16:50 | 21 Ιουν. 2014
1400 ευρώ καθαρά στο νεοδιόριστο. Το αίτημα, διαμορφωμένο στον καιρό του καπιταλισμού των δανεικών, παραμένει στον κατάλογο των αιτημάτων της ομοσπονδίας μέχρι σήμερα. Τι εννοούμε άραγε με τη διατήρησή του στους καιρούς της ακραίας λιτότητας; Όταν το αίτημα υιοθετήθηκε από τη ΔΟΕ ήταν ήδη «προωθημένο» ή «μαξιμαλιστικό» ή «προπαγανδιστικό», αφού σήμαινε μια διεκδίκηση αύξησης μισθού περί το 40%. Σήμερα, που σημαίνει μια αύξηση περί το 100%, τι άραγε εννοούμε με τη διατήρησή του;
Μια πρώτη απάντηση θα ήταν ότι η διατήρησή του αποδεικνύει τον ανυποχώρητο χαρακτήρα της θέλησης μας. Μετά όμως από την επιβολή μειώσεων που κυμαίνονται μεταξύ 20% έως 35%, τι βαρύτητα έχει η θέληση μας; Ποιος νοιάζεται για το χαρακτήρα της; Ποιον μπορεί να εμπνεύσει ; Ποιον μπορεί να τρομάξει;
Μια άλλη πιθανή απάντηση θα έλεγε ότι η διατήρησή του αποδεικνύει τη δύναμη της αδράνειας. Δεν είναι λανθασμένη μια τέτοια ερμηνεία. Πράγματι, κανείς δεν θα ήθελα να εμφανιστεί υποχωρητικός, συμβιβαστικός και «ρεαλιστής», οπότε κανείς δεν παίρνει την πρωτοβουλία να απαλλάξει το συνδικαλιστικό κίνημα από το βάρος ενός «νεκρού» αιτήματος χωρίς λόγο.
Όμως σ’ αυτό ακριβώς το «χωρίς λόγο» βρίσκεται μια ανομολόγητη παραδοχή, χωρίς την οποία ο θρίαμβος της αδράνειας θα ήταν απλά αδύνατος. Με άλλα λόγια, αν υπήρχε έστω και μια δύναμη που να πίστευε ότι ο οικονομικός αγώνας των εκπαιδευτικών (ή των εργαζομένων ευρύτερα) έχει σήμερα την παραμικρή σημασία, τότε θα είχε κάθε λόγο να απαλλαγεί από το «νεκρό» αίτημα, για χάρη κάποιων «ζωντανών».
Αλλά κάνουμε λάθος. Ο οικονομικός αγώνας είναι σήμερα απόλυτα δυνατός και για τους νεότερους πρωταρχικός. Είναι δυνατός, γιατί στη σημερινή Ελλάδα οι ανισότητες μεγαλώνουν και είναι από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη.[1] Συνεπώς, ο αγώνας για αναδιανομή του εισοδήματος είναι δυνατός. Η (υπό κοινωνικό έλεγχο) παραγωγική ανασυγκρότηση είναι αναγκαία, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν παράγεται πλούτος ή ότι η κατανομή του δεν έχει σημασία.
Για τους νεώτερους (βαθμοί Στ’, Ε΄ και Δ’) ο οικονομικός αγώνας είναι πρωταρχικός, αφενός γιατί δεν μπορούν να ικανοποιήσουν στοιχειώδεις βιοποριστικές τους ανάγκες –αυτό συμβαίνει και με πολλούς από τους μεγαλύτερους-, αφετέρου γιατί αδικούνται όχι μόνο στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, αλλά ακόμη και στο εσωτερικό του σχολείου. Συνάδελφοι της διπλανής τάξης έχουν μισθούς 50% και 60% μεγαλύτερους και σε ακραίες περιπτώσεις σχεδόν διπλάσιους.
Η προσαρμογή των οικονομικών αιτημάτων των εργατικών σωματείων στην πραγματικότητα, στις ανάγκες των εργαζόμενων και στους αγώνες τους είναι σήμερα περισσότερο αναγκαία από ποτέ. Έτσι κι αλλιώς η κυβέρνηση, (στα πλαίσια των συμφωνιών της με την τρόικα, και εκπροσωπώντας με συνέπεια την ηγεμονική κοινωνική και πολιτική συμμαχία) θα ανοίξει μόνη της το θέμα του μισθολογίου, αναδιανέμοντας το κονδύλι για τους μισθούς του δημοσίου, στη βάση της αξιολόγησης των υπαλλήλων. Προσαρμογή όμως, δεν σημαίνει να μειώσουμε τις διεκδικήσεις μας. Δεν σημαίνει να κόψουμε 100 ή 200 ή 400 ευρώ από τα αιτήματα μας. Σημαίνει να επινοήσουμε αιτήματα ικανά να εμπνεύσουν το συλλογικό αγώνα και να οδηγήσουν σε νίκες. Δυο ιδέες στην κατεύθυνση αυτή.
Με δεδομένη τη ρευστότητα στις οικονομικές εξελίξεις και τη γενικευμένη ανασφάλεια μπορούμε να στηριχτούμε σε δύο παραμέτρους: α) εξασφάλιση των υπαρκτών δημόσιων αγαθών και διεύρυνση τους με την ένταξη σε αυτά ενός (κοινωνικά αναγκαίου) μέρους της στέγης, του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, της θέρμανσης, των επικοινωνιών και της αστικής συγκοινωνίας και β) την καθιέρωση κανόνων που να ορίζουν τα ελάχιστα εισοδήματα και τους μισθούς σε σχέση με το κατά κεφαλή ΑΕΠ (π.χ. ο μισθός ενός απόφοιτου Π.Ε. να καθορίζεται στο 100%) ή κάποιον άλλο καταλληλότερο δείκτη.[2]
Και οι δύο ιδέες μπορούν να προσφέρουν ένα στέρεο έδαφος στην κινούμενη άμμο της κρίσης και να στηρίξουν διεκδικήσεις ταυτόχρονα ρεαλιστικές και δίκαιες. Επιπλέον μπορούν να υπερβούν ένα σοβαρό μειονέκτημα των πανεργατικών κινητοποιήσεων της εποχής των μνημονίων. Οι κινητοποιήσεις εκείνες κατόρθωσαν μεν να ενοποιήσουν τον κόσμο της δουλειάς ενάντια στα μνημόνια, αλλά αδυνατούσαν να τους ενώσουν στις διεκδικήσεις, ακόμα κι όταν οι κομματικές επιλογές δεν αποτελούσαν πρόβλημα.[3]
Γνωρίζουμε ότι οι ιδέες αυτές χρειάζονται επεξεργασία και για ένα διάστημα θα προκαλούν απορία. Επιπλέον δημιουργούν πολιτικά προβλήματα (π.χ. τι αφήνουμε εντός αγοράς, γιατί κλπ. ή με ποια κριτήρια δημιουργούνται διαφοροποιήσεις στο μισθό, ως που μπορούν να φτάσουν, ποιος μπορεί να τις ελέγξει κλπ.). Η ησυχία όμως που επικρατεί στο διεκδικητικό πλαίσιο της Ομοσπονδίας, και ειδικά στο κεφάλαιο του οικονομικού αγώνα, είναι η ησυχία του νεκροταφείου. Το ζήτημα του κοινωνικού μισθού (ή αλλιώς το ζήτημα των δημόσιων αγαθών και των κοινωνικών αναγκών) και της δίκαιης κατανομής του πλούτου σε ολόκληρη την κοινωνία, πρέπει να συμπληρώσουν τα αιτήματα των εκπαιδευτικών ενάντια στη σύνδεση του ατομικού μισθού με την αξιολόγηση.
Υ.Γ. Το ζήτημα του επιδόματος θέσης και τα προβλήματα που αυτό δημιουργεί δεν αποτελούν οικονομικό καταρχήν ζήτημα. Η διεκδίκηση ενιαίου μισθού στην εκπαίδευση, ανεξάρτητου δηλαδή από τη θέση, είναι αναγκαία κυρίως για λόγους δημοκρατικής λειτουργίας της σχολικής κοινότητας. Παρόλα αυτά, τα επιδόματα καμιάς δεκαριάς χιλιάδων συμβούλων, προϊσταμένων, διευθυντών και υποδιευθυντών θα μπορούσαν να αυξήσουν πάνω από 12% το μισθό των χαμηλότερα αμειβομένων συναδέλφων αύριο. Δεν θα έλυνε το πρόβλημα τους, αλλά θα τους πρόσφερε μια ανακούφιση, τη στιγμή που θα αποκαθιστούσε μέρος της εις βάρος τους αδικίας. Η απώλεια μέρους του εισοδήματος των συναδέλφων στελεχών όσο κι αν είναι σκληρή στις μέρες μας, είναι χρήσιμη: θα τους βοηθούσε να μπουν στη θέση των υπολοίπων, όπως θα βοηθούσε και τους υπόλοιπους να δουν τα σχολεία ως δημόσια (λαϊκά) ιδρύματα και όχι ως μαγαζιά των στελεχών.
[1] Ελληνική Στατιστική Αρχή, Δελτίο Τύπου, 9/12/2013, Έρευνα εισοδήματος και λαϊκού εισοδήματος των νοικοκυριών 2012 (περίοδος αναφοράς εισοδήματος 2011), on line: εδώ. Το πρόβλημα με την επιδείνωση της ανισότητας εισοδημάτων και πλούτου αποτελεί βέβαια παγκόσμιο φαινόμενο και προκαλεί νέες συζητήσεις, όπως φαίνεται για παράδειγμα από την παρουσίαση του νέου βιβλίου του Thomas Piketty, Capital in the twenty–first century, από τον Π. Κρούγκμαν on line: εδώ.
[2] Μια τέτοια διεκδίκηση αυτή πρέπει (και μπορεί) να συνδυαστεί με εκείνη του ελάχιστου ή βασικού εγγυημένου εισοδήματος, ενώνοντας τον κλαδικό με τον πανεργατικό αγώνα. Η καθιέρωση ελάχιστου ή βασικού εγγυημένου εισοδήματος, ανώτερου του επιπέδου φτώχειας, συμπεριλαμβάνεται τόσο στις προτάσεις αστών διανοουμένων όπως οι Robert και Edward Skidelsky στο «Πόσα πραγματικά χρειαζόμαστε», Μεταίχμιο, 2013, σελ. 388 – 398, όσο (και σε συνδυασμό με την καθιέρωση μέγιστου εισοδήματος για τις ανώτερες εισοδηματικά τάξεις) και στα αυτονόητα πρώτα μέτρα μιας κυβέρνησης λαϊκής συμμαχίας, σύμφωνα με πολιτικές αναζητήσεις σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, Π. Παπακωνσταντίνου, Η μεγάλη πρόκληση, Λιβάνης, 2013, σελ.151.
[3] Ήδη έξω από την εκπαίδευση αναπτύσσεται μια ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία γύρω από το πλάνο 30/900 (on line: εδώ). Η υπέρβαση μιας αποκλειστικά ποσοτικής αντίληψης για τις εργατικές μισθολογικές διεκδικήσεις, ο συνδυασμός τους με το αίτημα για τη μείωση του εργάσιμου χρόνου και η εγκατάλειψη του κανόνα: «όσο μεγαλύτερη διεκδίκηση, τόσο καλύτερα», συμβάλλουν στην αναγέννηση της διαπάλης στο εσωτερικό του κινήματος στο συγκεκριμένο πεδίο.
[2] Μια τέτοια διεκδίκηση αυτή πρέπει (και μπορεί) να συνδυαστεί με εκείνη του ελάχιστου ή βασικού εγγυημένου εισοδήματος, ενώνοντας τον κλαδικό με τον πανεργατικό αγώνα. Η καθιέρωση ελάχιστου ή βασικού εγγυημένου εισοδήματος, ανώτερου του επιπέδου φτώχειας, συμπεριλαμβάνεται τόσο στις προτάσεις αστών διανοουμένων όπως οι Robert και Edward Skidelsky στο «Πόσα πραγματικά χρειαζόμαστε», Μεταίχμιο, 2013, σελ. 388 – 398, όσο (και σε συνδυασμό με την καθιέρωση μέγιστου εισοδήματος για τις ανώτερες εισοδηματικά τάξεις) και στα αυτονόητα πρώτα μέτρα μιας κυβέρνησης λαϊκής συμμαχίας, σύμφωνα με πολιτικές αναζητήσεις σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, Π. Παπακωνσταντίνου, Η μεγάλη πρόκληση, Λιβάνης, 2013, σελ.151.
[3] Ήδη έξω από την εκπαίδευση αναπτύσσεται μια ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία γύρω από το πλάνο 30/900 (on line: εδώ). Η υπέρβαση μιας αποκλειστικά ποσοτικής αντίληψης για τις εργατικές μισθολογικές διεκδικήσεις, ο συνδυασμός τους με το αίτημα για τη μείωση του εργάσιμου χρόνου και η εγκατάλειψη του κανόνα: «όσο μεγαλύτερη διεκδίκηση, τόσο καλύτερα», συμβάλλουν στην αναγέννηση της διαπάλης στο εσωτερικό του κινήματος στο συγκεκριμένο πεδίο.
Πηγή: Εκπαιδευτική Λέσχη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου