Ποίηση που συγκλονίζει και παρηγορεί
ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου
Rainer Maria Rilke «Οι ελεγείες του Ντουίνο». Μετάφραση Σωτήρης Σελαβής, Επίμετρο Κώστας Κουτσουρέλης. Εκδόσεις Περισπωμένη 2011, σελ. 169
Emily Dickinson «Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά». Ποιήματα και επιστολές. Ανθολόγηση: Λιάνα Σακελλίου. Μετάφραση: Λ. Σακελλίου, Αρτεμις Γρίβα, Φρόσω Μαντά. Επιμέλεια: Λ. Σακελλίου. Gutenberg – Γιώργος & Κώστας Δαρδανός, 2013, σελ. 578.
W.H. Auden «Πένθιμο μπλουζ». Μετάφραση Ερρίκος Σοφράς. Το Ροδακιό, 2012, σελ. 20.
Μαρίνα Τσβετάγιεβα «Βέρστια ΙΙ». Μετάφραση από τα ρωσικά: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης. Εκδόσεις Ενδυμίων, 2013, σελ. 80.
Ακούγεται παράδοξο, αλλά η ποίηση, αν και είναι η τέχνη την οποία περιφρονούν όλοι οι οικονομικοί δείκτες, φαίνεται ότι θα επιζήσει, σχετικά αλώβητη, περισσότερο από τις υπόλοιπες, το μυθιστόρημα, τη μουσική, τον κινηματογράφο, την εικαστική δημιουργία, που αντιμετωπίζονται όλο και πιο συχνά σαν εμπορικά –και μόνο– προϊόντα. Να αίφνης τέσσερα διαφορετικά μεταξύ τους ποιητικά βιβλία, που αν και δεν υπόσχονται απτά και άμεσα κέρδη, βρήκαν και μεταφραστές και εκδότες και είθε να βρουν και αναγνώστες.
Από τις εκδόσεις Περισπωμένη κυκλοφορούν «Οι ελεγείες του Ντουίνο» του Ράινερ Μαρία Ρίλκε σε μετάφραση και με εκτενείς σημειώσεις από τον ποιητή Σωτήρη Σελαβή και επίμετρο του επίσης ποιητή Κώστα Κουτσουρέλη, μια συλλογή που έχει ήδη μεταφραστεί αρκετές φορές στα ελληνικά και ως εκ τούτου η κυκλοφορία της είναι δείγμα μεγάλης εκδοτικής τόλμης. Από τις εκδόσεις Gutenberg κυκλοφόρησε μόλις ένας ογκώδης τόμος με ποιήματα και επιστολές της Εμιλι Ντίκινσον με τον τίτλο «Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά» σε μετάφραση Λιάνας Σακελλίου (η οποία υπογράφει και την εκτενή εισαγωγική μελέτη), Α. Γρίβα και Φ. Μαντά. Ενας τόμος 580 σελίδων. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή του ολιγοσέλιδου φυλλαδίου των εκδόσεων Το ροδακιό, που περιέχει δύο όλα κι όλα ποιήματα του Γ.Χ. Οντεν σε μετάφραση του Ερρίκου Σοφρά, «Πένθιμο μπλουζ – Στη μνήμη του Γ. Μπ. Γέητς». Ακόμη πιο ιδιότυπη, για τα εκδοτικά ειωθότα μας, είναι η ποιητική συλλογή της Μαρίνας Τσβετάγιεβα «Βέρστια II» από τις εκδόσεις Ενδυμίων σε μετάφραση του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη: η έκδοση βγαίνει (αρχικά τουλάχιστον ελπίζουμε) σε εκατό αριθμημένα αντίτυπα, η διάθεση γίνεται με κατάλογο προαγορών, μέσω του εκδότη ή του μεταφραστή, και τα ονόματα των συνδρομητών θα αναγράφονται σε ειδικές σελίδες στο τέλος του βιβλίου.
Ο Γ.Χ. Oντεν, για να ξεκινήσουμε απ’ αυτόν, είναι ο επιφανέστερος ποιητής της γενιάς του και αναμφίβολα ένας από τους σημαντικότερους του εικοστού αιώνα. Eνας δημιουργός στου οποίου το έργο εμπεριέχεται, κατακτημένο και χωνεμένο, μεγάλο μέρος της προγενέστερης ποιητικής δημιουργίας και ο οποίος είναι ταυτόχρονα σταθερά προσηλωμένος στη μορφική ποικιλία και απόλυτα μοντέρνος στη θεματική και στη γλώσσα που χρησιμοποιεί. Στα δύο όλα κι όλα ποιήματά του που μεταφέρει στη γλώσσα μας ο ικανότατος μεταφραστής Ερρίκος Σοφράς είναι φανερά τα βασικά στοιχεία της γραφής του Bρετανού ποιητή. Στο «Πένθιμο μπλουζ» θρηνεί για τον θάνατο του αγαπημένου προσώπου ζητώντας την κατασίγαση κάθε ήχου, το σβήσιμο κάθε λάμψης, τον εξοβελισμό κάθε καλού από προσώπου γης – μη βρίσκοντας και μη αποδεχόμενος καμία παρηγοριά για το μαύρο γεγονός του θανάτου. Αντιθέτως, στο ποίημα «Στη μνήμη του Γ. Μπ. Γέητς», ένα από τα πιο σημαντικά ποιήματα ενός μεγάλου δημιουργού, φαίνεται πως και μετά τον θάνατο κάτι μένει, κάτι επιζεί. Η ποίηση, λέει ο Οντεν, «επιβιώνει / Είναι κάτι που συμβαίνει, είναι ένα στόμα», συνεχίζει να ζει ανεξάρτητα από τον δημιουργό της, μέσα στα σπλάχνα των ζωντανών, στις ψυχές των αναγνωστών. Η έκδοση των δύο αυτών ελεγειακών ποιημάτων είναι, πολύ ταιριαστά, αφιερωμένη από τον μεταφραστή τους «στη σκιά του Βασίλη Διοσκουρίδη», του διανοούμενου και επιμελητή εκδόσεων και εκδότη του περιοδικού «Εκηβόλος» και ψυχή μαζί με την Τζούλια Τσακίρη των εκδόσεων «Το Ροδακιό».
Ελεγειακός είναι, προφανέστατα, ο τόνος και στις «Ελεγείες του Ντουίνο» του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, οι οποίες άρχισαν να γράφονται στον πύργο του Ντουίνο, κοντά στην Τεργέστη, το 1912 και ολοκληρώθηκαν στην Ελβετία το 1922. Δεν είναι όμως θρηνητικός ο τόνος τους, δεν είναι μελαγχολικός. Ο όρος «ελεγείες» δηλώνει περισσότερο, καθώς διαβάζουμε στο κατατοπιστικό και ερεθιστικό επίμετρο του Κώστα Κουτσουρέλη, την αντιμέτρηση του ιδεώδους με το πραγματικό. Ο ποιητής αναζητάει, σε αυτά τα δέκα ποιήματα, τον χώρο όπου η ζωή και ο θάνατος παύουν πια να είναι δύο διαφορετικές και αντίθετες καταστάσεις, αλλά συγχωνεύονται και γίνονται ο τόπος όπου διαβαίνουν εκείνες οι ανώτερες μορφές που προσωποποιούν τον απελευθερωμένο και μεταμορφωμένο άνθρωπο: «Οι άγγελοι (λένε) συχνά δεν θα ‘ξεραν αν ανάμεσα / σε ζωντανούς περπατούν ή νεκρούς. Το αιώνιο ρεύμα / μέσα κι απ’ τους δυο κόσμους συμπαρασύρει πάντοτε / όλες τις ηλικίες, και στη βοή του πνίγει τη φωνή τους». Εννοείται πως καμία ανάγνωση και ερμηνεία δεν μπορεί να εξαντλήσει τα πολυεπίπεδα αυτά ποιήματα, που στοχεύουν απευθείας στη διατύπωση του νοήματος της ανθρώπινης ύπαρξης. Η μετάφραση του Σωτήρη Σελαβή (ένατη ολοκληρωμένη των «Ελεγειών» στη γλώσσα μας) καταφέρνει ωστόσο το πιο σημαντικό, διασώζει «εκείνη τη δόνηση που μας συναρπάζει και παρηγορεί και βοηθά», όπως διαβάζουμε στην πρώτη ελεγεία. Ολα τα υπόλοιπα είναι δουλειά του αναγνώστη.
