Το χρώμα της αφήγησης είναι μαύρο
Ημερομηνία δημοσίευσης: 11/03/2012
Για τη μάλλον σπάνια παιζόμενη "Νίκη", έγραφε η Λούλα Αναγνωστάκη χαρακτηριστικά, στο πρώτο ανέβασμα του "Θεάτρου Τέχνης", τη χρονιά '77-'78:
"Η Νίκη είναι το χρονικό μιας οικογένειας που ξεκίνησε από τα βόρεια της Μακεδονίας, πέρασε από κάποια συνοικία του Πειραιά για να καταλήξει στη Γερμανία. Το θέμα δεν είναι το μεταναστευτικό, η Γερμανία εδώ είναι ο χώρος και το τέρμα μιας σπαραγμένης διαδρομής. Οι Έλληνες αυτοί δεν πρέπει να ειδωθούν απλά σαν μετανάστες και σαν θύματα της ελλαδικής πραγματικότητας. Μεταφέρουν όλη τη μακρόσυρτη και τυφλή αγωνία της πρωτόγονης ελληνικής οικογένειας, που αναδιπλώνεται μέσα από πράξεις φόνου, προδοσίας. Αλλά και αλληλοπροστασίας, μέσα από διαιωνιζόμενα βιώματα μιας διαρκούς κοινωνικής αθλιότητας".
Το θέατρο της Αναγνωστάκη είναι στο βάθος του πραγματιστικό: ένα κάτοπτρο επιφανείας, όπου η αλήθεια δεν είναι κρυμμένη στο βάθος, αλλά πρέπει, υποχρεωτικά και να φαίνεται ως τέτοια. Ίσως μια αναστροφή του κώνου του χρόνου, που μόνο η μεγάλη τέχνη μπορεί να πετύχει, όπου αν όλα είναι φαίνεσθαι, τότε η φαινομενικότητα είναι, επίσης, φαινομενική, με αποτέλεσμα να αναδυθεί και να κατακλύσει το ον η κρυμμένη ουσία, χωρίς τη διαμεσολάβηση μιας "ποιητικής" φαινόγλωσσας. Αυτός είναι, πιστεύω, ο μόνος δυνατός ρεαλισμός μέσα στην ένδοξη, ηλεκτρονική μας εποχή, των "εικόνων χωρίς βάθος" (και χωρίς ζωή) που ζούμε: να αναστρέψουμε πλήρως το πεδίο αναφοράς και τον διχασμό υποκείμενου - αντικείμενου. Ένας ρεαλισμός που αποσυνδέει και απασφαλίζει, όχι μόνο το ψευδο-είναι από το ψευδο-φαίνεσθαι, αλλά, επίσης τη διαλεκτική διαδικασία σύνθεσης - αποσύνθεσης, τον ωρολογιακό λειτουργικό μηχανισμό αιτίων - αιτιατών και άλλα πολλά.
Ένα θέατρο που δεν συντίθεται μόνο από όσα συμβαίνουν, άπαξ σε αυτό, αλλά από όλα μπορεί να συμβούν. "Θέατρο επί του πραγματικού", που υπερίπταται πάνω από ένα "πεδίο μετά τη μάχη", θεωρώντας το με αναπεπταμένο βλέμμα. Η αγωνία της συγγραφέως είναι πώς να ορίσει χωρίς να περιορίσει το πραγματικό.
Το χρώμα της αφήγησής της είναι μαύρο αλλά όχι απελπισμένο, επειδή οι ήρωές της, ένοχοι και αθώοι ταυτόχρονα, θύματα και θύτες, βρίσκονται παγιδευμένοι εξίσου στον εφιαλτικό και ατέρμονα κύκλο των οικείων παθών τους. Κινούνται σε ένα ημίφως ανάμεσα στο "παράλογο" και στην τραγωδία, στον χώρο των αρχαίων χυμένων αιμάτων που προσμένουν κάθαρση και εξαγορά.
Η παράσταση του "Εθνικού" σε σκηνοθεσία του Βίκτωρα Αρδίττη, άχρωμη, άοσμη, άγευστη, άνευρη, δεν διέκρινα να διαθέτει μια άποψη επάνω στο έργο. Δεν είδα να γεννά το έργο στον σκηνοθέτη, καμία "ιδέα". Ούτε η "αναλυτική διερεύνηση των προσώπων", ούτε το "άνοιγμα του έργου σε κρυφές ποιητικές διαστάσεις" και άλλες θεωρητικές κατασκευές στις οποίες προσέφυγε, έδωσαν μία λύση στο αγωνιώδες ερώτημα: "τι να κάνουμε με αυτό το ανοικονόμητο έργο"; Επειδή όλα αυτά, που αναζήτησε ματαίως ο σκηνοθέτης δεν ανήκουν στον "κανόνα" του έργου. Το έργο είναι στην ουσία μια "νέκυια" και διαλέγεται με τους ίσκιους. Αυτό, κάποια στιγμή, η σκηνοθεσία το κατάλαβε, και εγκατέλειψε τις "θύραθεν" προσπάθειες να το "τιθασσεύσει". Το "τροχιοδρόμησε" στη σκηνή, και το άφησε να "κυλήσει". Ήταν η μόνη ουσιαστική συμβολή της. Το έργο έχει από μόνο του, ευτυχώς, τη δύναμη να αυτοσκηνοθετείται, και έτσι, το πράγμα δεν κατέληξε σε καταστροφή, χάρις και στην προσπάθεια των ηθοποιών, που το πήραν απάνω τους, κυριολεκτικά και το οδήγησαν ομαλά στον τερματικό σταθμό.
Η Ρένη Πιττακή είναι μια σπουδαία ηθοποιός - αγκωνάρι, τρομερή αρχετυπική μητέρα εδώ που δεν τολμώ να σκεφτώ τι θα ήταν η παράσταση χωρίς τη συμμετοχή της. Η Μαρία Κεχαγιόγλου εξίσου σημαντική, δίνει σαν "σκαπτή ύλη" την κόρη - Βάσω. Δίπλα σε αυτό το υποκριτικό δίδυμο, κινείται με ευπρέπεια ένας θίασος νεοτέρων (Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, Ιωάννα Κολιοπούλου, Αργύρης Πανταζάρας, Προκόπης Αγαθοκλέους, Γιώργος Συμεωνίδης).
***
Μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα και απρόβλεπτη σύνθεση κειμένων με τον τίτλο "Χωρίς επιστροφή" δίνεται στην πειραματική σκηνή "Οι μύστες", του θεάτρου "Πρόβα". Ο σκηνοθέτης Σωτήρης Τσόγκας συνδυάζει ένα καίριο και προφητικό αλληγορικό κείμενο του Κάφκα ("Ο καλλιτέχνης της πείνας"), με τον μονόλογο της Κριστίνε Μπρύκνερ επάνω στις τελευταίες στιγμές του Γκούντρουν Ένσλιν, εκεί στα "λευκά κελιά" της ομόσπονδης δημοκρατίας της Γερμανίας, για όποιους διαθέτουν μνήμη, στη δεκαετία του '70.
"Η ανηλεής μάχη των 'νηστευτών' με την πείνα και τη δίψα μέσα σε κλουβιά και ο απεγνωσμένος αγώνας, με έσχατο μέσο πάλης την απεργία πείνας, των ηγετών της RAF για να μην εκμηδενιστεί η προσωπικότητά τους μέσα στα λευκά κελιά των φυλακών του Στανχάιμ, μου έδωσαν την ιδέα για αυτή την παράσταση ντοκουμέντο" σημειώνει ο σκηνοθέτης.
Ωστόσο το πράγμα πηγαίνει πολύ πιο πέρα από μια παράσταση - ντοκουμέντο, είναι μια πολιτική πρόταση και μια τολμηρή πολιτική πράξη. Πόσο μάλλον, που διαθέτει τα εχέγγυα μιας αισθητικής πληρότητας. Η ωραία μουσική είναι των Νίκου Χαριζάνου, Πέτρου Φραγκίστα, Κώστα Μαντζώρου, η εικαστική επιμέλεια της Εύης Μητσοπούλου, βίντεο του Παναγιώτη Τσάγκα και άρτιοι φωτισμοί του Αχιλλέα Κουτσούρη. Ο Αντώνης Ταμβακάς ενσαρκώνει καίρια τον "νηστευτή" μαζί με τους Αντώνη Ζιώγα και Ειρήνη Αντωνίου, ενώ η Δανάη Καλαχώρα δίνει αισθαντικά, με σπαρακτική λιτότητα, την Γκούντρουν Ένσλιν. Μια ιδιαίτερη παράσταση, που πρέπει να προσεχθεί.
ΛΕΖΑΝΤΑ
Η Ρένα Πιττακή στη "Νίκη"
Αναγνωστάκη στο "Εθνικό" και "Χωρίς επιστροφή" στο Θ. "Πρόβα"
Το θέατρο της Αναγνωστάκη είναι στο βάθος του πραγματιστικό: ένα κάτοπτρο επιφανείας, όπου η αλήθεια δεν είναι κρυμμένη στο βάθος, αλλά πρέπει, υποχρεωτικά και να φαίνεται ως τέτοια. Ίσως μια αναστροφή του κώνου του χρόνου, που μόνο η μεγάλη τέχνη μπορεί να πετύχει, όπου αν όλα είναι φαίνεσθαι, τότε η φαινομενικότητα είναι, επίσης, φαινομενική, με αποτέλεσμα να αναδυθεί και να κατακλύσει το ον η κρυμμένη ουσία, χωρίς τη διαμεσολάβηση μιας "ποιητικής" φαινόγλωσσας. Αυτός είναι, πιστεύω, ο μόνος δυνατός ρεαλισμός μέσα στην ένδοξη, ηλεκτρονική μας εποχή, των "εικόνων χωρίς βάθος" (και χωρίς ζωή) που ζούμε: να αναστρέψουμε πλήρως το πεδίο αναφοράς και τον διχασμό υποκείμενου - αντικείμενου. Ένας ρεαλισμός που αποσυνδέει και απασφαλίζει, όχι μόνο το ψευδο-είναι από το ψευδο-φαίνεσθαι, αλλά, επίσης τη διαλεκτική διαδικασία σύνθεσης - αποσύνθεσης, τον ωρολογιακό λειτουργικό μηχανισμό αιτίων - αιτιατών και άλλα πολλά.
Ένα θέατρο που δεν συντίθεται μόνο από όσα συμβαίνουν, άπαξ σε αυτό, αλλά από όλα μπορεί να συμβούν. "Θέατρο επί του πραγματικού", που υπερίπταται πάνω από ένα "πεδίο μετά τη μάχη", θεωρώντας το με αναπεπταμένο βλέμμα. Η αγωνία της συγγραφέως είναι πώς να ορίσει χωρίς να περιορίσει το πραγματικό.
Το χρώμα της αφήγησής της είναι μαύρο αλλά όχι απελπισμένο, επειδή οι ήρωές της, ένοχοι και αθώοι ταυτόχρονα, θύματα και θύτες, βρίσκονται παγιδευμένοι εξίσου στον εφιαλτικό και ατέρμονα κύκλο των οικείων παθών τους. Κινούνται σε ένα ημίφως ανάμεσα στο "παράλογο" και στην τραγωδία, στον χώρο των αρχαίων χυμένων αιμάτων που προσμένουν κάθαρση και εξαγορά.
Η παράσταση του "Εθνικού" σε σκηνοθεσία του Βίκτωρα Αρδίττη, άχρωμη, άοσμη, άγευστη, άνευρη, δεν διέκρινα να διαθέτει μια άποψη επάνω στο έργο. Δεν είδα να γεννά το έργο στον σκηνοθέτη, καμία "ιδέα". Ούτε η "αναλυτική διερεύνηση των προσώπων", ούτε το "άνοιγμα του έργου σε κρυφές ποιητικές διαστάσεις" και άλλες θεωρητικές κατασκευές στις οποίες προσέφυγε, έδωσαν μία λύση στο αγωνιώδες ερώτημα: "τι να κάνουμε με αυτό το ανοικονόμητο έργο"; Επειδή όλα αυτά, που αναζήτησε ματαίως ο σκηνοθέτης δεν ανήκουν στον "κανόνα" του έργου. Το έργο είναι στην ουσία μια "νέκυια" και διαλέγεται με τους ίσκιους. Αυτό, κάποια στιγμή, η σκηνοθεσία το κατάλαβε, και εγκατέλειψε τις "θύραθεν" προσπάθειες να το "τιθασσεύσει". Το "τροχιοδρόμησε" στη σκηνή, και το άφησε να "κυλήσει". Ήταν η μόνη ουσιαστική συμβολή της. Το έργο έχει από μόνο του, ευτυχώς, τη δύναμη να αυτοσκηνοθετείται, και έτσι, το πράγμα δεν κατέληξε σε καταστροφή, χάρις και στην προσπάθεια των ηθοποιών, που το πήραν απάνω τους, κυριολεκτικά και το οδήγησαν ομαλά στον τερματικό σταθμό.
Η Ρένη Πιττακή είναι μια σπουδαία ηθοποιός - αγκωνάρι, τρομερή αρχετυπική μητέρα εδώ που δεν τολμώ να σκεφτώ τι θα ήταν η παράσταση χωρίς τη συμμετοχή της. Η Μαρία Κεχαγιόγλου εξίσου σημαντική, δίνει σαν "σκαπτή ύλη" την κόρη - Βάσω. Δίπλα σε αυτό το υποκριτικό δίδυμο, κινείται με ευπρέπεια ένας θίασος νεοτέρων (Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, Ιωάννα Κολιοπούλου, Αργύρης Πανταζάρας, Προκόπης Αγαθοκλέους, Γιώργος Συμεωνίδης).
***
Μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα και απρόβλεπτη σύνθεση κειμένων με τον τίτλο "Χωρίς επιστροφή" δίνεται στην πειραματική σκηνή "Οι μύστες", του θεάτρου "Πρόβα". Ο σκηνοθέτης Σωτήρης Τσόγκας συνδυάζει ένα καίριο και προφητικό αλληγορικό κείμενο του Κάφκα ("Ο καλλιτέχνης της πείνας"), με τον μονόλογο της Κριστίνε Μπρύκνερ επάνω στις τελευταίες στιγμές του Γκούντρουν Ένσλιν, εκεί στα "λευκά κελιά" της ομόσπονδης δημοκρατίας της Γερμανίας, για όποιους διαθέτουν μνήμη, στη δεκαετία του '70.
"Η ανηλεής μάχη των 'νηστευτών' με την πείνα και τη δίψα μέσα σε κλουβιά και ο απεγνωσμένος αγώνας, με έσχατο μέσο πάλης την απεργία πείνας, των ηγετών της RAF για να μην εκμηδενιστεί η προσωπικότητά τους μέσα στα λευκά κελιά των φυλακών του Στανχάιμ, μου έδωσαν την ιδέα για αυτή την παράσταση ντοκουμέντο" σημειώνει ο σκηνοθέτης.
Ωστόσο το πράγμα πηγαίνει πολύ πιο πέρα από μια παράσταση - ντοκουμέντο, είναι μια πολιτική πρόταση και μια τολμηρή πολιτική πράξη. Πόσο μάλλον, που διαθέτει τα εχέγγυα μιας αισθητικής πληρότητας. Η ωραία μουσική είναι των Νίκου Χαριζάνου, Πέτρου Φραγκίστα, Κώστα Μαντζώρου, η εικαστική επιμέλεια της Εύης Μητσοπούλου, βίντεο του Παναγιώτη Τσάγκα και άρτιοι φωτισμοί του Αχιλλέα Κουτσούρη. Ο Αντώνης Ταμβακάς ενσαρκώνει καίρια τον "νηστευτή" μαζί με τους Αντώνη Ζιώγα και Ειρήνη Αντωνίου, ενώ η Δανάη Καλαχώρα δίνει αισθαντικά, με σπαρακτική λιτότητα, την Γκούντρουν Ένσλιν. Μια ιδιαίτερη παράσταση, που πρέπει να προσεχθεί.
ΛΕΖΑΝΤΑ
Η Ρένα Πιττακή στη "Νίκη"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου