25/5,
μια άλλη κάλπη ΤΟΥ ΕΥΘΥΜΗ ΤΣΙΛΙΚΙΔΗ
Ο
πρώτος εκλογικός γύρος ολοκληρώθηκε και όσοι περίμεναν μια σαρωτική ήττα για τη
συγκυβέρνηση σε δήμους – περιφέρειες διαψεύστηκαν και απογοητεύτηκαν.
Ορισμένοι, μάλιστα, ήδη ψιθυρίζουν για τις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ. Λανθασμένα,
κατά τη γνώμη μου, όχι μόνο γιατί δεν είναι η κατάλληλη ώρα.
Το
κύριο πολιτικό μήνυμα για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι -όπως σπεύδει νευρικά να μας
βεβαιώσει η κυβερνητική πλευρά- ότι το εκλογικό αποτέλεσμα αντικατοπτρίζει τη
μέγιστη δυνατή πολιτική του απήχηση, αλλά ότι επιτέλους πρέπει να αντιδράσει με
μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στο γεγονός ότι δεν έχει ηχηρό λόγο στα
αυτοδιοικητικά (όπως και στα συνδικαλιστικά) τεκταινόμενα. Αυτό -το γνωστό και
πριν τις εκλογές- μειονέκτημα εξηγείται σ’ ένα βαθμό και από το ρυθμό που
ακολουθούν συνήθως οι διαδικασίες ιδεολογικής μεταστροφής. Το μεταπολιτευτικό ΠΑ.ΣΟ.Κ.,
και η σταδιακή αύξηση της επιρροής του στις τοπικές κοινωνίες και στις
συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι μια ενδεικτικό ιστορικό παράδειγμα μετατόπισης ψήφων από δεξιά προς
τα’ αριστερά. Επιπλέον, ο ανταγωνισμός στο χώρο της Αριστεράς για την ηγεμονία
στο αυτοδιοικητικό και συνδικαλιστικό πεδίο δεν είναι απλή υπόθεση. Υπάρχουν αγωνιστές
πολύπειροι, μαχητικοί ή και τα δύο.
Συνεπώς,
το εκλογικό αποτέλεσμα αναδεικνύει τα ζητήματα της προσεκτικής στελέχωσης, της
έλλειψης εμπειρίας, της διάχυσης των θέσεων στις τοπικές κοινωνίες και, φυσικά,
της αποστασιοποίησης από το ύφος και ήθος της εσωκομματικής λειτουργίας του
ΠΑ.ΣΟ.Κ, το οποίο αποτελεί για τον ΣΥΡΙΖΑ την κεντρική δεξαμενή άντλησης
ψηφοφόρων. Τα παραπάνω ζητήματα δεν έχουν ακόμη αντιμετωπιστεί επαρκώς και
επηρεάζουν σαφώς την κατά τόπους δυναμική, άρα και τα αυτοδιοικητικά
αποτελέσματα.
Διατυπώνεται
μια εύλογη ανησυχία: ο ρυθμός με τον οποίο μεταστρέφεται η πολιτική προτίμηση
είναι απελπιστικά αργός, και αναντίστοιχος με τη σκληρότητα της αντεπίθεσης των
ελίτ. Ωστόσο και στα μέσα της δεκαετίας του 70 τα προβλήματα δεν ήταν λιγότερα:
η χώρα έβγαινε από μια επώδυνη και μακρόχρονη δικτατορία, το κράτος διατηρούσε την
αυταρχική φυσιογνωμία του, αλλά οι ιδεολογικές μεταστροφές ήταν το ίδιο αργές.
Επιπλέον, τότε δεν είχαν οξυνθεί τόσο φαινόμενα όπως ο καταναλωτισμός, η
μιντιακή χειραγώγηση και δεν υπήρχαν τα εκφοβιστικά διλήμματα του χρέους.
Η
αδημονία για αλλαγή, πέρα από όσους αισθάνονται αφόρητη την πίεση των
καθημερινών προβλημάτων και την ηθική κατάπτωση του πολιτικού βίου, καλλιεργείται
έντονα και από το φορτισμένο κλίμα αμφισβήτησης που κυριαρχεί στη διαδικτυακή
κοινότητα. Εντούτοις, πρόκειται για μια ευχάριστη ψηφιακή
παρένθεση. Η ενημερωμένη και καλλιεργημένη κοινότητα του διαδικτύου αποτελεί
κοινωνική μειοψηφία και δεν αντιπροσωπεύει μια γενικευμένη τάση.
Από
την άλλη πλευρά, έχει υποτιμηθεί ο ρόλος των φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ και, κυρίως,
των τηλεοπτικών καναλιών πανελλαδικής εμβέλειας. Κανένα κείμενο, καμιά επιχειρηματολογία,
καμιά κοινωνική πραγματικότητα δεν μπορεί να σταματήσει προς το παρόν τη
συνήθεια της μέσης ελληνικής οικογένειας να ζει με μονίμως ανοιχτή την
τηλεόραση, η οποία είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική στο να ανασκευάζει τη βιωμένη
εμπειρία, να διαστρεβλώνει τη λογική, να υποβιβάζει το μέγεθος των προβλημάτων,
να αναχαιτίζει την οργή, να εμποτίζει με φόβο, να αποδυναμώνει τις προοπτικές
των εναλλακτικών προτάσεων, να αποσυντονίζει τις συλλογικές δράσεις. Στην
πραγματικότητα ο χειρότερος εχθρός φιλοξενείται καθημερινά στο καθιστικό μας
δωμάτιο.
Ωστόσο, αν και η πρώτη
Κυριακή φαινομενικά μετριάζει την αντικυβερνητική ορμή, οφείλουμε καταρχάς να
αναγνωρίσουμε ότι στην επόμενη κάλπη η στόχευση του ψηφοφόρου θα αλλάξει ριζικά:
οι Ευρωεκλογές αναφέρονται σ’ ένα τελείως διαφορετικό πολιτικό διακύβευμα. Ο
αυτοδιοικητικός χαρακτήρας και οι παραδοσιακές σχέσεις και πρακτικές των
τοπικών κοινωνιών δίνουν τη θέση τους στον προβληματισμό για τα σοβαρά
οικονομικά αδιέξοδα, το έλλειμμα δημοκρατίας, την απουσία προοπτικής, τις
ευρωπαϊκές νεοφιλελεύθερες ακρότητες, την υποτέλεια. Οι ψηφοφόροι δεν
απευθύνονται πλέον στις τοπικές ηγεσίες, αλλά στα πρόσωπα των Σαμαρά, Βενιζέλου,
Μπαρόζο και της υπόλοιπης φιλομνημονιακής παρέας. Εκτιμώ, λοιπόν, ότι με την
επίσκεψή τους στην κάλπη τη δεύτερη Κυριακή η πλειονότητα των ψηφοφόρων θα
θέσει στο προσκήνιο αυτά τα προβλήματα εμφατικά, στέλνοντας ένα σαφέστερο
εκλογικό μήνυμα. Ούτως ή άλλως οι ευρωεκλογές ήταν εξαρχής η πιο κρίσιμη μάχη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου