Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025

"Αύρα των γιορτών" -Ηλίας Λ. Παπαμόσχος -Διήγημα

 

Πρωτοχρονιά θα ξημέρωνε. Βγήκα λίγο στο μπαλκόνι, όχι για να δω κόσμο, ο δρόμος κάτω από το σπίτι μου πάνε χρόνια που είναι έρημος. Βγήκα να δω τον ουρανό, είχα πάντα, από παιδί, αυτή την προσμονή, ξημερώνοντας η νέα χρονιά, να χιονίσει. Είδα στη λάμπα του δρόμου την ομίχλη να πλέει, να νοτίζει τα πάντα, να λάμπει η άσφαλτος. Μπήκα πάλι μέσα, έβαλα τη σήτα στο τζάκι κι ανέβηκα. Η σκάλα αυτή, η εσωτερική, με κουράζει εδώ και χρόνια, άμα την ανεβαίνω, ξεθεώνομαι, άμα την κατεβαίνω, τρέμω, ένα στραβοπάτημα αρκεί

Άμα δεν διαβάσω όταν ξαπλώσω δεν με παίρνει ο ύπνος, δεν κουρνιάζει το μυαλό. Δεν ξέρω πόση ώρα κοιμόμουν όταν ένα επαναλαμβανόμενο σφύριγμα με ξύπνησε. Στην αρχή σκέφτηκα πως τα ξύλα βαστούσαν υγρασία και το ξεψύχισμά της κελαηδούσε, όμως ο ήχος που άκουγα δεν ήταν εκείνος, ο περιορισμένος σε νότες, του νερού, αλλά διανθιζόταν και ποικίλλονταν συνεχώς, σαν κανονικό κελάηδημα. Και μάλιστα δεν ήταν ένα, πολλά μαζί μπλέκονταν, κανονική συναυλία. Γνώριμες ήταν τούτες οι φωνές, τις άκουσα με τον πατέρα σε κάμπους και βουνά: πέρδικας, ορτυκιού, μπεκάτσας. Νόμισα πως μου ‘στριψε, έκλεισα τ’ αυτιά μου για να δω αν μέσα από το κεφάλι μου, από κάποιο χουνέρι της μνήμης οι τρίλιες αυτές ξεπηδούσαν. Μα κλείνοντάς τα μόνο τον ασθενικό βόμβο του σφυγμού μου άκουγα, υπόκωφο κι αδύναμο, σύμφωνο με τα ενενήντα μου χρόνια. Αν κι είχα αρχίσει να τρομάζω δεν έκαμψε αυτό την περιέργειά μου κι αποφάσισα να σηκωθώ. Αλλο παράδοξο με βρήκε όμως. Φως δεν χρειάστηκε ν’ ανάψω, γιατί χρόνια τώρα αφήνω αναμμένο το φως της σκάλας, και για παρέα, αλλά και για ασφάλεια μην κουτρουβαλιαστώ ένεκα της συχνουρίας.

Σήκωσα το πανωκόρμι κι έφερα τα πόδια έξω από το κρεβάτι, όμως δεν έφταναν στο πάτωμα. Και δεν ήταν αυτό μόνο, δεν ήταν δηλαδή μόνο κοντά, αλλά και νεανικά, ήταν τα πόδια που χάθηκαν μαζί με την παιδική μου ηλικία. Εξέτασα τα χέρια μου, το ίδιο. Μια ευεξία ξεχασμένη από καιρό κυλούσε στο κορμί μου και δίνοντας ένα σάλτο στάθηκα όρθιος. Τότε τράβηξε πάλι την προσοχή μου το κελάηδημα, που σαν κάποιος να το διηύθυνε έμοιαζε, ανέβαινε και κατέβαινε οκτάβες, πηδούσε από τόνους σε ημιτόνια. Εστησα αυτί ν’ ακούσω μη σκέπαζε και κανέναν άλλο ήχο, οποιονδήποτε. Και πράγματι μια μιλιά νόμισα πως διέκρινα, που απ’ τη μια μου ‘δωσε απέραντη χαρά κι απ’ την άλλη μου ‘κοψε την ανάσα. Ιδέα μου πως ήταν σκέφτηκα και περίμενα. Η αγωνία μου δεν κόπαζε κι όπως συμβαίνει στα όνειρα επιθύμησα να ξυπνήσω, όμως ένιωσα με βεβαιότητα πως η ζωή μου που την πίστευα ως τα τώρα πραγματική, αυτή ήταν όνειρο, και πως αυτή που ζούσα τώρα, ως παλίμπαις, ήταν η αληθινή. Μάζεψα όσο κουράγιο είχα και είπα: «Ποιος είναι; Ποιος είναι; Είναι κανείς;». Η μόνη απάντηση που πήρα ήταν οι συντονισμένες φωνές των πουλιών, που σφύριξαν τρεις φορές την ίδια νότα, σαν επιβεβαίωση. Απ’ τη μια η περιέργεια απ’ την άλλη ο φόβος με κρατούσαν ακίνητο, ώσπου νίκησε η πρώτη.

Πατώντας μαλακά κατευθύνθηκα προς τη σκάλα. Σκέφτηκα προς στιγμήν να ακολουθήσω την κουπαστή κι απ’ το κενό ανάμεσα στα κάγκελα στο τέλος της να κατεβώ στο πλατύσκαλο. Ομως, παρότι ήμουν παιδί, η ανασφάλεια κι ο φόβος του γέρου δεν μ’ είχαν αφήσει. Αλλωστε αυτό το έκανα πολύ παλιά, θέλοντας να αποφύγω των σκαλιών το τρίξιμο, τα μεσημέρια, όσο οι γονείς κοιμούνταν. Ομως μόλις ακούμπησε το δεξί μου πόδι το πρώτο σκαλί, κοκάλωσα. Οχι, δεν είχε ξυπνήσει η αφρικάνικη καρυδιά, που κι απρόκλητα μες στην πλήρη ησυχία κάποιες φορές βογγούσε. Αρχισε η καρδιά μου να βροντά μέσα στο στέρνο μου και ν’ ανασαίνω πια με δυσκολία. Γιατί πριν την πρώτη στροφή της σκάλας, στο πλατύσκαλο, είδα την Αύρα, το σέτερ που είχαμε, ή θα ‘πρεπε να πω που έχουμε; «Αύρα, Αύρα!», τη φώναξα με αναπάντεχη αγαλλίαση, όμως εκείνη έμενε ακίνητη, μήτε τα μάτια της έστρεψε σε μένα. Ισορροπούσε μέσα σ’ εκείνο της το φερμάρισμα που από τόσους κυνηγούς επαινέθηκε. Απτόητος, έχοντας αποβάλει κάθε αίσθημα φόβου πια, άρχισα να κατεβαίνω γοργά τα σκαλιά για να την αγκαλιάσω. Απορροφημένος από το θέαμά της δεν είδα αρχικά τι συνέβαινε στο σαλόνι. Εφτασα δίπλα της, την αγκάλιασα κι έπειτα άρχισα να της χαϊδεύω το κεφάλι, τη ράχη, την κοιλιά και να της μιλώ. Το σκυλί δεν αντιδρούσε και αν δεν ένιωθα στην παλάμη μου τη λιπαρότητα της ζωντανής τρίχας, αλλά και της καρδιάς της τους χτύπους, θα ορκιζόμουν πως ήταν βαλσαμωμένη. Είχε τα μάτια της καρφωμένα κάπου, κι ένα ανεπαίσθητο αεράκι, που ανανεωνόταν με κάθε της ανάσα, έβγαινε από τα σαν βερνικωμένα ρουθούνια της. Κοίταξα κατά κει που κοιτούσε. Απ’ όσο ήξερα δέντρο είχα χρόνια να στολίσω, κι απ’ όσο θυμάμαι, και θυμάμαι πολύ καλά, το δέντρο που στολίζαμε για τις γιορτές ήτανε πάντοτε τεχνητό. Ομως εκεί, πλάι στη μεγάλη μπαλκονόπορτα του σαλονιού, όπου παλιά το στήναμε, ένα φυσικό έλατο υψωνόταν, εύρωστο, φουντωτό, σαν ο κήπος του γείτονα μες στο σπίτι να συνεχιζόταν. Ετσι εξηγήθηκε το κελάηδημα. Πουλιά όλων των ηλικιών, πουλιά περιζήτητα για τους κυνηγούς το στολίζανε. Κοτσύφια και σπουργίτια, πέρδικες και ορτύκια, μπεκάτσες και τρυγόνια, φάσες κι αγριόπαπιες, τσίχλες και φασιανοί. Εμοιαζε το δέντρο σαν παγονιού ουρά μισάνοιχτη έτσι πως σειόταν καθώς οι ένοικοί του άλλαζαν κλαριά.

Τότε μια φωνή γνώριμη επανέλαβε δυο τρεις φορές, επιτακτικά, αλλά και χαϊδευτικά: «Ησυχα βρε, ήσυχα μην το ρίξετε!». Η καρδιά μου φτερούγισε μες στο στήθος μου, δυο τρεις φορές, σαν θέλοντας να πετάξει προς εκείνη τη φωνή. Και τότε, ντυμένος με τα ρούχα που φορούσε στο κυνήγι ξεπρόβαλε πίσω από το δέντρο ο πατέρας μου. Εγώ, άφωνος και μ’ ανοιχτό το στόμα, τον κοίταξα κι εκείνος μου χαμογέλασε. Τότε, σαν αμολημένα από κλουβί σηκώθηκαν απ’ τα κλαριά τα πουλιά και τρελαμένα άρχισαν να φέρνουν γύρες στο σαλόνι μέσα σ’ ένα κρεσέντο κελαηδισμών. Ο πατέρας τα κοίταξε με μάτια που ‘λαμπαν κι έπειτα μ’ ένα αυστηρό, μα όχι τρομακτικό, φσσστ!!!, τα διέταξε να πάρουν πάλι τη θέση τους. «Γυναίκα, ο κανακάρης σου δεν άντεξε!», είπε μετά κοιτώντας κατά την κουζίνα. Η νέα έκπληξη μ’ έκανε να κατηφορίσω τα σκαλιά όπως όταν ήταν να βγω έξω για παιχνίδι. Το ποδοβολητό μου ανησύχησε προς στιγμήν τα πουλιά, κοκάλωσαν και με κοιτούσαν σαν υπνωτισμένα. Διέσχισα το μικρό χολ και μπούκαρα στην κουζίνα. Ηταν η μάνα μου εκεί μέσα, όπως παλιά, ντυμένη γιορτινά, με το χριστουγεννιάτικο φλογάτο κόκκινο βερνίκι των νυχιών της. Κι ήταν γεμάτο γλυκά το τραπέζι. Ακουγα τα μελομακάρονα να πίνουν τα σιρόπια, έβλεπα τα χιονισμένα βουνά των κουραμπιέδων και τα ξαδέρφια τους, τα τριγωνικά και κυματιστά ισλί, τερψιλαρύγγια φερμένα απ’ την καθ’ ημάς Ανατολή. Κι έξω ο ουρανός έριχνε άχνη πυκνή. Ηθελα τόσα να πω αλλά δεν μπορούσα να βγάλω λέξη, ένιωθα όμως πως δεν χρειαζόταν, ας ένιωθα εγώ πως από αυτό που ζούσα με χώριζαν πολλά χρόνια, εκείνοι με κοιτούσαν και μου μιλούσαν σαν να μην είχαμε χωρίσει στιγμή. Κι έτσι θα ήταν, σκεφτόμουνα, γιατί όλα αυτά τα χρόνια που πίστευα πως είχαν μεσολαβήσει, δεν είχαν αφήσει πίσω καμιά ανάμνηση, σαν όνειρα που σβήνουν την αυγή. Τότε θυμήθηκα την αδερφή μου, μεγαλύτερη από μένα αυτή, ένιωθα την παρουσία της, όμως ακόμη δεν την είχα δει. Η μάνα μ’ είδε πώς κοιτούσα τα ισλί και μου ‘πε να πάρω ένα, μόνο να προσέξω μη με κάψει το σιρόπι, γιατί ότι είχε περιχυθεί. Γυροφέρνοντας τη γλύκα μες στο στόμα βγήκα από την κουζίνα και πήγα πάλι στο σαλόνι. «Ε, αφηρημένε, εμένα δεν θα με δεις;», άκουσα μια ομομήτρια φωνή. «Εσένα δεν σου μιλάω, γιατί δεν μου εμπιστεύεσαι πια τα μυστικά σου», είπα στην αδερφή μου τάχα πειραγμένος. Καθόταν στον καναπέ του σαλονιού. Η καρδιά μου συγχρονίστηκε με το κελάηδημα όσο την κράτησα στην αγκαλιά μου. «Αυτό ήταν», άκουσα τον πατέρα μου να λέει, κι έπειτα: «Γυναίκα, τέλειωσες με τα γλυκά;», φώναξε μετά. Η μάνα μου βγήκε απ’ την κουζίνα, βαστώντας μια πιατέλα με κουραμπιέδες τυλιγμένους με διάφανη μεμβράνη. Ηρθε και την τοποθέτησε στη μέση της τραπεζαρίας και κοίταξε το δέντρο. «Τι ωραία ιδέα που είχες; Πώς δεν το σκέφτηκες νωρίτερα;», είπε η μάνα μου στον πατέρα. «Δεν ήταν και τόσο εύκολο να μάθω στην Αύρα να τα πιάνει στον αέρα», είπε ο πατέρας και κοίταξε περήφανος το σκυλί.