Από τους τέσσερις σημαντικότερους, κατά γενική σχεδόν ομολογία, Ρώσους ποιητές του εικοστού αιώνα, τον Μπόρις Πάστερνακ, τον Οσιπ Μάντελσταμ, τη Μαρίνα Τσβετάγιεβα και την Αννα Αχμάτοβα, η περισσότερο αναγνωρισμένη στην Ελλάδα είναι η τελευταία, ενώ οι υπόλοιποι είναι γνωστοί κυρίως με άλλες τους ιδιότητες κι όχι ως ποιητές. Ο Δημήτρης Τριανταφυλλίδης, επίμονος και εκλεκτικός μεταφραστής της ρωσικής ποίησης, επιλέγει τώρα να παρουσιάσει στη γλώσσα μας μία ποιητική συλλογή της «πιο ευρωπαίας ρωσίδας ποιήτριας του εικοστού αιώνα», της Τσβετάγιεβα, τα «Βέρστια ΙΙ» (βέρστι = ρωσική μονάδα μέτρησης μήκους).
Πρόκειται για τριάντα πέντε σύντομα ποιήματα γραμμένα από το 1917 (λίγο πριν από το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης, στην οποία η Τσβετάγιεβα υπήρξε εξαρχής αντίθετη) ώς το 1920. Τα χρόνια εκείνα η τριαντάχρονη τότε ποιήτρια ζούσε στη Μόσχα με τις κόρες της και χωρίς τον άντρα της, ο οποίος πολεμούσε στον Στρατό των Λευκών εναντίον των Μπολσεβίκων. Κι όμως ο αντίκτυπος των γεγονότων αυτών δεν αναγνωρίζεται ξεκάθαρα στη συλλογή, στην οποία συναντάμε κυρίως ποιήματα για τον έρωτα, για τις μεταμορφώσεις της φύσης, για την πόλη και για την ποίηση· και αυτά με την τόσο χαρακτηριστική για την Τσβετάγιεβα οξεία παρατηρητικότητά της.
Τα ποιήματα είναι όλα, κατά τη συνήθειά της, άτιτλα και με ακρίβεια χρονολογημένα, θυμίζοντας έτσι ημερολογιακές καταγραφές· μια εντύπωση που εν μέρει μόνο αναιρείται από την παρουσία δραματικών προσωπείων που φέρει η ποιήτρια σε αρκετά από αυτά – μένοντας όμως πάντα ο εαυτός της: «Εγώ ακόμη και στον επιθανάτιο λόξυγκα θα παραμείνω ποιήτρια!».
Ο στίχος της Μαρίνας Τσβετάγιεβα περιγράφει με ακρίβεια τη συνθήκη ζωής και της Εμιλι Ντίκινσον (1830-1886). Η Αμερικανίδα ποιήτρια, όπως πληροφορούμαστε από την εξαιρετικά κατατοπιστική εισαγωγή στον τόμο των εκδόσεων Gutenberg, γεννήθηκε και μεγάλωσε σ’ ένα αυστηρό χριστιανικό περιβάλλον, όπου ακόμα και η ανάγνωση μυθιστορημάτων ήταν απαγορευμένη και ο προορισμός της γυναίκας ήταν, εννοείται, η δημιουργία οικογένειας και η φροντίδα του σπιτιού. Η ίδια δεν παντρεύτηκε ποτέ ούτε όμως κατόρθωσε να υπερβεί εντελώς τους περιορισμούς που έθετε η εποχή στο φύλο της: «τα χέρια μου μόνο δυο – όχι τέσσερα, ή πέντε όπως έπρεπε να είναι – και τόσες πολλές ανάγκες – κι εγώ τόσο πολύ βολική – κι ο χρόνος μου τόσο ασήμαντος – και το γράψιμό μου τόσο περιττό».
