.
Ανάμεσα στο «αν νιώθει ότι φταίει» του Αγγελάκα και
τον Λεξ στο ΟΑΚΑ, είχαν εδραιωθεί η φρονιμοποίηση και η μονιμοποίηση της
φτώχειας.
Μα καλά, αυτός ο κόσμος δεν βλέπει τι γίνεται; Πώς
γκρεμίζεται η δημοκρατία της Μεταπολίτευσης, πώς ληστεύεται ο δημόσιος πλούτος
και πώς φτωχαίνουν διαρκώς οι άνθρωποι
πώς μια μαφιοελίτ συμπεριφέρεται σ’ έναν ολόκληρο λαό με
περιφρόνηση και μοχθηρία, σαν να ‘ναι ηλίθιοι, κολίγοι και είλωτες, σκυφτοί
υπήκοοι μιας αυταρχικής πλουτοκρατίας;Το πιο προκλητικό στοιχείο από τη μελέτη
της παρελθούσας εικοσαετίας της πολυκρίσης, το πιο συνταρακτικό, είναι η
παρούσα νάρκωση του λαού, όλων ημών, η διανοητική βύθιση, το αισθητηριακό
μούδιασμα· το κάτσιασμα και το ζάρωμα. Ανεχόμαστε τον αδιάκοπο ξεπεσμό, υλικό
και ηθικό, σαν κισμέτ. Η μοίρα είναι μια διαρκής ήττα, χωρίς τελειωμό.
Η ενοχή της φτώχειας
«Η φτώχεια είναι πιο φρόνιμη αν νιώθει ότι φταίει». Η ποίηση, με τις υπερβάσεις της, τις αντιδημοφιλείς, βοηθά να εξηγήσουμε κάπως την παρούσα κατάσταση. Ο στίχος του Γιάννη Αγγελάκα, από το 2012, στην κάψα της κρίσης, εξήγησε ακαριαία ό,τι συνέβαινε τότε: αναπλαισίωσε τον τυροπιτά που δεν έκοβε απόδειξη, τη γερόντισσα που πουλούσε τερλίκια στη λαϊκή χωρίς ταμειακή, την καθαρίστρια που καταδικάστηκε επειδή ξεγέλασε με το απολυτήριο Δημοτικού για ένα μεροκάματο. Ο,τι συνέβη τότε, το τερατώδες «μαζί τα φάγαμε», συμβαίνει και σήμερα, διεσταλμένο, πελώριο, καταλαμβάνει όλο τον ζωτικό χώρο, όλες τις ζωές.
Μιάμιση δεκαετία αργότερα, εξήντα χιλιάδες εισιτήρια για τη συναυλία του Λεξ στο ΟΑΚΑ κλείνονται μέσα σε λίγες ώρες. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τις προσδοκίες του πλήθους στη συναυλία, μπορούμε όμως βάσιμα να εικάσουμε ότι στο αστικό χιπ-χοπ του Λεξ το ακροατήριο ακούει μια ρεαλιστική περιγραφή αυτών που βιώνει. Διόλου εξωραϊσμένη περιγραφή, μάλλον ζοφερή, όπως η βιοπολιτική συνθήκη που ζει, με ορισμένες βαλβίδες διαφυγής - μια εναντίωση με σφιγμένα τα δόντια, μια καταφυγή στο όνειρο, η ηθική στάση του περήφανου λύκου.
Φρονιμοποίηση - μονιμοποίηση
Το 2012, με το «αν νιώθει ότι φταίει» του Αγγελάκα, βαδίζαμε ακόμη στη θερμή επικράτεια των Αγανακτισμένων, ήταν νωπός ο Δεκέμβρης του ‘08, παίζονταν πράγματα ακόμη, δεν είχαν κλείσει όλες οι πιθανότητες. Ανάμεσα όμως στο «αν νιώθει ότι φταίει» και τον Λεξ στο ΟΑΚΑ σήμερα, μέσα σε μία σχολική γενιά, έχουν εδραιωθεί η φρονιμοποίηση και η μονιμοποίηση της φτώχειας. Ετσι και τα τραγούδια, τα ραπ έστω, μπορούν να μιλούν μόνο καταγραφικά, σαν τικ-τοκ βίντεο μεγάλου μήκους, αποτυπώνοντας αδιέξοδα, μπίρες περιπτέρου, διαδοχικές ματαιώσεις.
Διότι, εν τω μεταξύ, έχει μονιμοποιηθεί η εσωτερίκευση της υποταγής, έχουν φυσικοποιηθεί η τερατώδης ανισότητα, η επισφάλεια, έχουν φυσικοποιηθεί τα ρημαγμένα τρένα και τα υποβαθμισμένα νοσοκομεία, έχει μετατραπεί ηεργασία σε κυνήγι σεζόν, έχει μπει οροφή και ταφόπλακα ο βασικός, μεγαλώνουν γενιές που έζησαν μόνο με κρίσεις, που δεν θυμούνται τη ζωή αλλιώς, κι αν νοσταλγούν κάτι από τα υπερμυθολογημένα ‘80s και τα ‘90s είναι μια κατασκευασμένη ενδοβολή, μια παράδοξη βιντεοκασέτα των γονιών, ξεπλυμένα χρώματα VHS στο εγκαταλειμμένο σπίτι των παππούδων, τώρα πουλιέται για ερμπιενμπί.
Η κοινωνική δημοκρατία των μπούμερ
Οι μπούμερ γονείς, αυτοί που εκπλήσσονται με τη συναυλία του Λεξ, όπως εκπλήσσονταν και νέοι με κάθε συναυλία, από το Καλλιμάρμαρο ώς τη Βουλιαγμένη, αλλά και όσοι έζησαν συναυλίες και αταξίες στα νιάτα τους, αυτοί νοσταλγούν κάτι ένυλο, βιωμένο· στον βαθμό που ο εγκέφαλός τους δεν έχει γίνει πουρές από τη συνωμοσιολογία και τη συντηρητοσκλήρυνση
Οι μπούμερ, οι άνθρωποι της Μεταπολίτευσης, εξουδετερωμένοι πια διανοητικά και πολιτικά, νοσταλγούν μια Ελλάδα, που ιδίως μετά το 1981 ήταν μια δημοκρατία με λαϊκά-κοινωνικά χαρακτηριστικά. Μάλιστα, ο κοινωνικός χαρακτήρας του κράτους είχε συμπεριληφθεί στο Σύνταγμα, μαζί με πρόνοιες για την παιδεία, την περίθαλψη, το περιβάλλον και την πολιτιστική κληρονομιά.
Αυτή η «κοινωνική» χώρα άρχισε να ξηλώνεται με τη χρηματιστικοποίηση, τον νεοπλουτισμό και το λάιφσταϊλ, και με την τωρινή βίαιη Παλινόρθωση των λουμπενελίτ γίνεται γοργά μια άλλη χώρα, μια μπανανία όπου κυριαρχούν το ψέμα, ο εκβιασμός, ο φόβος, οι μαφίες και πάνω απ’ όλα η καθημερινή ωμή περιφρόνηση των λόρδων προς τους πληβείους. Στον πυθμένα της κοινωνικής συρρίκνωσης, ολοταχώς προς εθνικό μαρασμό, ίσως και προς εθνική καταστροφή.
Η μεγαλύτερη νίκη της κλεπτοκρατίας ήταν που έπεισε τη φτώχεια ότι φταίει.
πηγή:https://www.efsyn.gr/nisides/ena-blemma/471090_i-ftoheia-einai-pio-fronimi-niothei-oti-ftaiei
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου