15/07/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
Για τις όμορφες πόλεις της χώρας (μας)
Του Γιώργου Σταματόπουλου
Το μασκάρεμα, η προσποίηση, το να θέλουμε να δείξουμε ότι είμαστε κάτι άλλο ανώτερο απ” αυτό που πραγματικά είμαστε, έχει μακρά παράδοση, δεν είναι ίδιον των καιρών μας. Περισσότερο φαίνεται να έχει να κάνει με το νόημα που απεγνωσμένα προσπαθούμε να δώσουμε στη ζωή μας, για να παρουσιάζεται ως ενδιαφέρουσα και όχι σαν μίζερη και εξαθλιωμένη· ίσως και για να γίνουμε πιο αγαπητοί στους διπλανούς. Αλλά πόσο διαρκεί η κίβδηλη τούτη μεταμόρφωση; Οχι πολύ. Κάποτε, πολύ σύντομα, αυτό αποκαλύπτεται, για τούτο και γινόμαστε ανυπόφοροι ο ένας στον άλλο.
Ενας έξοχος Ιταλός στοχαστής έλεγε ότι αυτό αφορά όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά ολόκληρους πληθυσμούς: «Αρκετές επαρχιακές πόλεις, καθ” όλα υπέροχες, θα ήσαν πολύ ευχάριστες για να ζει κανείς αν δεν συναντούσε μια αποκαρδιωτική απομίμηση των όσων συμβαίνουν στην πρωτεύουσα, μια ξέφρενη επιθυμία των κατοίκων τους να φαντάζονται ότι ζουν αλλού και όχι σε μια επαρχιακή πόλη» [Τζιάκομο Λεοπάρντι, (1798-1837), «Στοχασμοί», Ροές].
Επειδή όλα -υποτίθεται- συμβαίνουν στην πρωτεύουσα και επειδή οι κοινωνικές συνθήκες δεν μας «ευνόησαν» να ζήσουμε εκεί, μεταφέρουμε, γελοιοτρόπως, πώς αλλιώς, την πρωτεύουσα στον τόπο που ζούμε, μια πρωτεύουσα αγχωμένη, κακέκτυπη, στα μέτρα μας. Μια πρωτεύουσα χωρίς πεζοδρόμια, χωρίς πλατείες και πράσινο, με κολασμένη κίνηση οχημάτων, με νέφος αποπνικτικό, χωρίς ωραία κτίρια, με απομεμακρυσμένες και βρόμικες παραλίες, με χιλιάδες άστεγους και επαίτες, με αυξημένη εγκληματικότητα. Τι τη θέλουμε τέτοια πρωτεύουσα; Να κινδυνεύει η ζωή των πλείστων ανά πάσα στιγμή, να μην μπορούν τα παιδιά να μεγαλώσουν σ” ένα φυσικό, όμορφο, έστω και αστικό περιβάλλον;
Ελα ντε. Αλλα όμως είναι αυτά που μας εντυπωσιάζουν: οι σταρ της TV και του θεάτρου, οι τζιτζιφιόγκοι κάθε επαγγέλματος που «διακονούν» και διακινούν το λαϊφστάιλ, οι «αναγνωρισμένοι», οι μπόσικοι σε κάθε καπιταλιστικό μαγνάδι, οι ακριβοπληρωμένες γενικά περσόνες του θεάματος που ζουν στην πρωτεύουσα.
Μα, τι χρείαν έχομεν όλων αυτών των περιβεβλημένων με τη λάμψη τού τίποτε, όλων των διακεκοσμημένων με δήθεν χλεχλέδων; Ουδεμία, φυσιολογικά. Εκεί όμως εμείς, χάσκακες στη στίλβη του πρωτευουσιάνικου μεγαλείου· τι ντροπή!