Γύρω στα είκοσι πέντε της χρόνια ωστόσο η Εμιλι Ντίκινσον άρχισε σταδιακά να αποτραβιέται από τη ζωή που της είχαν ετοιμάσει: θα ζήσει ώς το τέλος της κλεισμένη στο σπίτι (στο δωμάτιό της όταν έρχονταν επισκέπτες), φορώντας αποκλειστικά λευκά φορέματα και γράφοντας τα 1.789 ποιήματά της που γνωρίζουμε καθώς και χιλιάδες επιστολές: «δεν επρόκειτο για αναχωρητισμό, προκειμένου να ζήσει ως ερημίτισσα», διευκρινίζει μια μελετήτριά της, «αλλά για μιαν απομόνωση που περιελάμβανε μεγάλο εύρος ανθρώπων, αναγνωσμάτων και αλληλογραφίας». Η Εμιλι Ντίκινσον στο εξής θα ζήσει για την ποίηση, μια ποίηση ξεχωριστή και πρωτότυπη, που την χαρακτηρίζουν η αντισυμβατικότητα στη μορφή, η στοχαστικότητα, η συναισθηματικότητα και η ακρίβεια της παρατήρησης, η ελλειπτικότητα και η αινιγματικότητα. Μια ποίηση που, όποιο κι αν είναι το θέμα της, πραγματεύεται πάντα τη διαλεκτική της θνητότητας και της αθανασίας.
Η έκδοση, που επιμελήθηκε η Λιάνα Σακελλίου, είναι πολύτιμη για τον Ελληνα αναγνώστη και για την εισαγωγή της, όπως είπαμε, και για τα 60 ποιήματα που περιλαμβάνει, αλλά κυρίως για τις 165 επιστολές (περισσότερες από 300 σελίδες) που μεταφράζει υποδειγματικά η Φρόσω Μαντά και οι οποίες διαβάζονται και ως άμεση πηγή πληροφοριών για την ποιήτρια, αλλά και για την υψηλή λογοτεχνική αξία που έχουν.
Του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου
Rainer Maria Rilke «Οι ελεγείες του Ντουίνο». Μετάφραση Σωτήρης Σελαβής, Επίμετρο Κώστας Κουτσουρέλης. Εκδόσεις Περισπωμένη 2011, σελ. 169
Emily Dickinson «Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά». Ποιήματα και επιστολές. Ανθολόγηση: Λιάνα Σακελλίου. Μετάφραση: Λ. Σακελλίου, Αρτεμις Γρίβα, Φρόσω Μαντά. Επιμέλεια: Λ. Σακελλίου. Gutenberg – Γιώργος & Κώστας Δαρδανός, 2013, σελ. 578.
W.H. Auden «Πένθιμο μπλουζ». Μετάφραση Ερρίκος Σοφράς. Το Ροδακιό, 2012, σελ. 20.
Μαρίνα Τσβετάγιεβα «Βέρστια ΙΙ». Μετάφραση από τα ρωσικά: Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης. Εκδόσεις Ενδυμίων, 2013, σελ. 80.
Ακούγεται παράδοξο, αλλά η ποίηση, αν και είναι η τέχνη την οποία περιφρονούν όλοι οι οικονομικοί δείκτες, φαίνεται ότι θα επιζήσει, σχετικά αλώβητη, περισσότερο από τις υπόλοιπες, το μυθιστόρημα, τη μουσική, τον κινηματογράφο, την εικαστική δημιουργία, που αντιμετωπίζονται όλο και πιο συχνά σαν εμπορικά –και μόνο– προϊόντα. Να αίφνης τέσσερα διαφορετικά μεταξύ τους ποιητικά βιβλία, που αν και δεν υπόσχονται απτά και άμεσα κέρδη, βρήκαν και μεταφραστές και εκδότες και είθε να βρουν και αναγνώστες.
Από τις εκδόσεις Περισπωμένη κυκλοφορούν «Οι ελεγείες του Ντουίνο» του Ράινερ Μαρία Ρίλκε σε μετάφραση και με εκτενείς σημειώσεις από τον ποιητή Σωτήρη Σελαβή και επίμετρο του επίσης ποιητή Κώστα Κουτσουρέλη, μια συλλογή που έχει ήδη μεταφραστεί αρκετές φορές στα ελληνικά και ως εκ τούτου η κυκλοφορία της είναι δείγμα μεγάλης εκδοτικής τόλμης. Από τις εκδόσεις Gutenberg κυκλοφόρησε μόλις ένας ογκώδης τόμος με ποιήματα και επιστολές της Εμιλι Ντίκινσον με τον τίτλο «Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά» σε μετάφραση Λιάνας Σακελλίου (η οποία υπογράφει και την εκτενή εισαγωγική μελέτη), Α. Γρίβα και Φ. Μαντά. Ενας τόμος 580 σελίδων. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή του ολιγοσέλιδου φυλλαδίου των εκδόσεων Το ροδακιό, που περιέχει δύο όλα κι όλα ποιήματα του Γ.Χ. Οντεν σε μετάφραση του Ερρίκου Σοφρά, «Πένθιμο μπλουζ – Στη μνήμη του Γ. Μπ. Γέητς». Ακόμη πιο ιδιότυπη, για τα εκδοτικά ειωθότα μας, είναι η ποιητική συλλογή της Μαρίνας Τσβετάγιεβα «Βέρστια II» από τις εκδόσεις Ενδυμίων σε μετάφραση του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη: η έκδοση βγαίνει (αρχικά τουλάχιστον ελπίζουμε) σε εκατό αριθμημένα αντίτυπα, η διάθεση γίνεται με κατάλογο προαγορών, μέσω του εκδότη ή του μεταφραστή, και τα ονόματα των συνδρομητών θα αναγράφονται σε ειδικές σελίδες στο τέλος του βιβλίου.
Ο Γ.Χ. Oντεν, για να ξεκινήσουμε απ’ αυτόν, είναι ο επιφανέστερος ποιητής της γενιάς του και αναμφίβολα ένας από τους σημαντικότερους του εικοστού αιώνα. Eνας δημιουργός στου οποίου το έργο εμπεριέχεται, κατακτημένο και χωνεμένο, μεγάλο μέρος της προγενέστερης ποιητικής δημιουργίας και ο οποίος είναι ταυτόχρονα σταθερά προσηλωμένος στη μορφική ποικιλία και απόλυτα μοντέρνος στη θεματική και στη γλώσσα που χρησιμοποιεί. Στα δύο όλα κι όλα ποιήματά του που μεταφέρει στη γλώσσα μας ο ικανότατος μεταφραστής Ερρίκος Σοφράς είναι φανερά τα βασικά στοιχεία της γραφής του Bρετανού ποιητή. Στο «Πένθιμο μπλουζ» θρηνεί για τον θάνατο του αγαπημένου προσώπου ζητώντας την κατασίγαση κάθε ήχου, το σβήσιμο κάθε λάμψης, τον εξοβελισμό κάθε καλού από προσώπου γης – μη βρίσκοντας και μη αποδεχόμενος καμία παρηγοριά για το μαύρο γεγονός του θανάτου. Αντιθέτως, στο ποίημα «Στη μνήμη του Γ. Μπ. Γέητς», ένα από τα πιο σημαντικά ποιήματα ενός μεγάλου δημιουργού, φαίνεται πως και μετά τον θάνατο κάτι μένει, κάτι επιζεί. Η ποίηση, λέει ο Οντεν, «επιβιώνει / Είναι κάτι που συμβαίνει, είναι ένα στόμα», συνεχίζει να ζει ανεξάρτητα από τον δημιουργό της, μέσα στα σπλάχνα των ζωντανών, στις ψυχές των αναγνωστών. Η έκδοση των δύο αυτών ελεγειακών ποιημάτων είναι, πολύ ταιριαστά, αφιερωμένη από τον μεταφραστή τους «στη σκιά του Βασίλη Διοσκουρίδη», του διανοούμενου και επιμελητή εκδόσεων και εκδότη του περιοδικού «Εκηβόλος» και ψυχή μαζί με την Τζούλια Τσακίρη των εκδόσεων «Το Ροδακιό».
Ελεγειακός είναι, προφανέστατα, ο τόνος και στις «Ελεγείες του Ντουίνο» του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, οι οποίες άρχισαν να γράφονται στον πύργο του Ντουίνο, κοντά στην Τεργέστη, το 1912 και ολοκληρώθηκαν στην Ελβετία το 1922. Δεν είναι όμως θρηνητικός ο τόνος τους, δεν είναι μελαγχολικός. Ο όρος «ελεγείες» δηλώνει περισσότερο, καθώς διαβάζουμε στο κατατοπιστικό και ερεθιστικό επίμετρο του Κώστα Κουτσουρέλη, την αντιμέτρηση του ιδεώδους με το πραγματικό. Ο ποιητής αναζητάει, σε αυτά τα δέκα ποιήματα, τον χώρο όπου η ζωή και ο θάνατος παύουν πια να είναι δύο διαφορετικές και αντίθετες καταστάσεις, αλλά συγχωνεύονται και γίνονται ο τόπος όπου διαβαίνουν εκείνες οι ανώτερες μορφές που προσωποποιούν τον απελευθερωμένο και μεταμορφωμένο άνθρωπο: «Οι άγγελοι (λένε) συχνά δεν θα ‘ξεραν αν ανάμεσα / σε ζωντανούς περπατούν ή νεκρούς. Το αιώνιο ρεύμα / μέσα κι απ’ τους δυο κόσμους συμπαρασύρει πάντοτε / όλες τις ηλικίες, και στη βοή του πνίγει τη φωνή τους». Εννοείται πως καμία ανάγνωση και ερμηνεία δεν μπορεί να εξαντλήσει τα πολυεπίπεδα αυτά ποιήματα, που στοχεύουν απευθείας στη διατύπωση του νοήματος της ανθρώπινης ύπαρξης. Η μετάφραση του Σωτήρη Σελαβή (ένατη ολοκληρωμένη των «Ελεγειών» στη γλώσσα μας) καταφέρνει ωστόσο το πιο σημαντικό, διασώζει «εκείνη τη δόνηση που μας συναρπάζει και παρηγορεί και βοηθά», όπως διαβάζουμε στην πρώτη ελεγεία. Ολα τα υπόλοιπα είναι δουλειά του αναγνώστη.
Από τους τέσσερις σημαντικότερους, κατά γενική σχεδόν ομολογία, Ρώσους ποιητές του εικοστού αιώνα, τον Μπόρις Πάστερνακ, τον Οσιπ Μάντελσταμ, τη Μαρίνα Τσβετάγιεβα και την Αννα Αχμάτοβα, η περισσότερο αναγνωρισμένη στην Ελλάδα είναι η τελευταία, ενώ οι υπόλοιποι είναι γνωστοί κυρίως με άλλες τους ιδιότητες κι όχι ως ποιητές. Ο Δημήτρης Τριανταφυλλίδης, επίμονος και εκλεκτικός μεταφραστής της ρωσικής ποίησης, επιλέγει τώρα να παρουσιάσει στη γλώσσα μας μία ποιητική συλλογή της «πιο ευρωπαίας ρωσίδας ποιήτριας του εικοστού αιώνα», της Τσβετάγιεβα, τα «Βέρστια ΙΙ» (βέρστι = ρωσική μονάδα μέτρησης μήκους).
Πρόκειται για τριάντα πέντε σύντομα ποιήματα γραμμένα από το 1917 (λίγο πριν από το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης, στην οποία η Τσβετάγιεβα υπήρξε εξαρχής αντίθετη) ώς το 1920. Τα χρόνια εκείνα η τριαντάχρονη τότε ποιήτρια ζούσε στη Μόσχα με τις κόρες της και χωρίς τον άντρα της, ο οποίος πολεμούσε στον Στρατό των Λευκών εναντίον των Μπολσεβίκων. Κι όμως ο αντίκτυπος των γεγονότων αυτών δεν αναγνωρίζεται ξεκάθαρα στη συλλογή, στην οποία συναντάμε κυρίως ποιήματα για τον έρωτα, για τις μεταμορφώσεις της φύσης, για την πόλη και για την ποίηση· και αυτά με την τόσο χαρακτηριστική για την Τσβετάγιεβα οξεία παρατηρητικότητά της.