Remaining Time 0:00
 

Επειτα μείνανε κι οι τρεις, κοιτώντας με, βουβοί. Ενιωσα πως μια αμηχανία τους συνείχε. Το βλέμμα τους δεν ήταν ξένοιαστο πια. Εμοιαζαν σαν να σκέφτονταν κάτι, το ίδιο πράγμα κι οι τρεις, μα να δίσταζαν να μου το πουν. Κάτι γνώριμο απέπνεε η ματιά τους, κάτι που το είχα νιώσει, κάτι που το γνώριζα κι εγώ. Ηταν όπως στα όνειρα, που βλέπεις κάποιον που έχει πεθάνει κι είσαι λυπημένος γιατί ο πεθαμένος κάνει σαν ζωντανός, κάνει σαν να μην ξέρει ότι έχει πεθάνει κι εσύ νιώθεις πως πρέπει, αλλά δεν έχεις το κουράγιο, να του το πεις. «Πείτε το λοιπόν» όλο μου ερχόταν να τους πω, αλλά κι εμένα κάτι μου σφάλιζε το στόμα. Ομως εκείνοι ήταν για τον ακριβώς αντίθετο λόγο συνεσταλμένοι, κι ενώ ήθελαν τόσο, φοβούμενοι να με κακοκαρδίσουν δεν αποφάσιζαν, για να με προφυλάξουν, να μου πουν πως ήμουν ζωντανός. «Αντε, δεν θ’ ανοίξεις το δώρο σου;» είπε η μάνα μου με λυτρωτικά ενθουσιώδη φωνή. Αυτόματα τα μάτια μου καρφώθηκαν στη βάση του δέντρου. Εκεί, αντί για το συνηθισμένο, περιτυλιγμένο με χριστουγεννιάτικο διακοσμητικό χαρτί, κουτί, είδα τρία ευμεγέθη αυγά πάνω σε χλόη απαλή απλωμένα. Πήγαιναν πέρα δώθε σαν να χόρευαν. Ράγισαν όλα μαζί την ίδια στιγμή κι όταν μισάνοιξαν ξεπρόβαλαν από μέσα τους η γυναίκα μου, ο μεγάλος (ο γιος μου) κι η κόρη μου (η μικρή). Κι όταν ανοίξαν οι αγκαλιές κι ήχησαν τα φιλιά, σώπασαν τιμητικά τα πουλιά, για να γαβγίσει ξέφρενα, χαρμόσυνα η Αύρα, τη νέα χρονιά.

Πηγή:https://www.kathimerini.gr/culture/563397283/ilias-l-papamoschos-protochroniatiko-diigima-gia-tin-ayra-ton-giorton/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου