Παγκόσμια μέρα θεάτρου
Μπρεχτ γιά το θέατρο: δεν μπορεί ν' αλλάξει τον κόσμο, μπορεί ν' αλλάξει τους θεατές. Αυτοί μπορούν ν' αλλάξουν τον κόσμο. H τέχνη διαπαιδαγωγεί & ηθικοποιεί. Από τις τέχνες το θέατρο είναι η πιο άμεση.Πέμπτη 27 Μαρτίου 2025
Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025
Μια πρόγευση από το θεατρικό έργο του Αντώνη Παπαδόπουλου , που θα ανεβάσει η θεατρική παρέα δασκάλων.
Μια σκηνοθετική παρέμβαση του σκηνοθέτη και δημιουργού του θεατρικού " Γιαγιά πότε σκέφτεσαι να πεθάνεις"
ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΕΣ! του Αντώνη Παπαδόπουλου
- Να
φύγει ο Μητσοτάκης!
- Ωραία
να φύγει. Και μετά τί;
- Εγώ!
- Εσύ;
Μόνος μπορείς; Δε βγαίνουν τα κουκιά!
- Ε, τότε
εγώ!
- Ακόμα
χειρότερα!
- Εγώ, ρε
παιδιά, δε σας κάνω;
- Μα εσύ
μπορεί να μην πιάσεις ούτε το 3%!
-
Επομένως Εγώ! Ο φόβος και ο τρόμος των «επιχειρηματικών ομίλων» και προστάτης
της «λαϊκής οικογένειας».
- Αφού,
το κέρατό μου, δεν μπορείτε μόνοι σας και το ξέρετε, γιατί δε συνεννοείστε μια
φορά επιτέλους; Πέστε μου, η συνεννόηση των προοδευτικών λεγομένων δυνάμεων,
είναι συντήρηση, αναθεωρητισμός, είναι προβοκάτσια, ανίερη συμμαχία,
ενδοτισμός, τι στον κόρακα είναι τέλος πάντων;
- Δεν
μπορεί να υπάρξει πλατφόρμα για συνεννόηση και συνένωση, σύντροφε, λαέ!
- Τι
πλατφόρμες κι αηδίες μας τσαμπουνάτε τώρα, ρε σύντροφοι; Βουλιάζουμε, πεινάμε,
εξαθλιωνόμαστε, σαπίζουμε από διαφθορά, καταλαβαίνετε;
- Απλοϊκή
και λαϊκίστικη η προσέγγισή σου, σύντροφε, λαέ! Υπάρχουν θεμελιώδεις και
ανυπέρβλητες ιδεολογικοπολιτικές διαφωνίες, καταλαβαίνεις; Αλλά πού να
καταλάβεις! Λαός ήσουν, λαός θα παραμείνεις! Ύστερα είναι και το αρχηγιλίκι.
- Ρε,
σεις, δεκαπέντε χρόνια πεινάμε! Κόβουμε απ’ το φαΐ μας, κόβουμε απ’ το ντύσιμό
μας, κόβουμε απ’ την αναψυχή, κόβουμε απ’ το παιδί μας, κόβουμε απ’ τον γιατρό,
κόβουμε κόβουμε, κόβουμε και μιλάτε για ανυπέρβλητες διαφωνίες; Πάτε καλά;
- Αυτό,
σύντροφε λαέ, είναι το νεοφιλελεύθερο κράτος της δεξιάς!
- Άσε, τη
δεξιά εκεί στα δεξιά που κάθεται. Αυτή ξέρει τι κάνει. Αυτό που πιστεύει κάνει
και το κάνει καλά. Κοίτα τι κάνετε εσείς! Οι κοκορομαχίες στη Βουλή και οι
χιλιοακουσμένες αριστερολογίες στις οθόνες, δε σας καθιστούν γενναίους. Η
γενναιότητα, σύντροφοι, δεν αποδεικνύεται στο πεδίο βολής, αλλά στο πεδίο της
μάχης!
- Έχουμε
ιστορική ευθύνη απέναντι στις αρχές του σοσιαλισμού.
- Για τον
σοσιαλισμό, ρε γαμώτο, γι’ αυτόν μιλάω κι εγώ! Ένας λόγος παραπάνω να
επισπεύσετε τις διαδικασίες…τ ώ ρ α ! Αύριο θα είναι αργά. Με διχαστικές
λογικές, δεν υπάρχει "αύριο", καταλάβετέ το! Η οργή του λαού, η οργή
η δική μας, βράζει. Δεκαπέντε χρόνια αναξιοπρέπεια και ταπείνωση. Η ανάγκη μάς
έχει γονατίσει. Ευτελιζόμαστε, διαιρούμε τα όνειρα, πουλάμε την αξιοπρέπεια,
χάνουμε τα παιδιά κι εσείς σφάζεστε για το αρχηγιλίκι;
- Μα, πώς
να χαράξουμε κοινή πορεία, σύντροφε, λαέ! Τόσο εύκολο νομίζεις ότι είναι να
ορίσεις αρχηγό κοινής αποδοχής; Αφήστε τα λαϊκίστικα τώρα!
-
Λαϊκισμός ε; Λαϊκισμός είναι που ζητώ αξιοπρέπεια; Πέστε μου, ρε σύντροφοι,
γαμώτο! Είναι λαϊκισμός η δουλειά, ο γιατρός, το σχολείο, το κεραμίδι, η
ασφάλεια; Θυμάστε, ρε σύντροφοι, λαοπροστάτες, το σύνθημα: «Ψωμί, παιδεία
ελευθερία», που κάποτε μας δονούσε όλους; Μισός αιώνας πέρασε, που να πάρει, κι
ακόμα να δικαιωθεί!… Ναι, ρε, ακόμα! Να, αυτό ζητάμε! Κανονίστε κι αυτή τη φορά
να παίξετε την κολοκυθιά της μωροφιλοδοξίας, κανονίστε να παίξετε το παιχνίδι
της εξουσίας. Η οργή η δική μας θα γίνει ένα μεγάλο ποτάμι που θα σας πάρει από
εδώ και θα σας ξεβράσει στο τέλμα της αποσύνθεσης και της σήψης.
- Μα…
- Δεν
έχει «μα» και «μου»! Αν εσείς και τώρα δε νιώσετε ότι είστε «τέκνα της ανάγκης»
αν όλοι εμείς δε νιώσουμε ότι είμαστε «ώριμα τέκνα της οργής»…πότε, ρε; Οι
οχιές του φασισμού σφυρίζουν, δεν τις ακούτε; Έτοιμες είναι να «χτυπήσουν»… και
το φαρμάκι που βγάζουν, σκοτώνει, καταλάβετέ το, σ κ ο τ ώ ν ε ι! Κινηθείτε
τώρα με ανιδιοτέλεια κι ευθύνη απέναντι στον λαό και την Ιστορία! «Οι καιροί ου
μενετοί»!
Τρίτη 18 Μαρτίου 2025
Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025
"Η Υποβάθμιση της Εκπαίδευσης και ο εκπαιδευτικός "
"Η Υποβάθμιση της Εκπαίδευσης και ο εκπαιδευτικός "
Ένα μικρό σχόλιο του
Ευθ. Τσιλικίδη
Όταν είσαι άσχετος με την εκπαίδευση ή απλά δεν σε
ενδιαφέρει ή ακόμη χειρότερα θέλεις να κάνεις ζημιά στις υπάρχουσες δομές, να
πισωγυρίσεις το ρεύμα της μαζικής μόρφωσης μερικές ή περισσότερες δεκαετίες
πίσω, τότε θεωρείς ότι ένας εμψυχωτής - δάσκαλος πρέπει να έχει καθημερινά και
διαρκώς επί 8 και 10 ώρες ένα πιεστικό εργασιακό αντικείμενο. Όχι μαζί με τους
μαθητές/τριες, οτιδήποτε άλλο, φτάνει να είναι συνεχώς απασχολημένος, δεν έχει
σημασία με τι.
Θέλεις -μέσα στη νεοφιλελεύθερη σκοτοδίνη σου, όπου όλα
έχουν κυρίως χρηματική αξία και οικονομική ανταποδοτικότητα- να αυξήσεις την
παραγωγικότητα ανά εργατοώρα (όπως την ορίζεις με τα δικά σου οικονομίστικα
κριτήρια), χωρίς να σε απασχολεί αν αυτός που είναι υποχρεωμένος να εμψυχώνει
(ενώ ταυτόχρονα επιφορτίζεται με εκθέσεις, αξιολογήσεις, προγραμματισμούς,
επιμορφώσεις, γραμματειακές υποχρεώσεις, συνεδριάσεις, ενημερώσεις, λογοδοσίες)
μπορεί μετά από όλα αυτά να κάνει με καλή διάθεση τη βασική του δουλειά: αν
μπορεί να εμψυχώνει παιδιά για τα οποία χρειάζεται ψυχική ηρεμία, ισορροπία,
ενσυναίσθηση και υπομονή, να στηρίζει άτομα που κάνουν τα πρώτα τους βήματα σ'
αυτόν τον κόσμο, να είναι ένας θετικός αναμορφωτής αποριών, δυσαρεσκειών και
των δεκάδων κοινωνικών προβλημάτων, να είναι ένας ήρεμος συντονιστής κοινωνικών
πλασμάτων που έχουν τις δικές τους αγωνίες και διψούν για χαρά, αυτοεκτίμηση
και υποστήριξη.
Όταν είσαι άσχετος ή αδιάφορος ή κακόβουλος δεν σε βασανίζει
αν φέρεις τον εκπαιδευτικό σ' αυτήν την αδυναμία εκτέλεσης των βασικών του
υποχρεώσεων. Ή αν τον στήνεις στον τοίχο και αλλάζεις τη δομή της εκπαίδευσης,
τάχα γιατί εκείνος/η φταίει για όλα, γιατί εκείνος είναι που δεν τα καταφέρνει
όπως θα έπρεπε. Ενώ εσύ όλα τα υπόλοιπα-αναλυτικά και ωρολόγια προγράμματα,
εγχειρίδια, υποδομές, κοινωνικοικονομικά προβλήματα τα επιλύεις άμεσα, τα έχεις
κανονίσει μόνος σου υποδειγματικά. Κι από πάνω τον πληρώνεις κι ένα ολόκληρο
χιλιάρικο, αυτό πού το πας. Έτσι, για να μην μπορεί ούτε να απεργήσει...
Πηγή:https://www.facebook.com/tsilikef/posts/10234646042081621?ref=embed_post
Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2025
"Αύρα των γιορτών" -Ηλίας Λ. Παπαμόσχος -Διήγημα
Πρωτοχρονιά θα ξημέρωνε. Βγήκα λίγο στο μπαλκόνι, όχι για να δω κόσμο, ο δρόμος κάτω από το σπίτι μου πάνε χρόνια που είναι έρημος. Βγήκα να δω τον ουρανό, είχα πάντα, από παιδί, αυτή την προσμονή, ξημερώνοντας η νέα χρονιά, να χιονίσει. Είδα στη λάμπα του δρόμου την ομίχλη να πλέει, να νοτίζει τα πάντα, να λάμπει η άσφαλτος. Μπήκα πάλι μέσα, έβαλα τη σήτα στο τζάκι κι ανέβηκα. Η σκάλα αυτή, η εσωτερική, με κουράζει εδώ και χρόνια, άμα την ανεβαίνω, ξεθεώνομαι, άμα την κατεβαίνω, τρέμω, ένα στραβοπάτημα αρκεί
Άμα δεν διαβάσω όταν ξαπλώσω δεν με παίρνει ο ύπνος, δεν κουρνιάζει το μυαλό. Δεν ξέρω πόση ώρα κοιμόμουν όταν ένα επαναλαμβανόμενο σφύριγμα με ξύπνησε. Στην αρχή σκέφτηκα πως τα ξύλα βαστούσαν υγρασία και το ξεψύχισμά της κελαηδούσε, όμως ο ήχος που άκουγα δεν ήταν εκείνος, ο περιορισμένος σε νότες, του νερού, αλλά διανθιζόταν και ποικίλλονταν συνεχώς, σαν κανονικό κελάηδημα. Και μάλιστα δεν ήταν ένα, πολλά μαζί μπλέκονταν, κανονική συναυλία. Γνώριμες ήταν τούτες οι φωνές, τις άκουσα με τον πατέρα σε κάμπους και βουνά: πέρδικας, ορτυκιού, μπεκάτσας. Νόμισα πως μου ‘στριψε, έκλεισα τ’ αυτιά μου για να δω αν μέσα από το κεφάλι μου, από κάποιο χουνέρι της μνήμης οι τρίλιες αυτές ξεπηδούσαν. Μα κλείνοντάς τα μόνο τον ασθενικό βόμβο του σφυγμού μου άκουγα, υπόκωφο κι αδύναμο, σύμφωνο με τα ενενήντα μου χρόνια. Αν κι είχα αρχίσει να τρομάζω δεν έκαμψε αυτό την περιέργειά μου κι αποφάσισα να σηκωθώ. Αλλο παράδοξο με βρήκε όμως. Φως δεν χρειάστηκε ν’ ανάψω, γιατί χρόνια τώρα αφήνω αναμμένο το φως της σκάλας, και για παρέα, αλλά και για ασφάλεια μην κουτρουβαλιαστώ ένεκα της συχνουρίας.
Σήκωσα το πανωκόρμι κι έφερα τα πόδια έξω από το κρεβάτι, όμως δεν έφταναν στο πάτωμα. Και δεν ήταν αυτό μόνο, δεν ήταν δηλαδή μόνο κοντά, αλλά και νεανικά, ήταν τα πόδια που χάθηκαν μαζί με την παιδική μου ηλικία. Εξέτασα τα χέρια μου, το ίδιο. Μια ευεξία ξεχασμένη από καιρό κυλούσε στο κορμί μου και δίνοντας ένα σάλτο στάθηκα όρθιος. Τότε τράβηξε πάλι την προσοχή μου το κελάηδημα, που σαν κάποιος να το διηύθυνε έμοιαζε, ανέβαινε και κατέβαινε οκτάβες, πηδούσε από τόνους σε ημιτόνια. Εστησα αυτί ν’ ακούσω μη σκέπαζε και κανέναν άλλο ήχο, οποιονδήποτε. Και πράγματι μια μιλιά νόμισα πως διέκρινα, που απ’ τη μια μου ‘δωσε απέραντη χαρά κι απ’ την άλλη μου ‘κοψε την ανάσα. Ιδέα μου πως ήταν σκέφτηκα και περίμενα. Η αγωνία μου δεν κόπαζε κι όπως συμβαίνει στα όνειρα επιθύμησα να ξυπνήσω, όμως ένιωσα με βεβαιότητα πως η ζωή μου που την πίστευα ως τα τώρα πραγματική, αυτή ήταν όνειρο, και πως αυτή που ζούσα τώρα, ως παλίμπαις, ήταν η αληθινή. Μάζεψα όσο κουράγιο είχα και είπα: «Ποιος είναι; Ποιος είναι; Είναι κανείς;». Η μόνη απάντηση που πήρα ήταν οι συντονισμένες φωνές των πουλιών, που σφύριξαν τρεις φορές την ίδια νότα, σαν επιβεβαίωση. Απ’ τη μια η περιέργεια απ’ την άλλη ο φόβος με κρατούσαν ακίνητο, ώσπου νίκησε η πρώτη.
Πατώντας μαλακά κατευθύνθηκα προς τη σκάλα. Σκέφτηκα προς στιγμήν να ακολουθήσω την κουπαστή κι απ’ το κενό ανάμεσα στα κάγκελα στο τέλος της να κατεβώ στο πλατύσκαλο. Ομως, παρότι ήμουν παιδί, η ανασφάλεια κι ο φόβος του γέρου δεν μ’ είχαν αφήσει. Αλλωστε αυτό το έκανα πολύ παλιά, θέλοντας να αποφύγω των σκαλιών το τρίξιμο, τα μεσημέρια, όσο οι γονείς κοιμούνταν. Ομως μόλις ακούμπησε το δεξί μου πόδι το πρώτο σκαλί, κοκάλωσα. Οχι, δεν είχε ξυπνήσει η αφρικάνικη καρυδιά, που κι απρόκλητα μες στην πλήρη ησυχία κάποιες φορές βογγούσε. Αρχισε η καρδιά μου να βροντά μέσα στο στέρνο μου και ν’ ανασαίνω πια με δυσκολία. Γιατί πριν την πρώτη στροφή της σκάλας, στο πλατύσκαλο, είδα την Αύρα, το σέτερ που είχαμε, ή θα ‘πρεπε να πω που έχουμε; «Αύρα, Αύρα!», τη φώναξα με αναπάντεχη αγαλλίαση, όμως εκείνη έμενε ακίνητη, μήτε τα μάτια της έστρεψε σε μένα. Ισορροπούσε μέσα σ’ εκείνο της το φερμάρισμα που από τόσους κυνηγούς επαινέθηκε. Απτόητος, έχοντας αποβάλει κάθε αίσθημα φόβου πια, άρχισα να κατεβαίνω γοργά τα σκαλιά για να την αγκαλιάσω. Απορροφημένος από το θέαμά της δεν είδα αρχικά τι συνέβαινε στο σαλόνι. Εφτασα δίπλα της, την αγκάλιασα κι έπειτα άρχισα να της χαϊδεύω το κεφάλι, τη ράχη, την κοιλιά και να της μιλώ. Το σκυλί δεν αντιδρούσε και αν δεν ένιωθα στην παλάμη μου τη λιπαρότητα της ζωντανής τρίχας, αλλά και της καρδιάς της τους χτύπους, θα ορκιζόμουν πως ήταν βαλσαμωμένη. Είχε τα μάτια της καρφωμένα κάπου, κι ένα ανεπαίσθητο αεράκι, που ανανεωνόταν με κάθε της ανάσα, έβγαινε από τα σαν βερνικωμένα ρουθούνια της. Κοίταξα κατά κει που κοιτούσε. Απ’ όσο ήξερα δέντρο είχα χρόνια να στολίσω, κι απ’ όσο θυμάμαι, και θυμάμαι πολύ καλά, το δέντρο που στολίζαμε για τις γιορτές ήτανε πάντοτε τεχνητό. Ομως εκεί, πλάι στη μεγάλη μπαλκονόπορτα του σαλονιού, όπου παλιά το στήναμε, ένα φυσικό έλατο υψωνόταν, εύρωστο, φουντωτό, σαν ο κήπος του γείτονα μες στο σπίτι να συνεχιζόταν. Ετσι εξηγήθηκε το κελάηδημα. Πουλιά όλων των ηλικιών, πουλιά περιζήτητα για τους κυνηγούς το στολίζανε. Κοτσύφια και σπουργίτια, πέρδικες και ορτύκια, μπεκάτσες και τρυγόνια, φάσες κι αγριόπαπιες, τσίχλες και φασιανοί. Εμοιαζε το δέντρο σαν παγονιού ουρά μισάνοιχτη έτσι πως σειόταν καθώς οι ένοικοί του άλλαζαν κλαριά.
Τότε μια φωνή γνώριμη επανέλαβε δυο τρεις φορές, επιτακτικά, αλλά και χαϊδευτικά: «Ησυχα βρε, ήσυχα μην το ρίξετε!». Η καρδιά μου φτερούγισε μες στο στήθος μου, δυο τρεις φορές, σαν θέλοντας να πετάξει προς εκείνη τη φωνή. Και τότε, ντυμένος με τα ρούχα που φορούσε στο κυνήγι ξεπρόβαλε πίσω από το δέντρο ο πατέρας μου. Εγώ, άφωνος και μ’ ανοιχτό το στόμα, τον κοίταξα κι εκείνος μου χαμογέλασε. Τότε, σαν αμολημένα από κλουβί σηκώθηκαν απ’ τα κλαριά τα πουλιά και τρελαμένα άρχισαν να φέρνουν γύρες στο σαλόνι μέσα σ’ ένα κρεσέντο κελαηδισμών. Ο πατέρας τα κοίταξε με μάτια που ‘λαμπαν κι έπειτα μ’ ένα αυστηρό, μα όχι τρομακτικό, φσσστ!!!, τα διέταξε να πάρουν πάλι τη θέση τους. «Γυναίκα, ο κανακάρης σου δεν άντεξε!», είπε μετά κοιτώντας κατά την κουζίνα. Η νέα έκπληξη μ’ έκανε να κατηφορίσω τα σκαλιά όπως όταν ήταν να βγω έξω για παιχνίδι. Το ποδοβολητό μου ανησύχησε προς στιγμήν τα πουλιά, κοκάλωσαν και με κοιτούσαν σαν υπνωτισμένα. Διέσχισα το μικρό χολ και μπούκαρα στην κουζίνα. Ηταν η μάνα μου εκεί μέσα, όπως παλιά, ντυμένη γιορτινά, με το χριστουγεννιάτικο φλογάτο κόκκινο βερνίκι των νυχιών της. Κι ήταν γεμάτο γλυκά το τραπέζι. Ακουγα τα μελομακάρονα να πίνουν τα σιρόπια, έβλεπα τα χιονισμένα βουνά των κουραμπιέδων και τα ξαδέρφια τους, τα τριγωνικά και κυματιστά ισλί, τερψιλαρύγγια φερμένα απ’ την καθ’ ημάς Ανατολή. Κι έξω ο ουρανός έριχνε άχνη πυκνή. Ηθελα τόσα να πω αλλά δεν μπορούσα να βγάλω λέξη, ένιωθα όμως πως δεν χρειαζόταν, ας ένιωθα εγώ πως από αυτό που ζούσα με χώριζαν πολλά χρόνια, εκείνοι με κοιτούσαν και μου μιλούσαν σαν να μην είχαμε χωρίσει στιγμή. Κι έτσι θα ήταν, σκεφτόμουνα, γιατί όλα αυτά τα χρόνια που πίστευα πως είχαν μεσολαβήσει, δεν είχαν αφήσει πίσω καμιά ανάμνηση, σαν όνειρα που σβήνουν την αυγή. Τότε θυμήθηκα την αδερφή μου, μεγαλύτερη από μένα αυτή, ένιωθα την παρουσία της, όμως ακόμη δεν την είχα δει. Η μάνα μ’ είδε πώς κοιτούσα τα ισλί και μου ‘πε να πάρω ένα, μόνο να προσέξω μη με κάψει το σιρόπι, γιατί ότι είχε περιχυθεί. Γυροφέρνοντας τη γλύκα μες στο στόμα βγήκα από την κουζίνα και πήγα πάλι στο σαλόνι. «Ε, αφηρημένε, εμένα δεν θα με δεις;», άκουσα μια ομομήτρια φωνή. «Εσένα δεν σου μιλάω, γιατί δεν μου εμπιστεύεσαι πια τα μυστικά σου», είπα στην αδερφή μου τάχα πειραγμένος. Καθόταν στον καναπέ του σαλονιού. Η καρδιά μου συγχρονίστηκε με το κελάηδημα όσο την κράτησα στην αγκαλιά μου. «Αυτό ήταν», άκουσα τον πατέρα μου να λέει, κι έπειτα: «Γυναίκα, τέλειωσες με τα γλυκά;», φώναξε μετά. Η μάνα μου βγήκε απ’ την κουζίνα, βαστώντας μια πιατέλα με κουραμπιέδες τυλιγμένους με διάφανη μεμβράνη. Ηρθε και την τοποθέτησε στη μέση της τραπεζαρίας και κοίταξε το δέντρο. «Τι ωραία ιδέα που είχες; Πώς δεν το σκέφτηκες νωρίτερα;», είπε η μάνα μου στον πατέρα. «Δεν ήταν και τόσο εύκολο να μάθω στην Αύρα να τα πιάνει στον αέρα», είπε ο πατέρας και κοίταξε περήφανος το σκυλί.
Επειτα μείνανε κι οι τρεις, κοιτώντας με, βουβοί. Ενιωσα πως μια αμηχανία τους συνείχε. Το βλέμμα τους δεν ήταν ξένοιαστο πια. Εμοιαζαν σαν να σκέφτονταν κάτι, το ίδιο πράγμα κι οι τρεις, μα να δίσταζαν να μου το πουν. Κάτι γνώριμο απέπνεε η ματιά τους, κάτι που το είχα νιώσει, κάτι που το γνώριζα κι εγώ. Ηταν όπως στα όνειρα, που βλέπεις κάποιον που έχει πεθάνει κι είσαι λυπημένος γιατί ο πεθαμένος κάνει σαν ζωντανός, κάνει σαν να μην ξέρει ότι έχει πεθάνει κι εσύ νιώθεις πως πρέπει, αλλά δεν έχεις το κουράγιο, να του το πεις. «Πείτε το λοιπόν» όλο μου ερχόταν να τους πω, αλλά κι εμένα κάτι μου σφάλιζε το στόμα. Ομως εκείνοι ήταν για τον ακριβώς αντίθετο λόγο συνεσταλμένοι, κι ενώ ήθελαν τόσο, φοβούμενοι να με κακοκαρδίσουν δεν αποφάσιζαν, για να με προφυλάξουν, να μου πουν πως ήμουν ζωντανός. «Αντε, δεν θ’ ανοίξεις το δώρο σου;» είπε η μάνα μου με λυτρωτικά ενθουσιώδη φωνή. Αυτόματα τα μάτια μου καρφώθηκαν στη βάση του δέντρου. Εκεί, αντί για το συνηθισμένο, περιτυλιγμένο με χριστουγεννιάτικο διακοσμητικό χαρτί, κουτί, είδα τρία ευμεγέθη αυγά πάνω σε χλόη απαλή απλωμένα. Πήγαιναν πέρα δώθε σαν να χόρευαν. Ράγισαν όλα μαζί την ίδια στιγμή κι όταν μισάνοιξαν ξεπρόβαλαν από μέσα τους η γυναίκα μου, ο μεγάλος (ο γιος μου) κι η κόρη μου (η μικρή). Κι όταν ανοίξαν οι αγκαλιές κι ήχησαν τα φιλιά, σώπασαν τιμητικά τα πουλιά, για να γαβγίσει ξέφρενα, χαρμόσυνα η Αύρα, τη νέα χρονιά.
Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025
Κορυφαία 25άδα Euroleague: Πρώτος στις ψήφους του κοινού ο Δημήτρης Διαμαντίδης
Πρώτος στις προτιμήσεις των φιλάθλων για την ανάδειξη της κορυφαίας 25άδας παικτών όλων των εποχών στη Euroleague αναδείχτηκε ο Δημήτρης Διαμαντίδης. Ο εμβληματικός αρχηγός των «πρασίνων» συγκέντρωσε ποσοστό 3,20% από τις ψήφους του κοινού και οι οποίες θα μετρήσουν στο 10% της ανάδειξης των καλύτερων 25 παικτών. Η ψηφοφορία του κοινού εξέπνευσε σήμερα (8/1).