Ο πολιτισμός μάς έχει αφήσει χρόνους, καιρό τώρα. Η νοοτροπία του πολιτισμένου ανθρώπου εννοείται, ο απλός βηματισμός, η φυσική ανάσα. Αλλά έτσι συμβαίνει σε όλες τις εποχές.
Ολοι θέλουμε να φαινόμαστε κάτι άλλο απ” αυτό που είμαστε. Να “ναι η φυσική ραθυμία; Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία τού στοχάζεσθαι; Ο φθόνος; Η επιθυμία να κατακτήσουμε ό,τι «έχει» ο άλλος; Καλόν θα ήτο εάν αναλογιζόμασταν πώς ξεκίνησε ο πολιτισμός (ίσως): από τη μίμηση (προσκτητική επιθυμία) ή από τον πρώτο ταφέντα συνάνθρωπο.
Η πόλη που ζούμε θα “πρεπε να βιώνεται ως μέρος (συμβολή) του κέντρου του κόσμου. Να είναι καθαρή, ανοιχτή, ανεκτική, όμορφη, με σεβασμό στην Ιστορία και την αρχιτεκτονική, δημιουργική, πολυάσχολη, πολιτισμική, κοινωνική, ανθρώπινη. Οχι συμπλεγματική, όχι μιμητική (παρά μόνο όταν η μίμηση είναι προϊόν πολιτισμικής παιδείας), όχι πόλη που «χύνει το τίποτε μες στο κενό» (Ντοστογιέφσκι), όχι πόλη με κατοίκους ραγιάδες, όχι πόλη με βολεμένους και συμβιβασμένους· όχι πόλη με πολίτες τεμπέληδες! Η πρωτεύουσα κρύβει όντως σπάνιες ομορφιές, αλλά ας την αφήσουμε για τους κατοίκους της που την αγαπούν βαθιά, ειλικρινώς, ανιδιοτελώς. Διάολε, τόσες πανέμορφες πόλεις έχουμε. Γιατί δεν τις ερωτευόμαστε; Η γενναιόφρων πολιτική έρωτας είναι, μην ξεχνιόμαστε.
gstamatopoulos@efsyn.gr
Το μασκάρεμα, η προσποίηση, το να θέλουμε να δείξουμε ότι είμαστε κάτι άλλο ανώτερο απ” αυτό που πραγματικά είμαστε, έχει μακρά παράδοση, δεν είναι ίδιον των καιρών μας. Περισσότερο φαίνεται να έχει να κάνει με το νόημα που απεγνωσμένα προσπαθούμε να δώσουμε στη ζωή μας, για να παρουσιάζεται ως ενδιαφέρουσα και όχι σαν μίζερη και εξαθλιωμένη· ίσως και για να γίνουμε πιο αγαπητοί στους διπλανούς. Αλλά πόσο διαρκεί η κίβδηλη τούτη μεταμόρφωση; Οχι πολύ. Κάποτε, πολύ σύντομα, αυτό αποκαλύπτεται, για τούτο και γινόμαστε ανυπόφοροι ο ένας στον άλλο.
Ενας έξοχος Ιταλός στοχαστής έλεγε ότι αυτό αφορά όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά ολόκληρους πληθυσμούς: «Αρκετές επαρχιακές πόλεις, καθ” όλα υπέροχες, θα ήσαν πολύ ευχάριστες για να ζει κανείς αν δεν συναντούσε μια αποκαρδιωτική απομίμηση των όσων συμβαίνουν στην πρωτεύουσα, μια ξέφρενη επιθυμία των κατοίκων τους να φαντάζονται ότι ζουν αλλού και όχι σε μια επαρχιακή πόλη» [Τζιάκομο Λεοπάρντι, (1798-1837), «Στοχασμοί», Ροές].
Επειδή όλα -υποτίθεται- συμβαίνουν στην πρωτεύουσα και επειδή οι κοινωνικές συνθήκες δεν μας «ευνόησαν» να ζήσουμε εκεί, μεταφέρουμε, γελοιοτρόπως, πώς αλλιώς, την πρωτεύουσα στον τόπο που ζούμε, μια πρωτεύουσα αγχωμένη, κακέκτυπη, στα μέτρα μας. Μια πρωτεύουσα χωρίς πεζοδρόμια, χωρίς πλατείες και πράσινο, με κολασμένη κίνηση οχημάτων, με νέφος αποπνικτικό, χωρίς ωραία κτίρια, με απομεμακρυσμένες και βρόμικες παραλίες, με χιλιάδες άστεγους και επαίτες, με αυξημένη εγκληματικότητα. Τι τη θέλουμε τέτοια πρωτεύουσα; Να κινδυνεύει η ζωή των πλείστων ανά πάσα στιγμή, να μην μπορούν τα παιδιά να μεγαλώσουν σ” ένα φυσικό, όμορφο, έστω και αστικό περιβάλλον;
Ελα ντε. Αλλα όμως είναι αυτά που μας εντυπωσιάζουν: οι σταρ της TV και του θεάτρου, οι τζιτζιφιόγκοι κάθε επαγγέλματος που «διακονούν» και διακινούν το λαϊφστάιλ, οι «αναγνωρισμένοι», οι μπόσικοι σε κάθε καπιταλιστικό μαγνάδι, οι ακριβοπληρωμένες γενικά περσόνες του θεάματος που ζουν στην πρωτεύουσα.
Μα, τι χρείαν έχομεν όλων αυτών των περιβεβλημένων με τη λάμψη τού τίποτε, όλων των διακεκοσμημένων με δήθεν χλεχλέδων; Ουδεμία, φυσιολογικά. Εκεί όμως εμείς, χάσκακες στη στίλβη του πρωτευουσιάνικου μεγαλείου· τι ντροπή!
Ο πολιτισμός μάς έχει αφήσει χρόνους, καιρό τώρα. Η νοοτροπία του πολιτισμένου ανθρώπου εννοείται, ο απλός βηματισμός, η φυσική ανάσα. Αλλά έτσι συμβαίνει σε όλες τις εποχές.
Ολοι θέλουμε να φαινόμαστε κάτι άλλο απ” αυτό που είμαστε. Να “ναι η φυσική ραθυμία; Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία τού στοχάζεσθαι; Ο φθόνος; Η επιθυμία να κατακτήσουμε ό,τι «έχει» ο άλλος; Καλόν θα ήτο εάν αναλογιζόμασταν πώς ξεκίνησε ο πολιτισμός (ίσως): από τη μίμηση (προσκτητική επιθυμία) ή από τον πρώτο ταφέντα συνάνθρωπο.
Η πόλη που ζούμε θα “πρεπε να βιώνεται ως μέρος (συμβολή) του κέντρου του κόσμου. Να είναι καθαρή, ανοιχτή, ανεκτική, όμορφη, με σεβασμό στην Ιστορία και την αρχιτεκτονική, δημιουργική, πολυάσχολη, πολιτισμική, κοινωνική, ανθρώπινη. Οχι συμπλεγματική, όχι μιμητική (παρά μόνο όταν η μίμηση είναι προϊόν πολιτισμικής παιδείας), όχι πόλη που «χύνει το τίποτε μες στο κενό» (Ντοστογιέφσκι), όχι πόλη με κατοίκους ραγιάδες, όχι πόλη με βολεμένους και συμβιβασμένους· όχι πόλη με πολίτες τεμπέληδες! Η πρωτεύουσα κρύβει όντως σπάνιες ομορφιές, αλλά ας την αφήσουμε για τους κατοίκους της που την αγαπούν βαθιά, ειλικρινώς, ανιδιοτελώς. Διάολε, τόσες πανέμορφες πόλεις έχουμε. Γιατί δεν τις ερωτευόμαστε; Η γενναιόφρων πολιτική έρωτας είναι, μην ξεχνιόμαστε.
gstamatopoulos@efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου