλευσης ρατσιστικό σύνθημα «Αλβανέ-Αλβανέ δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ» τώρα το κραυγάζει το ίδιο το κράτος μέσα από πανελλήνιες εξετάσεις και όπου «Αλβανέ» βλέπε Πακιστανέ, Σύριε, Νηγιριανέ, Ινδέ κ.λπ.!

Η διαδικασία πολιτογράφησης όμως δεν μπορεί να είναι πανελλήνιες εξετάσεις. Σκοπός της είναι να εντοπίσει την ένταξη των ανθρώπων και την εξοικείωσή τους με τη χώρα. Ο βαθμός δυσκολίας των ερωτήσεων καθιστά πρακτικά αδύνατη την επιτυχή εξέταση για την πλειοψηφία των αιτούντων που είναι αδύνατο να ανταποκριθεί επιτυχώς σε αυτό το επίπεδο εξέτασης. Θέτοντας τον βαθμό δυσκολίας σε τόσο υψηλό επίπεδο ουσιαστικά καταδικάζουν τους αιτούντες σε μια νομιμοποιημένη αποτυχία και άρα σε μόνιμη αλλοδαπότητα.

Παραπομπές

  1. Η Τράπεζα Θεμάτων στην πολιτογράφηση: μια κριτική αποτίμηση
  2. Τράπεζα θεμάτων -Υπουργείο Εσωτερικών

Πέμπτη 13 Μαΐου 2021

Κουρσούμ τζαμί: Η πρώτη Βιβλιοθήκη της Καστοριάς και το όνειρο που δεν έγινε πραγματικότητα (του Πέτρου Μάνου)

 Πέντε φορές μέσα στις πέντε τελευταίες δεκαετίες μεταστεγάστηκε η Δημοτική Βιβλιοθήκη, που ιδρύθηκε το 1925 και λειτούργησε στο Κουρσούμ τζαμί. Το ίδιο έτος, ο Αναστάσιος Δεληνάνος1 είχε προσφέρει ένα σημαντικό ποσό για την κατασκευή κτιρίου, λεπτομερή σχέδια του οποίου είχε στείλει ο ίδιος από την Αμερική. Το όνειρό του, όμως, δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Μετά από, σχεδόν έναν αιώνα συνεχούς λειτουργίας (με εξαίρεση την περίοδο 1940-΄45), η Δημοτική Βιβλιοθήκη δεν έχει αποκτήσει ακόμα το δικό της χώρο.

Του Πέτρου Μάνου

Το σχέδιο της Βιβλιοθήκης του Α. Δεληνάνου  (“Kαστορία” 20 Σεπτ. 1925)

Η Βιβλιοθήκη του Δήμου δημιουργήθηκε το 1925 με πρωτοβουλία του «Συλλόγου προς διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων» και στεγάστηκε στο Κουρσούμ Τζαμί.

Από το 1974 μέχρι το 1986 μεταστεγάστηκε στο τότε Δημαρχείο, σε ιδιωτικό κτίριο (Μητροπόλεως & Β. Κων/νου)

Από το 1987 λειτούργησε στο ισόγειο του Πνευματικού Κέντρου, το οποίο, όμως, το 2000 κρίθηκε ακατάλληλο, λόγω στατικών προβλημάτων και (το ισόγειο) κατεδαφίστηκε

Από το 2000 μέχρι το 2017, στεγάστηκε και πάλι σε κτίριο που ανήκε σε ιδιώτη, επί της οδού Βαλαλά 58

Από το 2018 μέχρι σήμερα, λειτουργεί στο χώρο του παλαιού Αμφιθεάτρου του Γυμνασίου της Ομόνοιας

Το αρχοντικό Παπαχρήστου, απέναντι από τον Αη Γιώργη, αν και είχε παραχωρηθεί το 2009 από το Δήμο, στην Ελληνοαμερικανική Οργάνωση AHEPA, για τη δημιουργία ηλεκτρονικής βιβλιοθήκης, αφέθηκε να καταρρέει

Τον Απρίλιο του 2017, το μεγαλύτερο τμήμα του κατεδαφίστηκε, ως επικινδύνως ετοιμόρροπο

Έτσι, η Δημοτική Βιβλιοθήκη2, που από το 1999  φέρει το όνομα του Αθ. Χριστόπουλου, σε έναν ακριβώς χρόνο θα γιορτάσει τα διακόσια πενήντα χρόνια από τη γέννηση του ποιητή, φιλοξενούμενη και περιφερόμενη σε διάφορα κτίρια της πόλης.

Δεν παραγνωρίζει κανείς τις προτεραιότητες και τις πολλές ανάγκες της πόλης και του νομού (και σε άλλους τομείς πέραν του πολιτιστικού), με βασικότερη τη δημιουργία Πνευματικού κέντρου. Αυτό, ωστόσο, αποτελεί τον τελικό αποδέκτη του πολιτιστικού προϊόντος και εξυπηρετεί την ανάγκη προβολής και ανάδειξης του προϊόντος αυτού. Στην ποιοτική όμως καλλιτεχνική παραγωγή, συμβάλλει η γενικότερη αισθητική και πνευματική καλλιέργεια.

Στο σκέλος αυτό, είναι σημαντικός ο ρόλος μιας σύγχρονης «φυσικής» και ψηφιακής βιβλιοθήκης, που θα  έχει ιστορικό χαρακτήρα, κυρίως, όμως, θα καλύπτει τις σύγχρονες ανάγκες ερευνητών και μελετητών, μαθητών και φοιτητών, ιδιαίτερα μιας πόλης που φιλοξενεί σχολές της τριτοβάθμιας Εκπ/σης.

Επειδή, όμως, ο πολιτικός «ρεαλισμός» υπαγορεύει ότι, η εκ βάθρων κατασκευή μιας σύγχρονης βιβλιοθήκης, δεν συνιστά «παραγωγική» επένδυση και «αναπτυξιακή» πρόταση, θα μπορούσε να προκριθεί ως λύση για τη μόνιμη στέγαση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, εκείνη της αξιοποίησης ενός από τα κενά δημοτικά κτίρια.

Κατά το διάστημα ίδρυσης της Δ. Βιβλιοθήκης, πραγματοποιήθηκε και η δωρεά του νεοκλασικού του Παλαιού Νοσοκομείου, από τον Χ. Δήμου. Θα μπορούσε, το κτίριο αυτό να στεγάσει οριστικά τη Βιβλιοθήκη, καθώς πληροί το κριτήριο της ιστορικότητας και, σε ικανοποιητικό βαθμό, της προσβασιμότητας.  Έτσι, θα αξιοποιηθεί το κτίριο, θα τιμηθεί ο δωρητής του και θα γίνει πράξη το όραμα του Α. Δεληνάνου, έναν αιώνα μετά.

Αν, ωστόσο, μια τέτοια επένδυση θεωρείται περιττή και «αντιπαραγωγική» ή «αντιαναπτυξιακή», θα λέγαμε πως, μια Βιβλιοθήκη υψηλών προδιαγραφών, συντελεί στην προαγωγή του πνευματικού και μορφωτικού επιπέδου μιας περιοχής, αποτελεί επένδυση μακράς πνοής και έχει χαρακτήρα αναπτυξιακό, όχι μόνο με την πλατιά αλλά και τη στενή έννοια του όρου.

“Δει δη” όχι μόνο “χρημάτων” αλλά κυρίως πολιτικής βούλησης, γιατί ως γνωστόν, από προτάσεις δεν πάσχουμε.

Η οικία Γ. Σκαπέρδα, που παραχώρησε ο Χ. Δήμου και, μέχρι το 1970 στέγαζε το παλαιό Νοσοκομείο και αργότερα άλλους φορείς. (Σήμερα, οι τοιχογραφίες του καστοριανού ζωγράφου Θ. Ζωγράφου, που υπάρχουν στο εσωτερικό του κτιρίου, απειλούνται από την υγρασία).

1 Ο Αναστάσιος Δεληνάνος (1893-1984), υπήρξε ευεργέτης της Καστοριάς. Μεταξύ άλλων, δική του δωρεά αποτελεί το αρχοντικό στο οποίο, από τη δεκαετία του ’90, λειτουργεί  -με τη φροντίδα του Προοδευτικού Συλλόγου Κυριών Καστοριάς-  το Δεληνάνειο Λαογραφικό Μουσείο (της Καστοριανής Γυναίκας).

Από το 1999, η Δημοτική Βιβλιοθήκη “Αθανάσιος Χριστόπουλος” αποτελεί Ν.Π.Δ.


πηγή:https://fouit.gr/2021/05/12/koyrsoym-tzami-i-proti-vivliothiki-tis-polis-kai-to-oneiro-poy-den-egine-pragmatikotita-toy-petroy-manoy-toy-petroy-manoy/?utm_source=dlvr.it&utm_medium=facebook

Δευτέρα 10 Μαΐου 2021

Διαγωνισμός διηγήματος-Διήγημα της ΧρυσούλαςΠατρώνου Παπατέρπου

 

   Ο τρίτος χρόνος στο νησί της άγονης γραμμής, όπου να `ναι έφτανε στο τέλος· μετρούσε τις μέρες ο δάσκαλος. Ένας μήνας ακόμη και να! Το καλοκαίρι. Θα γέμιζε το νησί από κόσμο, θα έφευγε ο ίδιος για τον τόπο του να μείνει για λίγο με τους δικούς του και ίσως να ερχόταν επιτέλους ο διορισμός. Δάσκαλος, έστω και σε κάποιο απόμακρο μέρος επάνω στα βουνά. Μόνο, όχι πια αναπληρωτής σε άγονη γραμμή.

   Τρία χρόνια ζωής μες στους αέρηδες που σπάνια κόπαζαν τους μήνες του χειμώνα, με την αλμύρα συνεχώς κολλημένη επάνω του, με την άμμο να βρίσκεται σε όλα τα συρτάρια και ντουλάπια του μικρού του διαμερίσματος, είχε αρχίσει να κουράζεται. Αλλιώς, βέβαια, αντιμετώπιζαν οι ντόπιοι αυτήν την κατάσταση. Όχι πως δεν τους ενοχλούσε το καθημερινό ξεσκόνισμα. Όχι πως δεν θρηνούσαν κάθε χρόνο και κάποιον ψαρά, χαμένο στα κύματα. Αυτή ήταν, ωστόσο, η καθημερινότητά τους. Όσο για τη θαλασσοταραχή, κι αυτήν με καρτερικότητα και υπομονή τη δέχονταν. Φρόντιζαν από νωρίς για τις προμήθειες, πριν αποκλειστούν από τη φουρτουνιασμένη θάλασσα για μέρες ή ακόμη και εβδομάδες. 

   Η αλήθεια είναι, ότι άλλα όνειρα και σχέδια είχε ο δάσκαλος, όταν ακόμη πήγαινε ο ίδιος στο σχολείο. Να σπουδάσει φιλολογία, να ασχοληθεί  με τη λογοτεχνία, δικά του βιβλία να γράψει, να γεμίσει η ζωή του με συγγραφή...

   Στο παιδαγωγικό τμήμα βρέθηκε. Περιθώρια για να ξαναδώσει εξετάσεις δεν είχε. Το οικονομικά της οικογένειας πενιχρά. Ο πατέρας, εργάτης στις οικοδομές, το μισό χρόνο άνεργος· παραδουλεύτρα η μάνα. Και ένα τσούρμο μικρότερα αδέλφια από πίσω. Φρόντιζε να περνά όσο το δυνατόν πιο οικονομικά και να στέλνει το υπόλοιπο του μισθού του στη μάνα. Να τη βοηθήσει να τα βγάλει πέρα.

   Ο καημός, όμως, καημός. Κάτι δικό του να γράψει, έστω και κάτι μικρό, έστω και ένα απλό διήγημα. Σίγουρα θα τα κατάφερνε, όταν έφευγε από το νησί, όταν θα έβρισκε ησυχία και ηρεμία στην ξηρά.

   Στην ξηρά διορίστηκε ο τυχερός δάσκαλος. Σε ένα κεφαλοχώρι στην Πίνδο. Έτσι και ξεστράτιζες λιγάκι, στην Αλβανία βρισκόσουν! Εδώ, άμμο στα συρτάρια δεν έβρισκε, ο αέρας δεν έφερνε αλμύρα. Το κρύο, πάντως, ήδη από τις αρχές του Οκτώβρη, τσουχτερό. Τα χελιδόνια δεν τα πρόφτασε. Είχαν κινήσει για τον ενδιάμεσο σταθμό, την «άγονη γραμμή», στον δρόμο για το μακρινό ταξίδι στη ζέστη του νότου...

  Τριάντα παιδιά  στο σχολείο, δυο δάσκαλοι για το Δημοτικό και μία νηπιαγωγός. Από ησυχία, άλλο τίποτα. Ορεινό χωριό, αρκετά μακριά από την πόλη. Κτηνοτρόφοι οι κάτοικοι, έλειπαν όλη μέρα στη βοσκή· επέστρεφαν πριν πέσει η νύχτα, και νωρίς-νωρίς, αποκαμωμένοι να σαλαγούν κοπάδια ολημερίς, έπεφταν για ύπνο.

   Στο σπίτι ενός κτηνοτρόφου βρήκε κατάλυμα ο δάσκαλος. Τον είχαν μη στάξει και μη βρέξει. Φρέσκο γάλα πρωί και βράδυ, ψωμί που μόλις είχε ξεφουρνίσει η κυρά με το ολόπαχο τυρί στο τραπέζι.

   Τρία μικρά παιδιά είχε ο κύρης του σπιτιού· το ένα, το μικρότερο, ο Γιωργής, μαθητής του δάσκαλου ήταν, στην πρώτη τάξη. Και το καλό δωμάτιο του παραχώρησαν να μένει.

  Πρωί -πρωί λοιπόν, κινούσαν τα τρία παιδιά μαζί του για το σχολείο. Μόλις έβγαιναν από την πόρτα, έτρεχε ο Γιωργής στην αυλή, έκοβε μερικά τριαντάφυλλα από τον ανθόκηπο κοντά στον φράχτη -πώς έμεναν ολάνθιστα τέτοια εποχή!- και αφού τα έβαζε σ’ ένα τενεκεδένιο κουτί με νερό, τα κουβαλούσε προσεκτικά μέχρι το σχολείο. Τα απίθωνε τότε στην έδρα του δάσκαλου και κάθε φορά του έλεγε: -Για να `ναι η τάξη όμορφη! Χαμογελούσε εκείνος, συγκινημένος από την αβρότητα του Γιωργή και προσπαθούσε να τον πείσει να μην κόβει κάθε μέρα τριαντάφυλλα. Αμετάπειστος ο μικρός!

   Άλλος κόσμος στα βουνά, πιο κλειστοί οι άνθρωποι, φιλόξενοι πάντως. Κάτι θα έβρισκε να γράψει γι’ αυτά τα μέρη.

   Ο καιρός περνούσε, το κρύο έσφιγγε όλο και περισσότερο. Από ησυχία άλλο καλό· αλλά η ηρεμία που ονειρευόταν για να στρωθεί στο γράψιμο δεν έλεγε να φανεί. Ούτε μια σελίδα δεν είχε καταφέρει να γράψει τους δύο μήνες στο χωριό. Κάτι για τον Γιωργή σκεφτόταν να αφηγηθεί, για τα ωραία του τριαντάφυλλα, για τον φράχτη με την ολάνθιστη τριανταφυλλιά, ακριβώς ένα βήμα απ’ το βαθύ φαράγγι. Τι κι αν κλεινόταν στο ζεστό και άνετο δωμάτιο; Όλο αλλού έτρεχε ο λογισμός του. Κοιτούσε το μεγάλο ρολόι πάνω στο περβάζι του τζακιού, τις ώρες που προχωρούσαν βιαστικές να συναντήσουν το ξημέρωμα, τίποτα.

   Τότε ήταν που ένας συνάδελφος από τις μεγάλες τάξεις του Δημοτικού, τους διάβασε μια αγγελία σε κάποια εφημερίδα: διαγωνισμός διηγήματος, έλεγε. Θέμα ελεύθερο, αλλά να περιέχει έντεκα συγκεκριμένες λέξεις. Πήρε ο δάσκαλος την εφημερίδα στο χέρι, διάβασε πάλι και πάλι, και αποφάσισε: ώρα να στρωθεί στο γράψιμο. Για τον Γιωργή φυσικά η ιστορία! Και είχε τόσα πολλά να εξιστορήσει για τον μικρό του θαυμαστή!

   Το βράδυ εκείνο μάτι δεν έλεγε να κλείσει. Έτρεχε το μολύβι στο χαρτί, απορούσε και ο ίδιος με τις τρελές ιδέες που του έρχονταν στο μυαλό. Έξω άκουγε να πέφτει ασταμάτητα μια δυνατή βροχή, λες κι ετοιμάζονταν οι ουρανοί για τον κατακλυσμό! Μια λέξη είχε ακόμη να προσθέσει και το διήγημα θα έπαιρνε την τελική μορφή!

   Κοιμήθηκε σχεδόν χαράματα και, οι σταγόνες που ηχούσαν ρυθμικά στα τζάμια τον νανούριζαν γλυκά. Ο ύπνος του βαθύς και ατάραχος.

   Τον ξύπνησαν ολολυγμοί και δυνατές κραυγές αγωνίας. Είχε πια ξημερώσει για τα καλά· ένας ολόλαμπρος ήλιος έστελνε πολύχρωμα σχήματα στα μουσκεμένα κρύσταλλα των παραθύρων. Γρήγορα-γρήγορα ντύθηκε και πετάχτηκε έξω. Εκεί, στην άκρη του ανθόκηπου, δίπλα στο σημείο όπου χτες ακόμη ξεχώριζες το φράχτη, είχε μαζευτεί όλη η γειτονιά. Το χώμα είχε υποχωρήσει από τη διάβρωση και είχε παρασύρει τον Γιωργή που πήγε να κόψει τα τριαντάφυλλα για τον αγαπημένο του δάσκαλο...

  

  

Σάββατο 8 Μαΐου 2021

Οι βδέλλες- Διήγημα της Χρυσούλας Πατρώνου -Παπατέρπου

 

Οι βδέλλες

 Όταν λέμε τσιγκούνης, τσιγκούνης. Απερίγραπτη λατρεία για το χρήμα. Αποτέλεσμα: ταλαιπωρούσε όχι μόνο γυναίκα και παιδιά, αλλά και όλους όσοι είχαν για τον ένα ή άλλο λόγο, συναλλαγές μαζί του. Στο σπίτι που είχε κληρονομήσει από τον άρχοντα πατέρα του, δεν είχε βάλει, χρόνια τώρα, ούτε ένα καρφί. Και η περιουσία του όλο και αβγάτιζε.

     Τσιφλίκια που τα νοίκιαζε σε κολίγους και όλο τους έκλεβε στη μοιρασιά. Μαγαζιά στο κέντρο της πόλης που του απέφεραν του κόσμου τα ενοίκια. Συναλλαγές με σιτηρά και άλλα γεωργικά προϊόντα, σε όλα μέσα ο κυρ- Γιώργης. Τώρα κυρ- Γιώργη δεν τον φώναζε κανείς, παρά μόνο όταν ήταν παρών ο ίδιος. Ο «σπάγκος» έφτανε για να καταλάβουν όλοι περί ου ο λόγος.

     Άμεσα θύματα της τσιγκουνιάς η κακομοίρα η γυναίκα του και τα τρία του παιδιά. Λεφτά στο χέρι δεν είχαν ποτέ. Ό, τι τους χρειαζόταν άμεσα για φαγητό, τα προμηθεύονταν από το μπακάλικο της γειτονιάς με το τεφτέρι στο χέρι. Εκείνος πήγαινε να πληρώσει. Το ίδιο και με όλα τα άλλα χρειαζούμενα. Ως και για την εκκλησιά την Κυριακή, έδινε στη γυναίκα το αντίτιμο ενός κεριού. Δραχμή παραπάνω. Έβλεπε η άμοιρη τις άλλες γειτόνισσες να περνούν μετά το τέλος της λειτουργίας από το κεντρικό ζαχαροπλαστείο και να αγοράζουν πάστες για το κυριακάτικο τραπέζι και την έπιανε το παράπονο. Ο «σπάγκος», σπάγκος!

     Τα παιδιά, αγόρια και τα τρία, εκεί μεταξύ οχτώ και δώδεκα, ούτε για καραμέλα δεν έπαιρναν χαρτζιλίκι. Πού να τολμήσουν όμως να διαμαρτυρηθούν! Μολύβι τους επέτρεπε να αγοράσουν, μόνο όταν του παρουσίαζαν το παλιό. Δοκίμαζε τότε ο ίδιος πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί, καταμουντζουρωμένο από τις πολλές μολυβιές. Αν πράγματι δεν μπορούσε να γράψει πια, τους έδινε την άδεια-όχι τα χρήματα- να πάρουν καινούργιο από το χαρτοπωλείο.

     Ο Μανώλης, ανεψιός του σπάγκου ήταν. Συνομήλικος με τον μεγάλο του γιο και συνονόματος. Ανοιχτό μυαλό, με μετρημένα τα κουκιά στο σπίτι, αλλά χωρίς μιζέριες και γκρίνιες. Αδυναμία είχε ο Μανώλης στα βιβλία. Πού τον έχανες πού τον έβρισκες, όλο στη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Τέλειωνε ένα βιβλίο στην καθισιά. Εκεί έτυχε να πέσει στα χέρια του η «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του Ντίκενς, και μάλιστα εικονογραφημένη! Έμεινε άφωνος με την ομοιότητα τόσο του σκίτσου όσο και της περιγραφής του θείου του με τον Εμπενέζερ Σκρουτζ! Η ίδια μεγάλη γαμψή μύτη, το ίδιο μυτερό πηγούνι, απαράλλαχτο το συνοφρυωμένο βλέμμα!

     Στον πρώτο που μίλησε για την ομοιότητα αυτή ήταν στον ξάδελφό του, τον Μανώλη. Φρόντισε δε να τον πάρει μαζί του την επόμενη μέρα για να δει το σκίτσο του πατέρα του και ο ίδιος! Πράγματι, ίδιος ο πατέρας! - Είσαι να τον φωνάζουμε Σκρουτζ; Πρότεινε ο ανεψιός. Σαν να του άρεσε του συνονόματου. Έτσι, για να εκδικηθεί με τον τρόπο του, τον τύραννο μπαμπά. Σκρουτζ λοιπόν ο σπάγκος για τα δυο ξαδέλφια!

     Ο Σκρουτζ άρχισε εκείνο το καλοκαίρι να παρουσιάζει προβλήματα υγείας. Απέφυγε στην αρχή τον γιατρό, αλλά στο τέλος αναγκάστηκε να βάλει το χέρι στην τσέπη. Βρέθηκε με υψηλή πίεση. Αυστηρή δίαιτα χρειάστηκε να ακολουθήσει, ήρεμη ζωή και, όποτε μπορούσε,- βάζε βδέλλες στα πόδια και στα χέρια για αφαίμαξη.- συνέστησε ο γιατρός. Για το τελευταίο επιστρατεύτηκαν οι δύο Μανώληδες. Πήγαιναν κάθε μέρα στη λίμνη, βουτούσε ο ανεψιός, γερός κολυμβητής και ατρόμητος, γέμιζαν ένα βάζο βδέλλες και τις παρέδιδαν στον Σκρουτζ. Δίπλα του η θεία, τις καθάριζε πρώτα σε χλιαρό νερό-και πόσο τις φοβόταν!-. Τις έπαιρνε τότε ο ίδιος και τις έβαζε στις γάμπες και στα μπράτσα. Όταν άρχιζε να τρέχει αρκετό αίμα, ερχόταν το αλατόνερο, και με ένα ειδικό σφουγγάρι τις έριχνε από τις πληγές. Τις μάζευε πάλι η θεία και τις έδινε στο Μανώλη να τις πετάξει στη λίμνη. Ιεροτελεστία κανονική!

    Ο ανεψιός όμως, θαρραλέος και αεράτος, ζήτησε από τον Σκρουτζ ανταμοιβή για τις προσφερόμενες υπηρεσίες. Εκνευρίστηκε εκείνος, αλλά, δεν είχε άλλη επιλογή: Ο δικός του γιος δεν θα τα κατάφερνε μόνος. Άλλωστε, κανένας από τους τρεις δεν ήξερε κολύμπι. Ο ίδιος τους είχε απαγορεύσει να πλησιάζουν στο νερό. Κλείστηκε η συμφωνία. Για κάθε βάζο που θα έφερναν, θα κέρδιζαν πάστες για όλους, κάθε Κυριακή. Με όλους, εννοούσε ο ανεψιός τα δέκα άτομα των δύο οικογενειών.

    Έφτασε η πρώτη Κυριακή, παραγγελία στη γυναίκα του ο Σκρουτζ να πάρει δέκα πάστες, για την δική τους οικογένεια και εκείνη της αδελφής της. Θα πλήρωνε ο ίδιος. Δεν πίστευε στα μάτια της η θεία. Την επόμενη Κυριακή η ιστορία επαναλήφθηκε. Χαρά μεγάλη για όλους!

     Όταν όμως πήγαν εκεί την τρίτη φορά, τους ανακοίνωσε ο ζαχαροπλάστης ότι η πίστωση είχε κοπεί, με εντολή του Σκρουτζ. Ο Μανώλης θέλησε να μάθει τον λόγο αυτής της διακοπής. -Αρκετά γλυκά φάγατε.- ήταν η απάντηση. Του χρόνου πάλι. Δεν το χωρούσε το μυαλό του Μανώλη πως τον κορόιδεψε ο θείος. Την επόμενη μέρα, αντί για ένα βάζο βδέλλες, του πήγε ολόκληρο κιούπι. Δεν του το άφησε, όπως πάντα, δίπλα στα γυμνά του πόδια. Το σηκώνει ψηλά και μ’ όλη του τη δύναμη εκσφενδονίζει το περιεχόμενό του στα μούτρα του Σκρουτζ. -Φάε κι εσύ τώρα βδέλλες! Του πέταξε κατάμουτρα και τον άφησε να παλεύει ολομόναχος με τα θεριά!

 

 

Η κουλτούρα του φασισμού, η κριτική παιδαγωγική και η αντίσταση σε σκοτεινούς καιρούς* - του Henry Α. Giroux

 του Henry Α. Giroux,

Μετάφραση/επιμέλεια: Γιάννης Κάσκαρης (Θεσσαλονίκη, Απρίλιος, 2021)

Απαιτείται να πιστεύουμε στην Αρχή της Ελπίδας.
Ένας μαρξιστής δεν έχει το δικαίωμα να είναι πεσιμιστής.
Ernst Bloch

Από άκρη σε άκρη της υφηλίου, δημοκρατικοί θεσμοί όπως τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, τα σχολεία, τα νομικά συστήματα, ορισμένα από τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, και η ανώτερη εκπαίδευση βρίσκονται σε καθεστώς πολιορκίας. Η υπόσχεση, αν όχι τα ιδανικά, της δημοκρατίας υποχωρούν ενώ οι βάρβαροι, επανακτώντας ζωογόνες δυνάμεις από το φασιστικό τους παρελθόν, προελαύνουν υπονομεύοντας και υποσκάπτοντας το νόημα των λέξεων της γλώσσας, τις αξίες, το κουράγιο, το όραμα και την κριτική συνειδητοποίηση. Η εκπαίδευση όλο και περισσότερο μετατρέπεται σε μέσο κυριαρχίας, καθώς δεξιάς προέλευσης παιδαγωγικοί μηχανισμοί, ελεγχόμενοι από επιχειρηματίες του μίσους, εξαπολύουν επιθέσεις εχθρότητας σε εργάτες/εργάτριες, στους φτωχούς, σε έγχρωμους, σε πρόσφυγες, σε μετανάστες/μετανάστριες από τον Νότο, όπως και σε όσους/όσες θεωρούνται αναλώσιμοι/αναλώσιμες. Εν μέσω μιας εποχής όπου μια παλαιότερη τάξη πραγμάτων βρίσκεται υπό κατάρρευση και μια καινούρια παλεύει για να ορίσει και να προασπίσει την ίδια της την ύπαρξη, ακριβώς σε αυτό το ενδιάμεσο, αναδύεται μια περίοδος σύγχυσης, διακινδύνευσης, και τεράστιας αναταραχής. Η σημερινή ιστορική συγκυρία είναι μια συγκυρία σκληρής αντιπαράθεσης όπου η ελευθερία και ο αυταρχισμός αγωνίζονται μεταξύ τους να προσδιορίσουν το μέλλον είτε στην προοπτική ενός αδιανόητου εφιάλτη είτε ενός πραγματοποιήσιμου οράματος.

Βρισκόμαστε ακριβώς σε μια οριακή στιγμή, κατά την οποία δύο κόσμοι συγκρούονται και η ιστορία του παρόντος ισορροπεί στο σημείο όπου «οι δυνατότητες είτε πραγματοποιούνται είτε απορρίπτονται, αλλά ποτέ δεν εξαφανίζονται εντελώς»[1]. Πρώτον, υπάρχουν οι άτεγκτοι και ετοιμόρροποι κόσμοι της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης με τα πάθη τους που τροφοδοτούν διαφορετικές εκδοχές του φασισμού σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων και των Ηνωμένων Πολιτειών[2]. Η εξουσία, ταυτισμένη με τη γοητεία του κέρδους και του κεφαλαίου, εθίζεται όλο και περισσότερο σε μια πολιτική λευκού εθνικισμού και φυλετικής εκκαθάρισης. Δεύτερον, υπάρχουν αυξανόμενα κοινωνικά κινήματα αντίστασης, ειδικά μεταξύ των νέων, που αναζητούν μια νέα πολιτική έχοντας, έτσι, την ευκαιρία να ξανασκεφτούν, να επανακτήσουν, να επανεφεύρουν τον δικό τους τρόπο κατανόησης του δημοκρατικού σοσιαλισμού, που δεν έχει μολυνθεί από τον καπιταλισμό[3]. Εκείνο στο οποίο δεν υπάρχει καμία αμφιβολία είναι ότι κάτι δυσοίωνο και τρομακτικό συμβαίνει στις φιλελεύθερες δημοκρατίες σε διεθνές επίπεδο. Η παγκόσμια ώθηση προς τον εκδημοκρατισμό που προέκυψε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπαναχωρεί, υποκύπτοντας για άλλη μια φορά σε αυταρχικές τυραννίες. Όσο ανησυχητικά και αν είναι τα σημάδια, ο λαός δεν μπορεί να περιφρονεί ούτε να αγνοεί ή να συγκατατίθεται στον τρόμο του λαϊκιστικού αυταρχισμού και να επιτρέπει στα φαινόμενα ρητορικής του μίσους, να υπερισχύουν και να κυριαρχούν ανεξέλεγκτα. Για εκείνους/εκείνες που εμπιστεύονται τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, δεν μπορούμε να εκχωρήσουμε τη δύναμη των ονείρων και των μαχητικών μας ελπίδων να μετατραπούν σε στάχτη.

Ζούμε σε έναν κόσμο που μοιάζει με ένα δυστοπικό μυθιστόρημα. Η υγειονομική κρίση της Covid-19 δημιούργησε έναν σουρεαλιστικό εφιάλτη που πλημμυρίζει τις οθόνες και τα μέσα επικοινωνίας με εικόνες φόβου. Δεν μπορούμε πλέον να σφίξουμε τα χέρια, να αγκαλιάσουμε τους φίλους μας, να χρησιμοποιήσουμε τις δημόσιες συγκοινωνίες, να καθίσουμε σε μια καφετέρια ή να περπατήσουμε στον δρόμο δίχως να αισθανθούμε άγχος και φόβο. Αυτό που πρέπει να αναγνωριστεί είναι ότι η πανδημία είναι κάτι παραπάνω από ένας ιατρικός όρος. Αναφέρεται, επίσης, σε ιδεολογικές και πολιτικές μάστιγες που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της ανεύθυνης ανταπόκρισης των ΗΠΑ και άλλων χωρών, όπως η Βραζιλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ινδία, στην κρίση της Covid-19. Στιγματισμένο από μια ανίκανη ηγεσία, που εδράζεται σε μια δυσπιστία για την επιστήμη και τον ορθό λόγο αλλά και στην πίστη στις δυνάμεις της αγοράς, αυτό που προέκυψε με την πάροδο του χρόνου ήταν αδιανόητα δεινά, μαζικοί θάνατοι και μια περαιτέρω νομιμοποίηση των ψεμάτων και της δεξιάς βίας. Η φρίκη της πανδημίας συχνά μας τυφλώνει από το να αντιληφθούμε ότι οι αντιδημοκρατικές οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις που έχουν δώσει προτεραιότητα στα κέρδη έναντι των ανθρώπινων αναγκών, είχαν εμπεδωθεί από το κοινωνικό σύστημα στα τελευταία σαράντα χρόνια.

Μια εκδοχή ενός αρπακτικού, επιθετικού και ληστρικού καπιταλισμού (predatory capitalism) έχει κηρύξει τον πόλεμο στο κράτος πρόνοιας, τη δημόσια σφαίρα και το κοινό καλό ήδη από τη δεκαετία του 1970. Ως μια πτυχή του ληστρικού καπιταλισμού, ο ίδιος ο νεοφιλελευθερισμός πρεσβεύει την πεποίθηση ότι η αγορά πρέπει να κυβερνά την οικονομία και όλες τις υπόλοιπες πλευρές της κοινωνίας. Στον φιλελευθερισμό, η συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια της χρηματικοοικονομικής ελίτ και τα παρελκόμενά του, όπως το προσωπικό/ατομικό συμφέρον, η αυτοβοήθεια, η απορρύθμιση και η ιδιωτικοποίηση, αποτελούν τις καθοδηγητικές αρχές της κοινωνίας. Σύμφωνα με τον νεοφιλελευθερισμό, όλα διατίθενται προς πώληση και η μόνη υποχρέωση για την πολιτειότητα (citizenship) των ανθρώπων είναι ο αδιάλειπτος και απρόσκοπτος καταναλωτισμός. Ταυτόχρονα, στον νεοφιλελευθερισμό, αγνοούνται οι βασικές ανθρώπινες ανάγκες, όπως η υγειονομική πρόνοια και περίθαλψη, τα τρόφιμα, οι αξιοπρεπείς μισθοί και η πρόσβαση, παροχή ποιοτικής εκπαίδευσης. Ο νεοφιλελευθερισμός θεωρεί την κυβέρνηση ως εχθρό της αγοράς, περιορίζει την κοινωνία στο βασίλειο της οικογένειας και των ατόμων, ενστερνίζεται έναν παγιωμένο ηδονισμό αμφισβητώντας εν τέλει, την ίδια την ιδέα του δημόσιου αγαθού.

Ζούμε σήμερα στην εποχή που η οικονομική δραστηριότητα διαχωρίζεται από το κοινωνικό κόστος, ενώ ταυτόχρονα, οι πολιτικές που ενισχύουν τη φυλετική κάθαρση, τον μιλιταρισμό και την αξιοσημείωτη/εντυπωσιακή ανισότητα έχουν γίνει καθοριστικά χαρακτηριστικά της καθημερινής ζωής και εμπεδωμένα πρότυπα διακυβέρνησης. Είναι σαφές ότι υπάρχει ανάγκη ανάκτησης μιας έννοιας του δημοκρατικού σοσιαλισμού στην οποία τα θέματα της δικαιοσύνης, της ισότιμης πρόνοιας και της ισότητας γίνονται τα κεντρικά χαρακτηριστικά μιας ουσιαστικής δημοκρατίας. Τα καλά νέα είναι ότι οι διαδηλώσεις που πραγματοποιούνται τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο υποδηλώνουν ότι το πνεύμα του δημοκρατικού σοσιαλισμού παραμένει ζωντανό και ενεργό.

Η πανδημία αποκάλυψε, μέσα σε όλη την οδύνη που προξενεί, εκείνους τους μηχανισμούς που προκαλούν τον θάνατο, δηλαδή, της συστημικής ανισότητας, της απορρύθμισης, μιας κουλτούρας ωμότητας και μιας ολοένα και πιο ολέθριας επίθεσης στο φυσικό περιβάλλον. Επιπλέον, η πανδημία έχει καταστήσει ορατή μια αντι-διανοητική κουλτούρα που παρακωλύει οποιαδήποτε έννοια της κριτικής εκπαίδευσης, δηλαδή μιας εκπαίδευσης που οπλίζει τα άτομα να σκέφτονται κριτικά, να εμπλέκονται σε στοχαστικό διάλογο, να οικειωθούν με γνώσεις ιστορίας, να μαθαίνουν πώς να κυβερνούν παρά να κυβερνώνται. Ταυτόχρονα, οι ισχυρισμοί του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού υπονομεύθηκαν ως αποτέλεσμα των οικονομικών αποτυχιών αλλά και των ιατρικών φρικαλεοτήτων που συντελέστηκαν εξαιτίας της πανδημίας. Αυτό που κάποτε ήταν αδιανόητο διατυπώνεται πλέον δημόσια από διαδηλωτές/διαδηλώτριες σε όλο τον κόσμο, όπως από εκείνους/εκείνες στις Ηνωμένες Πολιτείες που διαμαρτύρονται ενάντια στην αστυνομική βία και τη βαρβαρότητα της οικονομικής ανισότητας. Οι νέοι και οι νέες αναζητούν ένα καινούργιο αφήγημα για την αποκατάσταση ενός κοινωνικού δικτύου ασφαλείας: την παροχή δωρεάν υγειονομικής περίθαλψης, την πρόνοια για την παιδική φροντίδα και τη φροντίδα των ηλικιωμένων, την πρόσβαση σε δωρεάν ποιοτικά δημόσια σχολεία για όλους/όλες. Υπάρχουν ηχηρές εκκλήσεις για την αντιμετώπιση της κρατικής βίας, των επιπτώσεων της φτώχειας, των αστέγων και της ρύπανσης του πλανήτη.

Η πανδημία είναι μια κρίση όπου δεν μπορεί να δοθεί η συγκατάθεσή για να μετατραπεί σε ολική καταστροφή στην οποία χάνεται όλη η ελπίδα. Παρόλο που στην περίοδο αυτής της πανδημίας απειλείται η ικανότητα της δημοκρατίας «να αναπνέει», προσφέρεται και η δυνατότητα να επανεξετάσουμε την πολιτική, τον κανόνα και τις αρχές της κριτικής εκπαίδευσης, του ενεργητικού ρόλου και της μεσολάβησης των υποκειμένων (agency) και των στοιχείων της κοινωνικής ευθύνης που είναι κρίσιμα για μια οποιαδήποτε βιώσιμη ιδέα για το πώς θα ήταν η ζωή σε μια δημοκρατική σοσιαλιστική κοινωνία. Με άλλα λόγια, ανάμεσα στα πτώματα που προκύπτουν από τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό και την COVID-19, υπάρχουν λάμψεις ελπίδας, μια ευκαιρία να προχωρήσουμε πέρα από την πρόσφατη ανάδυση του αυταρχισμού. Ο Paulo Freire αντιλήφθηκε ότι μια τέτοια πολιτική θεμελιώνεται σε μια «παιδαγωγική της ελπίδας», μιας συμπεριληπτικής παιδαγωγικής που θα αφομοιώνει και θα αφομοιώνεται από μια κριτική ανάγνωση του κόσμου στην προσπάθεια να εγκαθιδρυθούν τρόποι πάλης που βασίζονται στις αρχές της κοινωνικής – οικονομικής ισότητας αλλά και της ανθρώπινης ελευθερίας.

Είναι δύσκολο να φανταστούμε μια πιο επείγουσα περίσταση για να λάβουμε σοβαρά τις διαρκείς προσπάθειες του Freire να καταστήσει την εκπαίδευση κεντρικό στοιχείο της πολιτικής. Το διακύβευμα για τον Freire ήταν η ιδέα ότι η εκπαίδευση ήταν μια κοινωνική έννοια, η οποία θεμελιώνεται στην προοπτική της χειραφέτησης όλων των ανθρώπων. Επιπλέον, πρόκειται για εκείνη την εκπαίδευση που ενθαρρύνει την ανθρώπινη δραστηριότητα και μεσολάβηση, μια εκπαίδευση που δεν αρκείται στο να καταστήσει τους ανθρώπους αποκλειστικά και μόνο κριτικά σκεπτόμενους, αλλά και αφοσιωμένα άτομα, φορείς κοινωνικής δράσης. Πρόκειται για μια παιδαγωγική που μας καλεί πέρα από τα όρια του εαυτού μας, προβάλλοντας την ηθική αναγκαιότητα της αλληλοβοήθειας και της αλληλεγγύης με την ταυτόχρονη αποδόμηση και αποκαθήλωση των δομών κυριαρχίας στην προοπτική να μετασχηματιστούμε στα υποκείμενα της ιστορίας, της πολιτικής και της εξουσίας. Eαν πρόκειται να αναπτύξουμε μια πολιτική ικανή να αφυπνίσει τις κριτικές, επινοητικές και ιστορικές μας ευαισθησίες, τότε είναι ζωτικής σημασίας για τους εκπαιδευτικούς και άλλους να ενθυμούνται το συνεχιζόμενο έργο του Freire για τον γραμματισμό (literacy). Αυτό ήταν ένα πολιτικό σχέδιο στο οποίο ο πολιτικός εγγραμματισμός, εμπλουτισμένος με μια γλώσσα κριτικής και δυνατότητας, μπορεί να προσεγγίσει ένα σημαντικό ζήτημα, δηλαδή εκείνη την άποψη όπου δεν υπάρχει δημοκρατία χωρίς μορφωμένους και πολιτικά εγγράμματους πολίτες. Μια τέτοια γλώσσα είναι απαραίτητη για να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τη σφυρηλάτηση μιας διεθνούς συλλογικής αντίστασης μεταξύ εκπαιδευτικών, νέων, καλλιτεχνών και άλλων εργαζομένων στον πολιτισμό για την υπεράσπιση των δημόσιων αγαθών. Ένα τέτοιο κοινωνικό κίνημα είναι απαραίτητο ώστε να αντισταθούμε και να ξεπεράσουμε τους τυραννικούς φασιστικούς εφιάλτες που έχουν κατακλύσει τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βραζιλία και πολλές άλλες χώρες που μαστίζονται από την άνοδο των δεξιών λαϊκιστικών κινημάτων και των νεοναζιστικών κομμάτων. Σε μια εποχή κοινωνικής απομόνωσης, διάχυσης της πληροφορίας, αμεσολάβητης κουλτούρας (η κουλτούρα της αμεσότητας), υπερκατανάλωσης και θεαματοποιημένης βίας, είναι ακόμη πιο κρίσιμο να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας την ιδέα ότι μια δημοκρατία δεν μπορεί να την υπερασπιστεί κανείς ή ακόμη και να υπάρξει χωρίς πολιτικά εγγράμματους και κριτικά ενεργούς πολίτες.

Η εκπαίδευση, τόσο στις συμβολικές όσο και στις θεσμικές μορφές της, έχει να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην καταπολέμηση της αναβίωσης της κουλτούρας του φασισμού, των μυθολογικών ιστορικών αφηγήσεων και των αναδυόμενων ιδεολογιών της λευκής υπεροχής και του λευκού εθνικισμού. Επιπλέον, καθώς οι φασίστες σε όλο τον κόσμο διαδίδουν τοξικές ρατσιστικές και υπερεθνικιστικές αφηγήσεις του παρελθόντος, είναι απαραίτητο να αξιοποιήσουμε την εκπαίδευση ως μια μορφή ιστορικής συνείδησης και ηθικής επιβεβαίωσης. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε μια εποχή που η ιστορική και κοινωνική αμνησία έχουν εξελιχθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες σε εθνική ενασχόληση αναψυχής, ιδανικά συνδυασμένη με την αρρενοποίηση της δημόσιας σφαίρας και την αυξανόμενη κανονικοποίηση μιας φασιστικής πολιτικής που ευδοκιμεί στην άγνοια, τον φόβο, την καταστολή της  διαφορετικής άποψης και το μίσος για τους άλλους. Η εκπαίδευση ως μορφή πολιτιστικής εργασίας εκτείνεται πολύ πέρα από τη σχολική τάξη και το παιδαγωγικό της αποτύπωμα στο σχολείο, η επιρροή της εκπαίδευσης, αν και συχνά ανεπαίσθητη, είναι ζωτικής σημασίας για την αμφισβήτηση και την αντίσταση στην άνοδο των φασιστικών παιδαγωγικών σχηματισμών ή την ένταξη των φασιστικών αρχών και ιδεών στην εκπαιδευτική διαδικασία [4].

Το παιδαγωγικό μάθημα εδώ είναι ότι ο φασισμός εκκινώντας από μια ρητορική μίσους και τη δαιμονοποίηση των ανθρώπων που θεωρούνται αναλώσιμοι, προχωρά σε μια επίθεση στις ιδέες καθαυτές, το κάψιμο των βιβλίων, την εξαφάνιση των διανοουμένων, την ανάδυση του κράτους καταστολής, της φρίκης των φυλακών και των στρατοπέδων κράτησης. Ως μια μορφή πολιτισμικής πολιτικής, η κριτική παιδαγωγική παρέχει την υπόσχεση ενός προστατευμένου περιβάλλοντος μέσα στο οποίο μπορούμε να σκεφτόμαστε ενάντια στην κρατούσα άποψη, ενός χώρου-θύλακα για να αμφισβητούμε και να προκαλούμε, να φανταζόμαστε τον κόσμο από διαφορετικές θέσεις και προοπτικές, να αναστοχαζόμαστε τον εαυτό μας σε σχέση με τους άλλους και, με αυτόν τον τρόπο, να κατανοούμε τι σημαίνει «να επιλαμβάνομαι την αίσθηση της πολιτικής και της κοινωνικής ευθύνης»[5].

Η πολιτική ως φορέας καλλιέργειας και διαμόρφωσης πολιτισμού την τελευταία εικοσαετία έχει γίνει τοξική, καθώς οι κυρίαρχες ελίτ αποκτούν όλο και περισσότερο τον έλεγχο των επιτελικών πολιτιστικών μηχανισμών, μετατρέποντάς τους σε μηχανές παιδαγωγικής για την απονέκρωση της φαντασίας, υπηρετώντας τον ηθικό εφησυχασμό, νομιμοποιώντας εξευτελιστικές και ταπεινωτικές εικόνες των φτωχών, των μεταναστών, των μουσουλμάνων και όλων όσων οι ζωές θεωρούνται περιττές ή ήδη καταδικασμένες στον ακραίο/τελικό κοινωνικό αποκλεισμό. Η μηχανή των καπιταλιστικών ονείρων και υποσχέσεων, επανέρχεται στο προσκήνιο με τεράστια κέρδη για τους υπερ-πλούσιους, τους διαχειριστές των κερδοσκοπικών αμοιβαίων κεφαλαίων (hedge funds) και τους μεγάλους παίκτες στις βιομηχανίες χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Σε αυτό το νέο σκηνικό πλούτου, απάτης και κοινωνικού ατομισμού, ένας άγριος και φονταμενταλιστικός καπιταλισμός προωθεί το έθος του αξιώματος «ο νικητής τα παίρνει όλα», όσο κανονικοποιεί τις τεράστιες ανισότητες στον πλούτο και στην ισχύ, όσο υπονομεύει με σφοδρότητα το κράτος πρόνοιας, εξωθώντας με αυτό τον τρόπο εκατομμύρια ανθρώπους στην ανέχεια και τη δυστυχία.

Οι γεωγραφίες της ηθικής και της πολιτικής παρακμής έχουν γίνει το οργανωτικό πρότυπο του εξιδανικευμένου ονειρώδους κόσμου της κατανάλωσης, της ιδιωτικοποίησης, της επιτήρησης και της απορρύθμισης. Μέσα σε αυτό το ολοένα και πιο φασιστικό σκηνικό, οι δημόσιες σφαίρες αντικαθίστανται από ζώνες κοινωνικής εγκατάλειψης που ευδοκιμούνε και ακμάζουν καθώς αιματοδοτούνται από τα νεκροζώντανα ανδρείκελα της βαναυσότητας και της δυστυχίας.

Η εκπαίδευση κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες έχει μειώσει ραγδαία τα περιθώριά της να εκπαιδεύει τους νέους στο να είναι στοχαστικοί, κριτικοί και ενεργά κοινωνικά υποκείμενα. Στα νεοφιλελεύθερα καθεστώτα, οι ουτοπικές δυνατότητες, που συνδέονταν παλαιότερα με τη δημόσια υποχρεωτική και την τριτοβάθμια εκπαίδευση ως δημόσιο αγαθό ικανό να προάγει την κοινωνική ισότητα και να υποστηρίζει τη δημοκρατία, έχουν καταστεί εξαιρετικά επικίνδυνες για τους αποστόλους του αυταρχισμού. Όλο και περισσότερο, τα δημόσια σχολεία υπόκεινται στις τοξικές δυνάμεις της ιδιωτικοποίησης και των ανεγκέφαλων τυποποιημένων προγραμμάτων σπουδών, ενώ οι δάσκαλοι απολύονται και υπόκεινται σε αφόρητες συνθήκες εργασίας. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση μιμείται πλέον μια επιχειρηματική κουλτούρα που διοικείται από έναν διευθυντικό στρατό γραφειοκρατών, ερωτευμένων με τις αξίες της αγοράς, οι οποίοι μοιάζουν με τους αρχιερείς ενός οπισθοδρομικού εργαλειακού ορθολογισμού. Τα οράματα της δημοκρατίας βρίσκονται υπό εξορία σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης.

Η κριτική σκέψη και το όραμα ενός καλύτερου κόσμου αποτελούν άμεση απειλή για τη νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα, για την οποία το μέλλον πρέπει πάντα να αναπαράγει το παρόν σε έναν ατελείωτο κύκλο όπου το κεφάλαιο και οι ταυτότητες που νομιμοποιεί συγχωνεύονται μεταξύ τους σε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «νεκρή ζώνη της φαντασίας» και «παιδαγωγικές της καταστολής». Αυτή η δυστοπική παρόρμηση διακρίνεται στον σχηματισμό πολυειδών μορφών ανισότητας και βίας – που περιλαμβάνουν τόσο τη συμβολική βία όσο και τη δομική, ως μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας ορισμού της εκπαίδευσης ως θεσμού προς ιδιωτικοποίηση, με καθαρά εργαλειακούς, αντι-διανοητικούς όρους.

Είναι σαφές ότι οι νεοφιλελεύθερες διαδικασίες στην εκπαίδευση επιχειρούν να διαπαιδαγωγούν τους σπουδαστές στις νόρμες του ιδιοτελούς συμφέροντος, του σκληρού ανταγωνισμού, του ανεξέλεγκτου ατομικισμού, του καταναλωτικού ήθους. Οι νέοι καλούνται πλέον να επενδύσουν στην καριέρα τους, να προπαρασκευάσουν τα βιογραφικά τους και να κατακτήσουν την επιτυχία με κάθε κόστος. Πρόκειται ακριβώς για την αντικατάσταση της ελπίδας ως αποτέλεσμα μόρφωσης και προσωπικής καλλιέργειας, με ένα επιθετικό δυστοπικό νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα, μια πολιτισμική πολιτική που αναφέρεται στην τρέχουσα επίθεση στη δημόσια υποχρεωτική αλλά και στην ανώτερη εκπαίδευση σε διάφορα μέρη του πλανήτη. Στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού, η επωδός της ιδιωτικοποίησης, της απορρύθμισης και της καταστροφής των δημόσιων αγαθών, συνδυάζεται με την ολέθρια και επιβλαβή συγχώνευση της ανισότητας και της απληστίας στους εγκλωβισμένους απόκληρους πρόσφυγες/μετανάστες με τις νατιβιστικές τους γλώσσες, εντός των κλειστών τύπου κέντρων υποδοχής, ανάμεσα σε τείχη, μέσα στα στρατόπεδα ψυχών, εγκαταλελειμμένων.

Ζωτικής σημασίας για τους εκπαιδευτικούς είναι να επαναφέρουν στη μνήμη ότι η γλώσσα δεν είναι απλώς και μόνο ένα μέσο φόβου, βίας και εκφοβισμού, είναι επίσης ένα μέσο κριτικής, πολιτικού θάρρους, αντίστασης και στρατευμένης αυτενέργειας. Ζούμε σε μια εποχή όπου η γλώσσα της δημοκρατίας έχει λεηλατηθεί, στερείται των υποσχέσεων και των ελπίδων της. Για παράδειγμα, στο καθεστώς Donald Trump και παρόμοιων αυταρχικών όπως ο Jair Bolsonaro στη Βραζιλία και του Viktor Orbán στην Ουγγαρία, η υποβάθμιση της γλώσσας ενισχύει την παρατήρηση του Uberto Eco ότι η εκπαίδευση αποτελεί το κύριο οργανωτικό διακριτικό του φασισμού. Σύμφωνα με τον Eco, ένα από τα κεντρικά χαρακτηριστικά αυτού που αποκάλεσε «πρωτογενή φασισμό» (Ur-Fascism) ήταν η υπονόμευση της αγωγής των πολιτών μέσω των Φασιστικών σχολικών βιβλίων, τα οποία χρησιμοποιούσαν ένα φτωχό λεξιλόγιο, στοιχειώδη σύνταξη, ώστε να περιοριστούν τα μέσα και οι δυνατότητες για κριτικό συλλογισμό[6].

            Αν πρόκειται να ηττηθεί ο φασισμός, υπάρχει η αδήριτη ανάγκη ώστε η εκπαίδευση να αποτελέσει τη θεμελιώδη οργανωτική αρχή της πολιτικής και, εν μέρει, αυτό μπορεί να επιτευχθεί με φορέα τη χρήση μιας γλώσσας που υποδηλώνει, γνωστοποιεί και ξεδιπλώνει τα ψέματα, τα συστήματα καταπίεσης και τις διεφθαρμένες σχέσεις εξουσίας, ενώ παράλληλα να αποσαφηνίζεται ότι ένα εναλλακτικό μέλλον είναι εφικτό. Η Hannah Arendt είχε δίκιο όταν υποστήριζε ότι η γλώσσα είναι ζωτικής σημασίας για την ανάδειξη των συχνά κρυμμένων «αποκρυσταλλωμένων στοιχείων» που καθιστούν ενδεχόμενο τον φασισμό [7]. Η γλώσσα θεωρείται ένα ισχυρό εργαλείο για την αναζήτηση της αλήθειας και την καταδίκη του ψεύδους και της αδικίας. Επιπλέον, μέσω της γλώσσας μπορεί να θυμηθεί κανείς τόσο την ιστορική προέλευση του φασισμού όσο και να ενστερνιστεί εκείνα τα διδάγματα των κοινωνικών, πολιτικών, ιδεολογικών συνθηκών συγκρότησής του, που οδήγησαν στις τραγωδίες της γενοκτονίας πληθυσμών. Να αναγνωρίσει εντέλει ότι ο φασισμός δεν αφορά αποκλειστικά την ιστορική ερμηνεία του παρελθόντος, αλλά τη μελέτη εκείνου του ίχνους του που παραμένει λανθάνον, ακόμη και στις ισχυρότερες δημοκρατίες. Ο Paul Gilroy υποστηρίζει ορθά ότι είναι ζωτικής σημασίας στην παρούσα ιστορική στιγμή να ασχοληθούμε εκ νέου με τον φασισμό, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τον τρόπο με τον οποίο διαθλαστικά έχει μορφοποιηθεί σε εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, έτσι ώστε με τη στάση μας αυτή «να εργαστούμε προς την κατεύθυνση της απαλλαγής του όρου «φασισμός» από την τετριμμένη και ρηχή του νοηματοδότηση και της επαναφοράς του στο επίκεντρο της συζήτησης για τα ηθικά και πολιτικά όρια του τι γίνεται αποδεκτό»[8].

Ο Gilroy παρέχει έναν ακόμη λόγο για να κάνουν οι εκπαιδευτικοί το πολιτικό περισσότερο παιδαγωγικό και το παιδαγωγικό περισσότερο πολιτικό. Το τελευταίο είναι ζωτικής σημασίας προκειμένου να αναγνωρίσουμε, όπως μας υπενθυμίζει ο Freire, ότι η παιδαγωγική ορίζεται ως ένας αδιάκοπος αγώνας για τη δράση, τις ταυτότητες, τις επιθυμίες και τις αξίες, αποδεχόμενοι ταυτόχρονα τον κρίσιμο ρόλο που έχει να διαδραματίσει η παιδαγωγική στην αντιμετώπιση σημαντικών κοινωνικών θεμάτων και στην προάσπιση της δημόσιας υποχρεωτικής και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ως τομέων μιας δημοκρατικής δημόσιας σφαίρας. Σε αυτή την περίπτωση, το να μεταβάλλουμε το πολιτικό σε παιδαγωγικό υποδεικνύει μορφές γνώσης, παιδαγωγικών και κοινωνικών πρακτικών που όχι μόνο επιβεβαιώνουν την αντιπολιτευτική πολιτιστική εργασία αλλά προσφέρουν επιπλέον ευκαιρίες για την παρώθηση/ενίσχυση της συλλογικής οργής σε συνδυασμό με την άμεση μαζική δράση, ενάντια σε έναν αδίστακτο κερδοσκοπικό καπιταλισμό (casino capitalism) και την αναδυόμενη φασιστική πολιτική. Μια τέτοια κινητοποίηση πρέπει να αντιταχθεί στις κραυγαλέες υλικές ανισότητες και στην αυξανόμενη κυνική πεποίθηση ότι δημοκρατία και καπιταλισμός ορίζονται ως συνώνυμες έννοιες. Τουλάχιστον, η κριτική παιδαγωγική εισηγείται ότι η εκπαίδευση είναι μια μορφή πολιτικής παρέμβασης στον κόσμο, ικανή καθαυτή να δημιουργήσει τις δυνατότητες για τον προσωπικό-ατομικό και τον ευρύτερο κοινωνικό μετασχηματισμό.

            Η άγνοια κυβερνά σήμερα την Αμερική. Όχι η απλή, αν και κάπως αθώα άγνοια που προέρχεται από την απουσία γνώσης, αλλά μια κακόβουλη άγνοια που σφυρηλατεί την αλαζονεία της άρνησης να σκεφτείς σοβαρά για ένα θέμα, να ασχοληθείς με μια στρατευμένη, μαχόμενη γλώσσα στην αναζήτηση της δικαιοσύνης. Ο James Baldwin είχε ασφαλώς δίκιο όταν απηύθυνε την αυστηρή προειδοποίηση στο βιβλίο του No Name in the Street ότι «η άγνοια, με σύμμαχο την εξουσία, είναι ο πιο άγριος εχθρός που μπορεί να έχει η δικαιοσύνη». Η σκέψη θεωρείται πλέον πράξη βλακείας και η απερισκεψία θεωρείται αρετή. Όλα τα ίχνη της κριτικής σκέψης εμφανίζονται μόνο στο περιθώριο της κουλτούρας, καθώς η άγνοια γίνεται η πρωταρχική οργανωτική αρχή της αμερικανικής κοινωνίας. Όπως είναι γνωστό, η άγνοια του προέδρου Trump επιδεικνύεται καθημερινά. Δεν είναι μόνο ένας κατά συρροή ψεύτης, αλλά η άγνοιά του χρησιμεύει επίσης ως εργαλείο της εξουσίας για να αποτρέψει τη δημόσια λογοδοσία της. Επιπλέον, η άγνοια είναι ο εχθρός της κριτικής σκέψης, των μαχόμενων διανοουμένων και των χειραφετητικών μορφών εκπαίδευσης. Η άγνοια δεν είναι αθώα, ειδικά όταν τείνει να καταστεί κυρίαρχη στο πεδίο της κοινής λογικής, ορίζοντας τη σκέψη ως επικίνδυνη, ενώ παράλληλα επιδεικνύεται περιφρόνηση για την αλήθεια, τα επιστημονικά στοιχεία και τις ορθολογικές κρίσεις. Ωστόσο, εδώ διακυβεύονται περισσότερα από τη συγκρότηση μιας κακώς εννοούμενη μορφής αναλφαβητισμού που εξυμνείται ως κοινή λογική, και αυτό αφορά την εξομάλυνση και την κανονικοποίηση των ψευδών ειδήσεων καθώς και τη συρρίκνωση των πολιτικών οριζόντων ως προς τις εναλλακτικές επιλογές που υπάρχουν. Εντέλει, ο περιορισμός των οριζόντων της πολιτικής συνδυάζεται με την άρθρωση στο δημόσιο λόγο μηνυμάτων βαναυσότητας και μιας “ευρέως εγκεκριμένης αναλγησίας» [9].

            Οι ίδιες οι συνθήκες που επιτρέπουν στους ανθρώπους να λαμβάνουν ενημερωμένες αποφάσεις βρίσκονται υπό πολιορκία, αίρονται σταδιακά καθώς τα σχολεία υποχρηματοδοτούνται, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης γίνονται όλο και πιο συντεχνιακά, οι αντιπολιτευόμενοι δημοσιογράφοι αποπέμπονται ή δολοφονούνται ενώ η τηλεόραση των εκπομπών ρεάλιτι μετατρέπεται σε υπόδειγμα μαζικής ψυχαγωγίας. Ζούμε πλέον μια νέα εποχή βαναυσότητας, στην οποία μας λένε ότι το αποτύπωμα της δράσης μας δηλώνει ότι βρισκόμαστε σε έναν διαρκή, ατελέσφορο πόλεμο με τους άλλους, απελευθερώνοντας την πιο αδίστακτη και ανταγωνιστική πλευρά μας, εμπεδώνοντας τρόπους επιβίωσης, σε αυτό που η Naomi Klein αποκαλεί την «ανελέητη ζούγκλα του ύστερου καπιταλισμού».

            Υπό αυτές τις συνθήκες, υπάρχει μια πλήρους κλίμακας επίθεση στη στοχαστική λογική, την ενσυναίσθηση, τη συλλογική αντίσταση και τη συμπονετική φαντασία. Κατά κάποιο τρόπο, η δικτατορία της άγνοιας μοιάζει με αυτό που ο συγγραφέας John Berger ονομάζει «ηθικοκτονία» (ethicide) και ο Joshua Sperling ορίζει ως, «την άμβλυνση των αισθήσεων- την αποψίλωση της γλώσσας – τη διαγραφή της σύνδεσης με το παρελθόν, τους νεκρούς, τον τόπο, τη γη, το έδαφος – ενδεχομένως, επίσης, τη διαγραφή ακόμη και ορισμένων συναισθημάτων, είτε πρόκειται για τον οίκτο, τη συμπόνια, την παρηγοριά, το πένθος ή την ελπίδα» [10].

            Λέξεις όπως η αγάπη, η εμπιστοσύνη, η ελευθερία, η ευθύνη και η επιλογή έχουν παραμορφωθεί από μια λογική της αγοράς που περιορίζει το νόημά τους είτε σε μια σχέση με ένα εμπόρευμα είτε σε μια περιοριστική έννοια του ιδιοτελούς ατομικού συμφέροντος. Ελευθερία σημαίνει πλέον να αποσπάς τον εαυτό σου από κάθε αίσθηση κοινωνικής ευθύνης, ώστε να μπορείς να υποχωρήσεις σε τροχιές αυταρέσκειας και συμβιβασμού με όλες τις εκφάνσεις ιδιωτικοποίησης του βίου. Κάπως έτσι γίνεται. Η νέα μορφή αναλφαβητισμού δεν αποτελεί απλώς απουσία μάθησης, ιδεών ή γνώσης, ούτε μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά σε αυτό που έχει ονομαστεί «κοινωνία των έξυπνων κινητών (smartphones)»[11]. Αντιθέτως, πρόκειται για μια σκόπιμη πρακτική, ένας υφιστάμενος στόχος που χρησιμοποιείται για να αποπολιτικοποιήσει δραστικά τους ανθρώπους καθιστώντας τους συμμέτοχους στις δυνάμεις που επιβάλλουν τη δυστυχία και τον πόνο στη ζωή τους.

            Δεδομένης της σημερινής κρίσης της πολιτικής, της δράσης, της ιστορίας και της μνήμης, οι εκπαιδευτικοί χρειάζονται μια νέα πολιτική και παιδαγωγική γλώσσα για να ανταπεξέλθουν στα κοινωνικοπολιτικά συμφραζόμενα, να αντιμάχονται κρίσιμα ζητήματα που αφορούν έναν κόσμο τον οποίο το κεφάλαιο υποτάσσει αντλώντας ισχύ από μια άνευ προηγουμένου σύγκλιση πόρων -χρηματοοικονομικών, πολιτιστικών, πολιτικών, οικονομικών, επιστημονικών, στρατιωτικών και τεχνολογικών- για να ασκήσει ισχυρές και ποικίλες μορφές ελέγχου. Εάν οι εκπαιδευτικοί και οι υπόλοιποι αλληλέγγυοι, πρόκειται να ξεπεράσουν την αυξανόμενη ικανότητα του παγκόσμιου καπιταλισμού να διαχωρίζει την παραδοσιακή σφαίρα της πολιτικής από την υπερεθνική πλέον εμβέλεια της εξουσίας, τότε είναι ζωτικής σημασίας να αναπτυχθούν εκπαιδευτικές προσεγγίσεις που θα απορρίπτουν την κατάρρευση της διάκρισης μεταξύ ελευθεριών της αγοράς και πολιτικών ελευθεριών, μεταξύ της οικονομίας της αγοράς και της κοινωνίας της αγοράς. Η αντίσταση δεν ξεκινά με τη μεταρρύθμιση του καπιταλισμού αλλά με την κατάργησή του. Σε αυτή την περίπτωση, η κριτική παιδαγωγική αποτελεί μια πολιτική και ηθική πράξη, στον αγώνα για την αναβίωση του πολιτικού εγγραμματισμού, της πολιτικής κουλτούρας και της ιδέας της συλλογικής/κοινής (shared) πολιτειότητας. Η πολιτική φαίνεται να εκτοπίζει τις απελευθερωτικές/χειραφετητικές της δυνατότητες όσο δεν μπορεί να προσφέρει εκείνες τις μορφωτικές και εκπαιδευτικές συνθήκες που θα επιτρέψουν στους νεότερους να σκέφτονται ενάντια στο ρεύμα, να συνειδητοποιούν τους εαυτούς τους ως ενημερωμένους, κριτικούς, μαχόμενους, αγωνιστές πολίτες. Δεν υπάρχει ριζοσπαστική πολιτική χωρίς μια παιδαγωγική ικανή να αφυπνίσει τη συνείδηση, να αμφισβητήσει την κοινή λογική και να δημιουργήσει τρόπους ανάλυσης στους οποίους οι άνθρωποι ανακαλύπτουν μια στιγμή αναγνώρισης που τους επιτρέπει να επανεξετάσουν τις συνθήκες που διαμορφώνουν τη ζωή τους. Αυτή είναι η στιγμή της ελπίδας κατά την οποία, όπως επισημαίνει η Ruth Levitas, η αίσθηση ότι «κάτι λείπει, επιβεβαιώνεται διαρκώς κάθε φορά που διερευνούμε την πιθανότητα που θα μπορούσαν όλα να είναι διαφορετικά ή όποτε αναρωτιόμαστε πώς η αδιάλειπτη αίσθηση της απώλειας θα μπορούσε να [μετριαστεί]» [12].

            Κατά κανόνα, οι εκπαιδευτικοί πρέπει να κάνουν πολλά περισσότερα από το να επινοούν τις προϋποθέσεις για την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και τη διατήρηση της αίσθησης της ελπίδας για τους/τις μαθητές/μαθήτριές τους. Χρειάζεται, επιπρόσθετα, να αναλάβουν υπεύθυνα τον ρόλο τους ως «δημόσιοι παιδαγωγοί» στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο και να είναι πρόθυμοι/ες να μοιραστούν τις ιδέες τους με άλλους/άλλες εκπαιδευτικούς και το ευρύτερο κοινό, κάνοντας χρήση των νέων τεχνολογιών των μέσων ενημέρωσης.

            Η επαφή και η επικοινωνία με το δημόσιο ακροατήριο αφορά τη διαχείριση ευκαιριών για συγγραφή, δημόσιες ομιλίες και συνεντεύξεις στα μέσα μαζικής ενημέρωσης που προσφέρονται από το ραδιόφωνο, το Διαδίκτυο, τα εναλλακτικά περιοδικά και τη διδασκαλία νέων και ενηλίκων σε εναλλακτικά σχολεία, για να αναφέρουμε μόνο μερικά από αυτά. Αξιοποιώντας τον ρόλο τους ως δημόσιοι διανοούμενοι, οι διδάσκοντες μπορούν να απευθύνονται σε γενικότερα ακροατήρια σε μια γλώσσα που είναι σαφής, προσιτή και αυστηρή. Το πιο σημαντικό είναι ότι, καθώς οι εκπαιδευτικοί οργανώνονται για να αναδείξουν τόσο τη σπουδαιότητα του ρόλου τους ως πολίτες-εκπαιδευτές όσο και την πρωτοκαθεδρία του ρόλου της εκπαίδευσης σε μια δημοκρατία, μπορούν να σφυρηλατήσουν νέες συμμαχίες και συνδέσεις για την ανάπτυξη κοινωνικών κινημάτων που περιλαμβάνουν και επεκτείνονται πέρα από τη συνεργασία με τα συνδικάτα.

            Η εκπαίδευση συνιστά πεδίο εξουσίας στον σύγχρονο κόσμο. Εάν οι εκπαιδευτικοί ανησυχούν πραγματικά για τη διασφάλιση της εκπαίδευσης, θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τον τρόπο λειτουργίας της παιδαγωγικής σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο. Η κριτική παιδαγωγική μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο τόσο στην κατανόηση όσο και στην αμφισβήτηση του τρόπου με τον οποίο η ισχύς, η γνώση και οι αξίες προάγονται, επιβεβαιώνονται, εξελίσσονται εντός και εκτός της πειθαρχίας του Λόγου ή/και των πολιτισμικά προσδιορισμένων σημαινόμενων. Σε τοπικό επίπεδο, η κριτική παιδαγωγική γίνεται ένα σημαντικό θεωρητικό σύνεργο για την κατανόηση των θεσμικών συνθηκών που θέτουν περιορισμούς στην παραγωγή γνώσης, στις διεργασίες της μάθησης, στην ακαδημαϊκή εργασία, στις κοινωνικές σχέσεις και στην ίδια την ιδέα της δημοκρατίας. Η κριτική παιδαγωγική παρακινεί και ενθαρρύνει την ανοικτή συμμετοχή σε έναν διάλογο που αντιτίθεται στην οικοδόμηση κοινωνικών ιεραρχιών, ταυτοτήτων και ιδεολογιών που διαπερνούν τοπικά και εθνικά σύνορα. Επιπλέον, η παιδαγωγική ως φορέας δημιουργίας και πολλαπλασιαστής κριτικού αναστοχασμού παρέχει τη δυνατότητα στους/στις μαθητές/μαθήτριες να συνδέσουν την κατανόηση με τη δέσμευση και την προοπτική του κοινωνικού μετασχηματισμού αναζητώντας τη μέγιστη δυνατή δικαιοσύνη.

            Αυτό υποδηλώνει ότι μία από τις σοβαρότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι εκπαιδευτικοί, οι καλλιτέχνες, οι δημοσιογράφοι, οι συγγραφείς και όλοι οι άλλοι εργαζόμενοι στον πολιτισμό είναι το έργο της ανάπτυξης Λόγου αλλά και παιδαγωγικών πρακτικών που να συνδέουν μια κριτική ανάγνωση τόσο των λέξεων στα κείμενα όσο και των κοινωνικών σχέσεων του κόσμου με τρόπους που θα υποκινούν και θα ενισχύουν τις δημιουργικές ικανότητες των νέων. Παρέχοντας και δρομολογώντας τις προϋποθέσεις ώστε για να γίνουν και οι ίδιοι/ίδιες κριτικοί συντελεστές της συμμετοχή τους στη δημόσια σφαίρα. Αναλαμβάνοντας αυτό το έργο, οι εκπαιδευτικοί και οι αλληλέγγυοι θα πρέπει να αποπειρώνται να επινοήσουν και να συνθέσουν τις συνθήκες εκείνες που θα δώσουν στους/στις μαθητές/μαθήτριες την ευκαιρία να αποκτήσουν τη γνώση, τις αξίες και το πολιτικό θάρρος που θα τους/τις επιτρέπει να αγωνιστούν προκειμένου να καταστήσουν την ερήμωση, τον αναχωρητισμό και τον κυνισμό μη πειστικές πρακτικές, υποδαυλίζοντας την ελπίδα ως εφικτή, υλοποιήσιμη επαγγελία. Η ελπίδα σε αυτή την περίπτωση νοείται ως το απαύγασμα της μορφωτικής διαδικασίας, το απόσταγμα συνειδητών παιδευτικών διεργασιών, απομακρυσμένη από τη φαντασίωση ενός ιδεαλισμού που αγνοεί τους περιορισμούς που αντιμετωπίζει ο αγώνας για μια ριζοσπαστική δημοκρατική κοινωνία. Η εκδοχή της ελπίδας, ως καρπός μιας συστηματικής σειράς ενεργειών απόκτησης μόρφωσης, η «ελπίδα που βασίζεται στη μόρφωση» (educated hope) δεν προσχεδιάζεται σαν ένα κάλεσμα με πρόθεση να παραβλέψουμε τις δύσκολες συνθήκες που εγείρονται τόσο στα σχολεία όσο και στην ευρύτερη κοινωνική δομή. Η «ελπίδα που βασίζεται στη μόρφωση» δεν παραπέμπει σε ένα σχέδιο, απόμακρο και απομονωμένο από τις τρέχουσες κοινωνικές συνθήκες και τους κοινωνικούς αγώνες. Αντιθέτως, σχετίζεται, συνίσταται ως εκείνη η προϋπόθεση για να μην φανταστούμε ένα μέλλον που θα ισοδυναμεί με το παρόν, ώστε να μη βιώσουμε ένα μέλλον που θα αναπαράγει τους εφιάλτες του παρόντος. Η «ελπίδα που βασίζεται στη μόρφωση», η «μορφωμένη/καλλιεργημένη ελπίδα» παρέχει τη βάση, το στήριγμα για την αξιοπρεπή εργασία των εκπαιδευτικών – προσφέρει εκείνη την κριτική και κρίσιμη γνώση που σχετίζεται με τη δημοκρατική κοινωνική αλλαγή, επιβεβαιώνει κοινές ευθύνες και ενθαρρύνει εκπαιδευτικούς και μαθητές να αναγνωρίσουν την αμφιθυμία, την αβεβαιότητα και την αντίφαση ως θεμελιώδεις διαστάσεις της μάθησης. Μια τέτοια ελπίδα προσφέρει τη δυνατότητα να σκεφτόμαστε πέρα από το δεδομένο. Όσο δύσκολο κι αν φαίνεται αυτό το έργο στους εκπαιδευτικούς, αν όχι στο ευρύτερο κοινό, πρόκειται για έναν αγώνα που αξίζει να διεξαχθεί.

            Σε μια εποχή ληστρικού καπιταλισμού και της αναδυόμενης φασιστικής πολιτικής, οι εκπαιδευτικοί, οι μαθητές και οι ενδιαφερόμενοι πολίτες αντιμετωπίζουν την πρόκληση να παρέχουν μια γλώσσα που αγκαλιάζει έναν «μαχητικό ουτοπισμό», ενώ ταυτόχρονα χρειάζεται να είμαστε διαρκώς προσεκτικοί απέναντι στις δυνάμεις εκείνες που προσπαθούν να μετατρέψουν αυτή την ελπίδα σε ένα νέο σύνθημα ή να τιμωρήσουν και να απορρίψουν όσους/όσες τολμούν να κοιτάξουν πέρα από τον ορίζοντα του συμβατικού και του τετριμμένου. Ο φασισμός υποθάλπει τον κυνισμό, εχθρεύεται την μαχητική και κοινωνική ελπίδα. Η ελπίδα, για την ακρίβεια, αν μετριάζεται και αμβλύνεται από την πολύπλοκη πραγματικότητα των καιρών, θεωρείται την ίδια στιγμή, ως έργο και προϋπόθεση για την παροχή μιας αίσθησης συλλογικής δράσης, αντίστασης, πολιτικής φαντασίας και δεσμευμένης συμμετοχής. Χωρίς ελπίδα, ακόμη και στους πιο δύσκολους καιρούς, δεν υπάρχει δυνατότητα αντίστασης, διαφωνίας και αγώνα. Η δράση είναι η προϋπόθεση του αγώνα και η ελπίδα είναι η προϋπόθεση της δράσης. Η ελπίδα διευρύνει το πεδίο του εφικτού/δυνατού και γίνεται ένας τρόπος αναγνώρισης και κατονομασίας της ατελούς φύσης του παρόντος.

            Η ελπίδα καθορίζεται ως το συναισθηματικό προαπαιτούμενο και το πνευματικό κριτήριο για τον ατομικό και κοινωνικό αγώνα. Η ελπίδα, όχι η απελπισία, θεωρείται ο απαρέγκλιτος όρος που ενθαρρύνει την κριτική εκ μέρους των διανοουμένων εντός και εκτός τη ακαδημαϊκής κοινότητας, οι οποίοι/οποίες υιοθετούν τα εφόδια της θεωρίας για να αντιμετωπίσουν άμεσα και αυστηρά τα κοινωνικά προβλήματα. Στην ελπίδα ριζώνει το πολιτικό θάρρος που μεταφράζει την κριτική σε πολιτική δράση. Η ελπίδα ως επιθυμία για ένα μέλλον που προσφέρει περισσότερα από το παρόν, γίνεται πιο έντονη όταν η ζωή οποιουδήποτε δεν μπορεί πλέον να θεωρείται δεδομένη, προαποφασισμένη. Μόνο αν διαφυλάξουμε, τόσο την κριτική όσο και την ελπίδα σε ανάλογο πλαίσιο, η αντίσταση θα καταστήσει με σαφήνεια και ακρίβεια τη δυνατότητα μετασχηματισμού της πολιτικής σε ηθικό εγχείρημα και σε δημόσια πράξη. Η οικοδόμηση ενός καλύτερου μέλλοντος από αυτό που περιμένουμε τώρα να ξεδιπλωθεί, δεν θα απαιτήσει τίποτα λιγότερο από την αντιμετώπιση της ακολουθίας της καθημερινής εμπειρίας και του βάρους της κοινωνικής δυστυχίας με τη δύναμη της ατομικής και της συλλογικής αντίστασης καθώς και της εμπλοκής σε τούτη την προσπάθεια του ατελεύτητου σχεδίου του δημοκρατικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Ταυτόχρονα, προκειμένου η αντίσταση να αναλάβει τις προκλήσεις που θέτει η άνοδος μιας φασιστικής πολιτικής, θα πρέπει να αναπτύξει μια αφύπνιση της επιθυμίας. Αυτή η μορφή «μορφωμένης/καλλιεργημένης-εκπαιδευμένης επιθυμίας» (educated desire) εδράζεται στο όνειρο μιας συλλογικής συνείδησης και φαντασίας που τροφοδοτείται από τον αγώνα για νέες μορφές κοινοτήτων που θα επιβεβαιώνουν την αξία της κοινωνικής, οικονομικής ισότητας, του κοινωνικού συμβολαίου, των δημοκρατικών αξιών και των κοινωνικών σχέσεων (της κοινωνικής αλληλεπίδρασης).

            O σημερινός αγώνας ενάντια σε έναν εκκολαπτόμενο φασισμό, σε όλο τον πλανήτη, δεν είναι μόνο ένας αγώνας για τις οικονομικές δομές ή το μεγαλοπρεπές ανάστημα της εταιρικής εξουσίας. Είναι επίσης ένας αγώνας για τα οράματα, τις ιδέες, τη συνείδηση και τη δύναμη να αλλάξει η ίδια η κουλτούρα. Είναι, επίσης, όπως επισημαίνει η Arendt, ένας αγώνας ενάντια «σε έναν ευρέως διαδεδομένο φόβο της απόφανσης/κρίσης (judgement)»[13]. Χωρίς την ικανότητα να κρίνουμε, καθίσταται αδύνατο να ανακτήσουμε λέξεις που έχουν νόημα, να φανταστούμε ένα μέλλον που δεν θα μιμείται τους σκοτεινούς καιρούς στους οποίους ζούμε και να δημιουργήσουμε μια γλώσσα που θα αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε για τον εαυτό μας και τη σχέση μας με τους άλλους. Οποιοσδήποτε αγώνας για ένα ριζοσπαστικό δημοκρατικό σοσιαλιστικό πρόταγμα δεν θα πραγματοποιηθεί αν «τα διδάγματα από το σκοτεινό παρελθόν μας [δεν] μπορούν να ληφθούν και να μετατραπούν σε εποικοδομητικές αποφάσεις» και λύσεις για τον αγώνα και τη δημιουργία μιας μετακαπιταλιστικής κοινωνίας[14].

            Τελικά, δεν υπάρχει δημοκρατία χωρίς ενημερωμένους πολίτες, δεν υπάρχει δικαιοσύνη χωρίς μια γλώσσα που να ασκεί κριτική στην αδικία. Η δημοκρατία αρχίζει να αποτυγχάνει και η πολιτική ζωή να φτωχαίνει ελλείψει εκείνων των ζωτικών δημόσιων τομέων, όπως η δημόσια υποχρεωτική και τριτοβάθμια εκπαίδευση, στους οποίους οι αξίες των πολιτών, η δημόσια επιστήμη και η κοινωνική δέσμευση επιτρέπουν μια πιο ευφάνταστη κατανόηση ενός μέλλοντος που λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις απαιτήσεις της δικαιοσύνης, της ισότητας και του θάρρους των πολιτών.

Η δημοκρατία ενδείκνυται να είναι ένας τρόπος σκέψης για την εκπαίδευση, ο οποίος ευδοκιμεί στη σύνδεση της παιδαγωγικής με την πρακτική της ελευθερίας, της μάθησης με την ηθική και της δράσης με τις επιταγές της κοινωνικής ευθύνης και του δημόσιου συμφέροντος[15]. Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός αφαιρεί την ελπίδα των ουτοπικών δυνατοτήτων του και αναπτύσσεται στην ιδέα ότι ζούμε σε μια εποχή ακυρωμένης ελπίδας, ακμάζει στην πεποίθηση ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να σκεφτούμε διαφορετικά θα οδηγήσει σε έναν εφιάλτη. Ωστόσο, το γεγονός παραμένει ότι χωρίς ελπίδα δεν υπάρχουν δρώντα υποκείμενα και χωρίς συλλογικούς αυτουργούς δεν υπάρχει ελπίδα αντίστασης και εναντίωσης. Στην εποχή του φασισμού που ξεπροβάλλει υπόρρητα, δεν αρκεί να συνδέσουμε την εκπαίδευση με την υπεράσπιση της λογικής, της ενημερωμένης κρίσης και της κριτικής δυνατότητας για μαχητική δράση. Χρειάζεται, συνακόλουθα, η εκπαίδευση να ευθυγραμμιστεί με τη δύναμη και τη δυναμική της συλλογικής αντίστασης. Ζούμε σε επικίνδυνους καιρούς. Κατά συνέπεια, προκύπτει η επείγουσα ανάγκη να ενωθούν περισσότερα άτομα, θεσμικά όργανα και κοινωνικά κινήματα με το φρόνημα ότι τα σημερινά καθεστώτα τυραννίας μπορούν να εκπέσουν, να καταρρεύσουν, να ανατραπούν. Με την εμπιστοσύνη στη θέση ότι είναι επιτεύξιμες και προσιτές οι εναλλακτικές μελλοντικές προοπτικές και ότι η δράση που εμπίπτει σε αυτές τις στέρεες απόψεις και αξίες, μέσω της συλλογικής αντίστασης, οι ριζοσπαστικές αλλαγές μπορούν να υλοποιηθούν.

Βιβλιογραφικές αναφορές:

  1. Peter Thompson, «The Frankfurt School, Part 5: Walter Benjamin, Fascism and the Future», The Guardian (Απρίλιος 21, 2013).
  2. Βλέπε, ιδιαίτερα, Stuart Hall, Chapter 1: «The Neoliberal Revolution», The Neoliberal Crisis, επιμ. Jonathan Rutherford & Sally Davison, (London: Lawrence Wishart, 2012). David Harvey: A Brief History of Neoliberalism (New York: Oxford University Press, 2005). Sheldon S. Wolin, Democracy Incorporated: Managed Democracy and the Specter of Inverted Totalitarianism, (Princeton University Press, 2008). Wendy Brown, Undoing the Demos: Neoliberalism’s Stealth Revolution, (New York: Zone Books, 2015). Virginia Eubanks, Automating Inequality (St. Martin’s Press, 2017); George Monbiot, Out of the Wreckage (Verso Press, 2017). Henry A. Giroux, American Nightmare: Facing the Challenge of Fascism (City Lights 2018).
  3. Charles Derber, Welcome to the Revolution: Universalizing Resistance for Social Justice and Democracy in Perilous Times, New York: Routledge, 2017, Heinrich Geiselberger (επιμ.), The Great Regression, London: Polity, 2017.
  4. Βλέπε, γιαπαράδειγμα, Jane Mayer, «The Making of the Fox News White House», The New Yorker (4 Μαρτίου 2019).
  5. Jon Nixon, «Hannah Arendt: Thinking Versus Evil», Times Higher Education, (26 Φεβρουαρίου 2015).
  6. Umberto Eco, «Ur-Fascism», The New York Review of Books (22 Ιουνίου 1995).
  7. Hannah Arendt, Origins of Totalitarianism, New York: Harcourt Trade Publishers, Νέα έκδοση, 2001.
  8. Paul Gilroy, Against Race: Imagining Political Culture beyond the Color Line, Κεφάλαιο 4 – «Hitler in Khakis: Icons, Propaganda, and Aesthetic Politics», σσ. 144-145, 146 (Cambridge: The Belknap Press of Harvard University Press, 2000).
  9. Pankaj Mishra, «A Gandhian Stand Against the Culture of Cruelty», The New York Review of Books (22 Μαΐου 2018).
  10. Joshua Sperling, όπως αναφέρεται στο Lisa Appignanesi, «Berger’s Ways of Being», The New York Review of Books (9 Μαΐου 2019).
  11. Nicole Aschoff, “The Smartphone Society”, Jacobin, Issue 17, Άνοιξη
  12. Ruth Levitas, «Introduction: The Elusive Idea of Utopia», History of the Human Sciences 16:1 (2003), p. 4.
  13. Hannah Arendt, “Personal responsibility under dictatorship”, στο Jerome Kohn (επιμ.), Responsibility and Judgement, New York: Schocken Books, 2003.
  14. Nicola Bertoldi, «Are we living through a new Weimar era?: Constructive resolutions for our future», Open Democracy (3 Ιανουαρίου 2018).
  15. Henry A. Giroux, The Terror of the Unforeseen, Los Angeles: Review of Books, 2019.

*Henry A. Giroux, «Fascist Culture, Critical Pedagogy, and Resistance in Dark Times»Counter Punch, October 22, 2020.

https://www.counterpunch.org/2020/10/22/fascist-culture-critical-pedagogy-and-resistance-in-dark-times/

Ευχαριστούμε τον συγγραφέα για την παραχώρηση του άρθρου του προς δημοσίευση.

Πηγή:https://selidodeiktis.edu.gr/2021/05/08/%ce%b7-%ce%ba%ce%bf%cf%85%ce%bb%cf%84%ce%bf%cf%8d%cf%81%ce%b1-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%86%ce%b1%cf%83%ce%b9%cf%83%ce%bc%ce%bf%cf%8d-%ce%b7-%ce%ba%cf%81%ce%b9%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae-%cf%80%ce%b1%ce%b9/?fbclid=IwAR1GSGo80CNCXojwLAbfRusp_-l0rUfK93qdSvlqXKszjIV0M8MGIk-6F_A