Η αραχνόσκουπα
Τα πάντα γυάλιζαν στο σπίτι της. Και όταν λέμε τα πάντα, το εννοούμε.
Μανία είχε με την καθαριότητα. Και κρυφό καμάρι επίσης. Δηλαδή, όχι ακριβώς κρυφό,
όλος ο κόσμος το `ξερε. Σηκωνόταν από τ` άγρια χαράματα και άρχιζε, από τις αυλές πρώτα.
Με ένα μαντήλι στο κεφάλι-διέθετε αρκετά για να φοράει κάθε μέρα κι άλλο, καθαρό, έπαιρνε
την σκούπα και δεν άφηνε ούτε ίχνος χαλικιού, σκουπιδιού ή ό, τι άλλο είχε παρασύρει ο
αέρας τη νύχτα στην αυλή. Με μια ταχύτητα εκπληκτική.
Ρολόι δεν φορούσε ποτέ, ούτε και το χρειαζόταν, άλλωστε. Ανά πάσα στιγμή διέκρινε τι ώρα
ήταν, με ήλιο ή με συννεφιά, με βροχή ή με χιόνι. Kαι όλα προγραμματισμένα. Το εσωτερικό της
ρολόι αλάθητο!
Τέλειωνε με τις αυλές. Eβγαζε το "αυλικό " μαντήλι, άλλο, κάτασπρο κάλυπτε το μαλλιά
για την προετοιμασία του φαγητού. Σε καθορισμένο, σωστά προϋπολογισμένο χρόνο, τέλειωνε και
με τη μαγειρική. Κατάλογο για όλη τη βδομάδα είχε καταχωρήσει στο μυαλό της. Γιατί γράμματα
βέβαια η κυρά-Ρίγκω δεν ήξερε. Kατάστιχα ολόκληρα αποθήκευε ωστόσο στην κούτρα της.
Σειρά είχε τώρα η καθημερινή λάτρα του σπιτιού. Σκούπισμα, ξεσκόνισμα, σφουγγάρισμα,
- για να ρίξουμε και μια ματιά στον ουρανό, πέρασε η ώρα, πλησιάζει μεσημέρι, θα έρθουν τα
παιδιά απ` το σχολειό. Αργότερα ο κύρης απ` τη δουλειά. Όλα πρέπει να `ναι στη θέση τους,
το τραπέζι στρωμένο και η ίδια καθαρή και καλοβαλμένη.
Παπούτσια μέσα στο σπίτι, ούτε να το διανοηθούν τα μέλη της οικογένειας. Ειδικό ράφι είχε
παραγγείλει, εκεί εναπόθεταν όλοι τα "πατούμενα". Εκεί τους περίμεναν και οι παντόφλες.
Αλίμονο αν κάποιο από τα παιδιά ξεχνιόταν και δεν ακολουθούσε τον κανονισμό! Φωνές δεν έβαζε
ποτέ η μάνα, απλά του έδινε το ξεσκονόπανο, και, πεινούσε δεν πεινούσε, πρώτα έπρεπε να
καθαρίσει τα ίχνη της επιδρομής!
Με τον άντρα τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Πρόσεχε, είναι η αλήθεια, πολύ εκείνος.
Αλλά αν κάποια φορά πάνω στην αφηρημάδα ή τις έγνοιες του έμπαινε χωρίς να βγάλει τα
παπούτσια, έτρεχε εκείνη αλαφιασμένη να εξαφανίσει και το παραμικρό δείγμα της σκόνης.
Τέλος πάντων, το είχαν πάρει απόφαση όλοι, έτσι θα κυλούσε η ζωή τους,
παντόφλα- παπούτσι και τανάπαλιν!
Το πρόβλημα ήταν με τους σπάνιους μεν, καλοδεχούμενους δε επισκέπτες, ιδίως τους
απρόσκλητους. Δεν ξεκολλούσε το βλέμμα της από τα πόδια τους. Αμηχανία πολλές φορές
για εκείνους, αν τύχαινε να ακολουθήσουν την οπτική της διαδρομή... Για όσους φυσικά
δεν ήξεραν ποια ήταν η κυρά- Ρίγκω. Γιατί άραγε τους κοίταζε με τόση αγωνία, με τόση ανησυχία;
Οι γνωστοί συμμορφώνονταν έτσι κι αλλιώς με την ιδιοτροπία της...
Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο και η μανία της με την καθαριότητα μεγάλωνε. Η ζωή στο σπίτι
άρχισε να γίνεται αφόρητη για τα παιδιά. Ειδικά όταν αυτά έφτασαν στην εφηβεία, και δεν
τολμούσαν να καλέσουν φίλους. Για να μην αναφέρουμε και το δούλεμα που έτρωγαν καθημερινά
στη γειτονιά. Μεγάλωνε σιγά-σιγά και η γκρίνια. Του κάκου προσπαθούσε ο άντρας της να την συνετίσει:
- "Παράβλεψε την σκόνη, άσε και καμιά σταγόνα νερού στο νιπτήρα, κανένα ψίχουλο στο τραπέζι"...
Ο άντρας της κυρά- Ρίγκως όμως, έτρεμε πολύ περισσότερο, κάθε φορά που πλησίαζαν οι γιορτές
του Πάσχα. Το σπίτι τους ήταν κτισμένο σε ένα πρανές του παρακείμενου λόφου. Η είσοδος στην επάνω μεριά,
δεν σου άφηνε περιθώρια να αντιληφθείς το χάος που αντίκριζες, μόλις έβγαινες στο μπαλκόνι
από την κάτω πλευρά του σπιτιού. Γεμάτη βράχια απόκρημνα η περιοχή! Μεγαλείο και δέος σε καταλάμβανε,
και κάτω, στο βάθος, όλη η γειτονιά, γεμάτη σπιτάκια το ένα δίπλα στο άλλο, με τις όμορφες αυλές και
τα ομαλά δρομάκια. Η γυναίκα του σκαρφάλωνε τις μέρες εκείνες στα ψηλά για να καθαρίσει τον παραμικρό
ιστό αράχνης, που τύχαινε να ξεπροβάλει πάνω στο γείσο του μπαλκονιού. Από νουθεσίες δεν
χαμπάριζε εκείνη. -Πρόσεχε, έλεγε και ξανάλεγε αυτός, -άσε και καμιά αράχνη να ζήσει, δεν χάθηκε ο κόσμος!..
Πρόσεχε η κυρά- Ρίγκω, στο ένα χέρι την αραχνόσκουπα, στο άλλο το σφουγγαρόπανο, ίχνος
δεν έπρεπε να μείνει από ιστούς...
...Όταν όλα άρχισαν να γυρίζουν στο ύψος εκείνο, προσπάθησε από την αραχνόσκουπα να πιαστεί.
Εκείνη πρώτα έκανε το μεγάλο άλμα στο κενό. Από πίσω η κυρά -Ρίγκω, λες και βιαζόταν να τελειώσει
στην ώρα της με το μπαλκόνι. Να ετοιμάσει ήθελε και το μεσημεριανό φαγητό!... Ούτε κατάλαβε πότε
βρέθηκε πάνω στα φύλλα της κουφοξυλιάς!...
Από την κουφοξυλιά έτρεξαν και την κατέβασαν οι γείτονες, που την είδαν να πετάει στον αέρα μαζί
με την αραχνόσκουπα. Και να φανταστείς, ότι είχε τόσον καιρό που γκρίνιαζε στον άντρα της :
- Να το κόψουμε το βρωμόδεντρο. Όλες οι αράχνες από κει έρχονται επάνω στο μπαλκόνι!
Η κουφοξυλιά δεν κόπηκε, άφησε και τις αράχνες να υφαίνουν τους ιστούς τους στα ψηλώματα.
Η αραχνόσκουπα, κάτω στα ομαλά δρομάκια προσγειώθηκε, τη βρήκαν τα γειτονόπουλα
και τρόπαιο τόλμης και παλικαριάς την έκαναν!
Τα πάντα γυάλιζαν στο σπίτι της. Και όταν λέμε τα πάντα, το εννοούμε.
Μανία είχε με την καθαριότητα. Και κρυφό καμάρι επίσης. Δηλαδή, όχι ακριβώς κρυφό,
όλος ο κόσμος το `ξερε. Σηκωνόταν από τ` άγρια χαράματα και άρχιζε, από τις αυλές πρώτα.
Με ένα μαντήλι στο κεφάλι-διέθετε αρκετά για να φοράει κάθε μέρα κι άλλο, καθαρό, έπαιρνε
την σκούπα και δεν άφηνε ούτε ίχνος χαλικιού, σκουπιδιού ή ό, τι άλλο είχε παρασύρει ο
αέρας τη νύχτα στην αυλή. Με μια ταχύτητα εκπληκτική.
Ρολόι δεν φορούσε ποτέ, ούτε και το χρειαζόταν, άλλωστε. Ανά πάσα στιγμή διέκρινε τι ώρα
ήταν, με ήλιο ή με συννεφιά, με βροχή ή με χιόνι. Kαι όλα προγραμματισμένα. Το εσωτερικό της
ρολόι αλάθητο!
Τέλειωνε με τις αυλές. Eβγαζε το "αυλικό " μαντήλι, άλλο, κάτασπρο κάλυπτε το μαλλιά
για την προετοιμασία του φαγητού. Σε καθορισμένο, σωστά προϋπολογισμένο χρόνο, τέλειωνε και
με τη μαγειρική. Κατάλογο για όλη τη βδομάδα είχε καταχωρήσει στο μυαλό της. Γιατί γράμματα
βέβαια η κυρά-Ρίγκω δεν ήξερε. Kατάστιχα ολόκληρα αποθήκευε ωστόσο στην κούτρα της.
Σειρά είχε τώρα η καθημερινή λάτρα του σπιτιού. Σκούπισμα, ξεσκόνισμα, σφουγγάρισμα,
- για να ρίξουμε και μια ματιά στον ουρανό, πέρασε η ώρα, πλησιάζει μεσημέρι, θα έρθουν τα
παιδιά απ` το σχολειό. Αργότερα ο κύρης απ` τη δουλειά. Όλα πρέπει να `ναι στη θέση τους,
το τραπέζι στρωμένο και η ίδια καθαρή και καλοβαλμένη.
Παπούτσια μέσα στο σπίτι, ούτε να το διανοηθούν τα μέλη της οικογένειας. Ειδικό ράφι είχε
παραγγείλει, εκεί εναπόθεταν όλοι τα "πατούμενα". Εκεί τους περίμεναν και οι παντόφλες.
Αλίμονο αν κάποιο από τα παιδιά ξεχνιόταν και δεν ακολουθούσε τον κανονισμό! Φωνές δεν έβαζε
ποτέ η μάνα, απλά του έδινε το ξεσκονόπανο, και, πεινούσε δεν πεινούσε, πρώτα έπρεπε να
καθαρίσει τα ίχνη της επιδρομής!
Με τον άντρα τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Πρόσεχε, είναι η αλήθεια, πολύ εκείνος.
Αλλά αν κάποια φορά πάνω στην αφηρημάδα ή τις έγνοιες του έμπαινε χωρίς να βγάλει τα
παπούτσια, έτρεχε εκείνη αλαφιασμένη να εξαφανίσει και το παραμικρό δείγμα της σκόνης.
Τέλος πάντων, το είχαν πάρει απόφαση όλοι, έτσι θα κυλούσε η ζωή τους,
παντόφλα- παπούτσι και τανάπαλιν!
Το πρόβλημα ήταν με τους σπάνιους μεν, καλοδεχούμενους δε επισκέπτες, ιδίως τους
απρόσκλητους. Δεν ξεκολλούσε το βλέμμα της από τα πόδια τους. Αμηχανία πολλές φορές
για εκείνους, αν τύχαινε να ακολουθήσουν την οπτική της διαδρομή... Για όσους φυσικά
δεν ήξεραν ποια ήταν η κυρά- Ρίγκω. Γιατί άραγε τους κοίταζε με τόση αγωνία, με τόση ανησυχία;
Οι γνωστοί συμμορφώνονταν έτσι κι αλλιώς με την ιδιοτροπία της...
Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο και η μανία της με την καθαριότητα μεγάλωνε. Η ζωή στο σπίτι
άρχισε να γίνεται αφόρητη για τα παιδιά. Ειδικά όταν αυτά έφτασαν στην εφηβεία, και δεν
τολμούσαν να καλέσουν φίλους. Για να μην αναφέρουμε και το δούλεμα που έτρωγαν καθημερινά
στη γειτονιά. Μεγάλωνε σιγά-σιγά και η γκρίνια. Του κάκου προσπαθούσε ο άντρας της να την συνετίσει:
- "Παράβλεψε την σκόνη, άσε και καμιά σταγόνα νερού στο νιπτήρα, κανένα ψίχουλο στο τραπέζι"...
Ο άντρας της κυρά- Ρίγκως όμως, έτρεμε πολύ περισσότερο, κάθε φορά που πλησίαζαν οι γιορτές
του Πάσχα. Το σπίτι τους ήταν κτισμένο σε ένα πρανές του παρακείμενου λόφου. Η είσοδος στην επάνω μεριά,
δεν σου άφηνε περιθώρια να αντιληφθείς το χάος που αντίκριζες, μόλις έβγαινες στο μπαλκόνι
από την κάτω πλευρά του σπιτιού. Γεμάτη βράχια απόκρημνα η περιοχή! Μεγαλείο και δέος σε καταλάμβανε,
και κάτω, στο βάθος, όλη η γειτονιά, γεμάτη σπιτάκια το ένα δίπλα στο άλλο, με τις όμορφες αυλές και
τα ομαλά δρομάκια. Η γυναίκα του σκαρφάλωνε τις μέρες εκείνες στα ψηλά για να καθαρίσει τον παραμικρό
ιστό αράχνης, που τύχαινε να ξεπροβάλει πάνω στο γείσο του μπαλκονιού. Από νουθεσίες δεν
χαμπάριζε εκείνη. -Πρόσεχε, έλεγε και ξανάλεγε αυτός, -άσε και καμιά αράχνη να ζήσει, δεν χάθηκε ο κόσμος!..
Πρόσεχε η κυρά- Ρίγκω, στο ένα χέρι την αραχνόσκουπα, στο άλλο το σφουγγαρόπανο, ίχνος
δεν έπρεπε να μείνει από ιστούς...
...Όταν όλα άρχισαν να γυρίζουν στο ύψος εκείνο, προσπάθησε από την αραχνόσκουπα να πιαστεί.
Εκείνη πρώτα έκανε το μεγάλο άλμα στο κενό. Από πίσω η κυρά -Ρίγκω, λες και βιαζόταν να τελειώσει
στην ώρα της με το μπαλκόνι. Να ετοιμάσει ήθελε και το μεσημεριανό φαγητό!... Ούτε κατάλαβε πότε
βρέθηκε πάνω στα φύλλα της κουφοξυλιάς!...
Από την κουφοξυλιά έτρεξαν και την κατέβασαν οι γείτονες, που την είδαν να πετάει στον αέρα μαζί
με την αραχνόσκουπα. Και να φανταστείς, ότι είχε τόσον καιρό που γκρίνιαζε στον άντρα της :
- Να το κόψουμε το βρωμόδεντρο. Όλες οι αράχνες από κει έρχονται επάνω στο μπαλκόνι!
Η κουφοξυλιά δεν κόπηκε, άφησε και τις αράχνες να υφαίνουν τους ιστούς τους στα ψηλώματα.
Η αραχνόσκουπα, κάτω στα ομαλά δρομάκια προσγειώθηκε, τη βρήκαν τα γειτονόπουλα
και τρόπαιο τόλμης και παλικαριάς την έκαναν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου