Τα βιβλία, όχημα πρωτοποριακών συνήθως ιδεών, βρίσκονται στο επίκεντρο της αγγλόφωνης ταινίας Το βιβλιοπωλείο της Κυρίας Γκριν, σε σκηνοθεσία και σενάριο της 58χρονης Ισπανίδας Ιζαμπέλ Κοϊξέτ, που βασίστηκε στο ομότιτλο βιβλίο της Αγγλίδας Πενέλοπε Φιτζέραλντ (1916-2000), εμπορική επιτυχία του 1978.
Μια παθιασμένη με τα βιβλία σαρανταπεντάρα χήρα, η Φλόρενς Γκριν (Έμιλυ Μόρτιμερ), αγοράζει το 1959 ένα παλιό εγκαταλελειμμένο οίκημα, κάπου στην κεντρική Αγγλία, για να στεγάσει το βιβλιοπωλείο των ονείρων της. Βρίσκεται όμως αντιμέτωπη με την αδίστακτη Βάιολετ Γκαμάρ (Πατρίτσια Κλάρκσον), κοσμική κυρία με υψηλές διασυνδέσεις, που στόχευε να το χρησιμοποιήσει ως Πολιτιστικό Κέντρο. Η Γκαμάρ υποσκάπτει με κάθε μέσο τα σχέδια της Φλόρενς, φτάνοντας ακόμα και στην άσκηση πιέσεων σε κυβερνητικό επίπεδο, προκειμένου να ματαιώσει τη λειτουργία του βιβλιοπωλείου στο διατηρητέο κτίριο. Παρά τις σατανικές μηχανορραφίες της Γκαμάρ και τον ενορχηστρωμένο ψυχολογικό πόλεμο που διευθύνει, η επίμονη και αποφασιστική Φλόρενς ανοίγει το βιβλιοπωλείο, με σύμμαχους μια 10χρονη κοκκινομάλλα βοηθό, την Κριστίν, και έναν ώριμο κύριο, σύμβουλό της, τον Έντμοντ Μπράντις (Μπίλι Νάι), ο οποίος κατοικεί, συντροφιά με τα βιβλία του, στο παλιό γοτθικό αρχοντικό, στην κορυφή του λόφου, στην άλλη πλευρά της λίμνης.

Στην επίσημη τοπική δεξίωση, η Φλόρενς εμφανίζεται ανυποψίαστη με κόκκινο φόρεμα, προκαλώντας αρνητικά σχόλια, ενώ η δόλια κυρία Γκαμάρ εξακοντίζει συγκεκαλυμμένες προσβολές. Λίγο πριν τα εγκαίνια του βιβλιοπωλείου πυκνώνουν τα κακεντρεχή και απειλητικά σχόλια, με στόχο τον εκφοβισμό της Φλόρενς.
* * *
Οι δυο αντιθετικοί πόλοι που διέπουν την άνιση αρχετυπική σύγκρουση προσδιορίζονται εξαρχής. Από τη μια ο ισχυρός παράγοντας που ταυτίζεται με την εξουσία και από την άλλη ένα στοχαστικό πνεύμα που αψηφά το κατεστημένο. Πλάι στη σκιαγράφηση υπερβολικών χαρακτήρων αναδύεται διακριτικά η ιστορία του ανεκπλήρωτου έρωτα δυο αδερφών ψυχών, που μοιράζονται το ίδιο πάθος για τα βιβλία, αλλά δεν έμελλε να συναντηθούν εγκαίρως.

Ο χαρακτήρας της Φλόρενς παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με τον χαρακτήρα της Βιάν (Ζυλιέτ Μπινός), στην εμπορική κομεντί Σοκολά (2000, Λάσε Χάλστρομ). Σε αντίστοιχη ατμόσφαιρα με αρμονικά χρώματα και νοσταλγικές μουσικές και στις δύο περιπτώσεις, οι γυναικείοι αυτοί χαρακτήρες δίνουν αγώνα να επικρατήσουν σε μια κλειστή και αφιλόξενη κοινωνία, που εναντιώνεται σε κάθε αλλαγή και θεωρεί παρείσακτο κάθε ξένο.

Η πρωτότυπη μουσική του Αλφόνσο Βιλαλόνγκα, με θλιμμένες συνθέσεις για πιάνο ή βιολί συνοδεία ορχήστρας εγχόρδων, ακολουθούν την ψυχοσύνθεση της πρωταγωνίστριας. Σε εποχή κυριαρχίας του ροκ εν ρολ, οι αναχρονιστικές τύπου σουίνγκ μελωδίες του ’40, όπως το Feelinglonely on a Sunday afternoon, στο κλείσιμο, ενισχύουν την απαράμιλλη νοσταλγική ατμόσφαιρα, ενώ τα στοιχεία της φύσης σηματοδοτούν το ψυχολογικό βάθος των πρωταγωνιστών. Το θλιμμένο βλέμμα της Φλόρενς στις όχθες του ποταμού ή στα στάχια που λικνίζονται, λαμπιρίζοντας κάτω από τον ήλιο, προδίδει την απογοήτευσή της, όταν συνειδητοποιεί τη συντεταγμένη επίθεση της μικρής αυτής κοινωνίας εναντίον της. Η εικόνα μάλιστα στα βράχια, όπου αγναντεύει τη λίμνη με τους γλάρους, παραπέμπει στους πίνακες του Γερμανού τοπιογράφου Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ (1774-1840), όπου η ένταση του τοπίου φορτίζει ψυχολογικά την ανθρώπινη φιγούρα. Αντίστοιχο κοντράστ φωτεινότητας με τους πίνακες του ρομαντισμού αποπνέει και η συγκινητική σκηνή της συνάντησης του κομψού Μπράντις με την Φλόρενς, στη χειμωνιάτικη λίμνη, όπου ο ψυχρός αέρας παρασέρνει μαζί με τις κορυφές των δέντρων και τις φωνές τους, αναδεικνύοντας την υποβόσκουσα ερωτική ένταση. Τα πάντα συνοψίζονται στους μετρημένους διαλόγους και στα αχόρταγα βλέμματα, ενώ το ανεπαίσθητο τρυφερό χειροφίλημα, δείγμα αγγλικής αυτοκυριαρχίας, αναδύει ιπποτισμό, ανάλογο με τη δονκιχωτική στάση της ηρωίδας.
* * *
Με τις επανειλημμένες αναφορές στα διαδεδομένα τότε βιβλία του Μπράντμπερι και του Ναμπόκοφ προβάλλεται η οξεία κριτική στη μεταπολεμική αμερικάνικη μαζική κουλτούρα του ’50, με την εμφάνιση νέων κοινωνικών φαινομένων, όπως η επικράτηση του τηλεοπτικού θεάματος, η προβολή σεξιστικών προτύπων και ένας καλλιεργούμενος υπερκαταναλωτισμός, που υιοθέτησαν άκριτα, σαν υπνωτισμένες οι μάζες, μακριά από την κριτική προσέγγιση και την παραγωγή σκέψης που προσέφεραν ως τότε κυρίως τα βιβλία, στοιχεία που μαζί με το σχόλιο γύρω από την επικείμενη συρρίκνωση του αναγνωστικού κοινού και των τοπικών βιβλιοπωλείων, διαπλέκονται έντεχνα με το συντηρητισμό μιας κλειστής επαρχιακής κοινωνίας, σε μια δραματική μυθοπλασία, που αφιερώνεται στον σημαντικό Άγγλο συγγραφέα και κριτικό τέχνης Τζον Μπέργκερ (1926-2017).
*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου,
ifigenia.kalantzi@gmail.com
ΠΗΓΗ:https://www.e-dromos.gr/i-adysopiti-moira-ton-vivlion/