Τα ποιήματα είναι όλα, κατά τη συνήθειά της, άτιτλα και με ακρίβεια χρονολογημένα, θυμίζοντας έτσι ημερολογιακές καταγραφές· μια εντύπωση που εν μέρει μόνο αναιρείται από την παρουσία δραματικών προσωπείων που φέρει η ποιήτρια σε αρκετά από αυτά – μένοντας όμως πάντα ο εαυτός της: «Εγώ ακόμη και στον επιθανάτιο λόξυγκα θα παραμείνω ποιήτρια!».
Ο στίχος της Μαρίνας Τσβετάγιεβα περιγράφει με ακρίβεια τη συνθήκη ζωής και της Εμιλι Ντίκινσον (1830-1886). Η Αμερικανίδα ποιήτρια, όπως πληροφορούμαστε από την εξαιρετικά κατατοπιστική εισαγωγή στον τόμο των εκδόσεων Gutenberg, γεννήθηκε και μεγάλωσε σ’ ένα αυστηρό χριστιανικό περιβάλλον, όπου ακόμα και η ανάγνωση μυθιστορημάτων ήταν απαγορευμένη και ο προορισμός της γυναίκας ήταν, εννοείται, η δημιουργία οικογένειας και η φροντίδα του σπιτιού. Η ίδια δεν παντρεύτηκε ποτέ ούτε όμως κατόρθωσε να υπερβεί εντελώς τους περιορισμούς που έθετε η εποχή στο φύλο της: «τα χέρια μου μόνο δυο – όχι τέσσερα, ή πέντε όπως έπρεπε να είναι – και τόσες πολλές ανάγκες – κι εγώ τόσο πολύ βολική – κι ο χρόνος μου τόσο ασήμαντος – και το γράψιμό μου τόσο περιττό».
Γύρω στα είκοσι πέντε της χρόνια ωστόσο η Εμιλι Ντίκινσον άρχισε σταδιακά να αποτραβιέται από τη ζωή που της είχαν ετοιμάσει: θα ζήσει ώς το τέλος της κλεισμένη στο σπίτι (στο δωμάτιό της όταν έρχονταν επισκέπτες), φορώντας αποκλειστικά λευκά φορέματα και γράφοντας τα 1.789 ποιήματά της που γνωρίζουμε καθώς και χιλιάδες επιστολές: «δεν επρόκειτο για αναχωρητισμό, προκειμένου να ζήσει ως ερημίτισσα», διευκρινίζει μια μελετήτριά της, «αλλά για μιαν απομόνωση που περιελάμβανε μεγάλο εύρος ανθρώπων, αναγνωσμάτων και αλληλογραφίας». Η Εμιλι Ντίκινσον στο εξής θα ζήσει για την ποίηση, μια ποίηση ξεχωριστή και πρωτότυπη, που την χαρακτηρίζουν η αντισυμβατικότητα στη μορφή, η στοχαστικότητα, η συναισθηματικότητα και η ακρίβεια της παρατήρησης, η ελλειπτικότητα και η αινιγματικότητα. Μια ποίηση που, όποιο κι αν είναι το θέμα της, πραγματεύεται πάντα τη διαλεκτική της θνητότητας και της αθανασίας.
Η έκδοση, που επιμελήθηκε η Λιάνα Σακελλίου, είναι πολύτιμη για τον Ελληνα αναγνώστη και για την εισαγωγή της, όπως είπαμε, και για τα 60 ποιήματα που περιλαμβάνει, αλλά κυρίως για τις 165 επιστολές (περισσότερες από 300 σελίδες) που μεταφράζει υποδειγματικά η Φρόσω Μαντά και οι οποίες διαβάζονται και ως άμεση πηγή πληροφοριών για την ποιήτρια, αλλά και για την υψηλή λογοτεχνική αξία που έχουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου