ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Δύο ποιητικές κορφές του 20ού αιώνα
Οσον αφορά τουλάχιστον την ποίηση, ο 20ός αιώνας υπήρξε αναμφισβήτητα η πιο ενδιαφέρουσα περίοδος που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα ώς σήμερα. Σε καμία άλλη εποχή το δημιουργικό πνεύμα του ανθρώπου δεν δοκίμασε τόσο πολλούς και διαφορετικούς δρόμους για να εκδηλωθεί - κάποτε αδιέξοδους και απογοητευτικούς, συχνά όμως γόνιμους και συναρπαστικούς.
«Το θαλασσινό κοιμητήρι» του Πολ Βαλερί και η «Ηλιόπετρα» του Οκτάβιο Πας, τα οποία κυκλοφόρησαν άλλη μια φορά στη γλώσσα μας σε νέες μεταφράσεις και εξαιρετικά προσεγμένες εκδόσεις, Περισπωμένη και Gutenberg αντιστοίχως, δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνονται σε κάθε λίστα των μεγάλων ποιητικών έργων που μας κληροδότησε αυτός ο αιώνας - μαζί με τα «Ελεγεία του Ντουίνο» του Ρίλκε, τα «Τέσσερα Κουαρτέτα» του Ελιοτ και τα «Κάντος» του Πάουντ, για να περιοριστούμε σε ελάχιστα μόνο.
Τα τόσο διαφορετικά αυτά πολύστιχα ποιήματα, του Βαλερί και του Πας, μοιράζονται, απροσδόκητα ίσως, ένα τουλάχιστον κοινό χαρακτηριστικό: ενώ έρχονται και τα δύο μέσα ή αμέσως μετά από εποχές που απελευθέρωσαν και έδωσαν απόλυτη εξουσία στο φαντασιακό δυναμικό του ποιητή, οι δημιουργοί τους αντιδρούν στην αναρχία της έμπνευσης και επιχειρούν να της θέσουν όρια και κανόνες, και να βάλουν σε τάξη το ανεξέλεγκτο, κυρίως με την αρχιτεκτονική του ποιήματος και την αυστηρότητα της οργάνωσής του.
Ετσι κάνει ο Βαλερί στο «Θαλασσινό κοιμητήρι», που δημοσιεύεται το 1920, ακολουθώντας και αντιδρώντας στο σαρωτικό κίνημα του ρομαντισμού, έτσι περίπου και ο Οκτάβιο Πας στην «Ηλιόπετρα», που δημοσιεύεται το 1957 και χωρίς να αρνείται τις υπερρεαλιστικές του καταβολές επιχειρεί να τις τιθασεύσει περιορίζοντας εκούσια τη δημιουργική του ελευθερία και την αλαζονεία και ευκολία του απροσχεδίαστου. Γιατί «ποιητής», γράφει ο Βαλερί, «είναι αυτός που οι εγγενείς δυσκολίες της τέχνης του τού προσφέρουν ιδέες - κι όχι αυτός που με τις δυσκολίες εξαντλείται».
«Το θαλασσινό κοιμητήρι» είναι το πιο γνωστό και σημαντικό ποίημα του Βαλερί, χωρίς ωστόσο να είναι και το πλέον χαρακτηριστικό της ποιητικής του. Ο προσωπικός και άμεσος τόνος του ποιήματος και η ψυχική συγκίνηση που αναδίνει το απομακρύνουν από την καθαρή ποίηση, την ποίηση που αποτελούσε το ιδανικό του Γάλλου ποιητή και η οποία απέκλειε την αφήγηση και το δράμα, τη ρητορεία και τη διδαχή, την υποκειμενικότητα και κάθε μορφής αυτοβιογραφισμό.
Το ποίημα, το οποίο στο πρωτότυπο συντίθεται από είκοσι τέσσερις εξάστιχες στροφές, σε δεκασύλλαβους στίχους με ομοιοκαταληξία, έχει μεταφραστεί αρκετές φορές στα ελληνικά - από τον Αναστάσιο Γιανναρά, τον Ανδρέα Καραντώνη, τη Ρόη Παπαγγέλου, τον Ιωάννη-Ανδρέα Γ. Βλάχο, την Ολυμπία Γλυκιώτη, τον Κώστα Λάνταβο. Ο Γιώργος Βαρθαλίτης με τη σειρά του αποδίδει το ποίημα σε έμμετρη μορφή αλλά χωρίς αυστηρότητα: η βάση του είναι ο δεκατρισύλλαβος στίχος, ο οποίος όμως κατά περίπτωση μακραίνει ή κονταίνει. Η επιλογή αυτή απαλλάσσει σε γενικές γραμμές την απόδοσή του από την άσκηση υπερβολικής πίεσης στη γλώσσα - όχι ωστόσο πάντα.
≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈≈
Το ποίημα ανακαλεί το νεκροταφείο της γενέτειρας του ποιητή, της μεσογειακής πόλης Σετ, όπου κάτω από τον ήλιο της μεσημβρίας και πλάι στη θάλασσα, ανάμεσα στα πεύκα και τα μνήματα, απλώνεται η γαλήνη· εκεί τριγυρνώντας ο ποιητής μοιάζει μ’ έναν μοναχικό ποιμένα που βόσκει το μυστηριώδες κοπάδι του και στοχάζεται τη ζωή και τον θάνατο, την ύπαρξη και τη φθορά, τη χαρά και τη θλίψη: «Λιώσανε πια σε μια παχύρρευστη απουσία, / Κόκκινη γη ήπιε τη λευκότη των θνητών, / Το δώρο της ζωής γύρισε στα λουλούδια! / Πού είναι οι συνήθεις φράσεις των νεκρών, / Οι τρόποι, οι ασύγκριτες ψυχές τους;». Ο Βαλερί δεν συνθέτει ωστόσο μια ζοφερή μελέτη θανάτου και το ποίημά του απέχει πολύ από το να αποτελεί μιαν αποκαρδιωμένη αποδοχή της άφευκτης μοίρας των θνητών· πρόκειται μάλλον για μια κατάφαση της ζωής. Ο ήλιος του μεσημεριού και η γειτνίαση της θάλασσας καλούν τον ποιητή, κι αυτός τον αναγνώστη, να ζήσει, να συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου και να βυθιστεί στην ευδαιμονία της ύπαρξης: «Αυτή η δροσιά που η θάλασσα αναδίνει / Μου ξαναδίνει την ψυχή… Ω δύναμη άλμης! / Ξαναζωντάνεψε στους κύματος τη δίνη!».
Παρόμοια κατάφαση της ζωής διατρέχει και την «Ηλιόπετρα» του Οκτάβιο Πας, ένα μακρό ποίημα πεντακοσίων ενενήντα ενδεκασύλλαβων στίχων, μια μεγάλη κυκλική φράση που ξεκινάει και καταλήγει με τις ίδιες λέξεις και στο ενδιάμεσο αναπτύσσεται σαν «το πέρασμα ενός ποταμού που ελίσσεται, / μακραίνει, αναποδίζει, αλλάζει κοίτη / και πάντα εκβάλλει: μια πορεία γαλήνια / άστρου ή άνοιξης που δεν επείγει, / νερό που με τα βλέφαρα κλεισμένα / όλη τη νύχτα μαντικό αναβλύζει». Ο ποιητής διατρέχει με τη μνήμη και τον λόγο του ολόκληρη τη ζωή του και επιχειρεί να δώσει διάρκεια στη στιγμή. Να ξαναζωντανέψει με τη δύναμη της ποίησης τις στιγμές του παρελθόντος του και να τις μετατρέψει σε ένα πυκνό και ταυτόχρονα ρευστό, ζωντανό παρόν.
Το ποίημα ξεκινάει με την εικόνα του ποταμού, για να οδηγηθεί γρήγορα στο ερωτικό σώμα και από εκεί στον χρόνο, ταυτίζοντας τελικά τα δύο και αντικρίζοντας και αγκαλιάζοντας με αυτό τον τρόπο ολόκληρη την πραγματικότητα: «η ώρα σπινθηρίζει, παίρνει σώμα, / είναι ορατός στο σώμα σου ήδη ο κόσμος, / διάφανος μες στη διαφάνειά σου». Ανασταίνει «γράμμα το γράμμα» ο ποιητής όλους τους αιώνες σε μία στιγμή, ακολουθεί διαδρομές του χρόνου και της προσωπικής του μνήμης, επισκέπτεται τόπους και ονόματα, δωμάτια και δρόμους και ενώνει το παν μέσα σε μια ερωτική στιγμή, που είναι η λύτρωση που υπόσχεται η ποίηση και η ζωή: «ο κόσμος ξανανθίζει όταν γελώντας / τρως ένα πορτοκάλι, αλλάζει ο κόσμος / αν δυο, απ’ τον ίλιγγο ενωμένοι, πέσουν / στη χλόη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου