Ταξικές διαφορές στην εκπαίδευση
Στη δεκαετία του ’60 η άποψη που πρόβαλλε την εξίσωση των εκπαιδευτικών ευκαιριών ως παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ισότητας κέρδισε την κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία.
Η κοινωνία πίστευε ότι οι ικανοί για την τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι δυνατόν να προέρχονται και από τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, αρκεί η πολιτεία να τους δώσει την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσουν, ώστε να προχωρούν οι αξιοκρατικά επιλεγμένοι από κάθε κοινωνική τάξη.
Σήμερα έχει αποδειχθεί από την έρευνα πως ο κυρίαρχος παράγοντας που ωθεί τους νέους στη σχολική επιτυχία ή αποτυχία είναι η ταξική θέση της οικογένειάς τους.
Σύμφωνα με τη θεωρία του Bourdieu περί πολιτισμικού κεφαλαίου, η ταξική διαφορά δεν οφείλεται μόνο στην άνιση κατοχή οικονομικών και κοινωνικών προνομίων, αλλά και στη διαφορά πολιτισμικού κεφαλαίου, το οποίο περιέχει γνώσεις και δεξιότητες που αποκτούν τα παιδιά μέσω μιας μορφής ωσμωτικής διαδικασίας, ζώντας μέσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον, τα άτομα του οποίου εμπλέκονται σε διάφορες πολιτισμικές ασχολίες και δραστηριότητες ανάλογες με την κουλτούρα που διδάσκει το σχολείο.
Ο ρόλος της οικογένειας, έτσι όπως διαμορφώνονται η δομή της και οι αντιλήψεις της σε σχέση με την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκει, ενδυναμώνει ή αποδυναμώνει την πορεία ενός νέου προς τη μόρφωση.
Η ανακάλυψη της στατιστικής συνάφειας ανάμεσα στη σχολική επίδοση και την κοινωνική καταγωγή ανέτρεψε καθιερωμένες, μέχρι εκείνη τη στιγμή, πεποιθήσεις σχετικές με τα αίτια της σχολικής επίδοσης.
Τόσο οι προοδευτικοί διανοούμενοι όσο και η πλειονότητα της κοινωνίας ήταν επί πολλές δεκαετίες βαθιά πεπεισμένοι ότι: όταν οι «διανοητικά ικανότεροι» προχωρούν χωρίς οικονομικά εμπόδια προς τις ανώτερες εκπαιδευτικές βαθμίδες με κριτήριο την επιτυχή συμμετοχή τους σε αδιάβλητες εξετάσεις, ενώ οι «λιγότερο ικανοί» καθώς και εκείνοι που έχουν «χειρωνακτικές ικανότητες» στρέφονται προς τα τεχνικά σχολεία, τότε βασιλεύουν η κοινωνική δικαιοσύνη και η αξιοκρατία.
Αρα, αυτό που η πολιτεία όφειλε να κάνει, σύμφωνα με τις τότε κρατούσες κοινωνικές πεποιθήσεις, ήταν να εξαλείψει τα παραπάνω εμπόδια, ώστε να ικανοποιήσει την επιθυμία των γονέων να μορφώσουν τα παιδιά τους και επομένως μέσω της εκπαίδευσης να επιτευχθεί η κοινωνική τους ανέλιξη.
Ομως, η επιλογή, που το ελληνικό σχολικό σύστημα έκανε όλα αυτά τα χρόνια, απεδείχθη –πλην μη σημαντικών στατιστικά εξαιρέσεων– αυστηρά ταξική. Η πρόσφατη ανάδυση του φαινόμενου στην ελληνική βιβλιογραφία εναρμόνισε και τυπικά την Ελλάδα με την παγκόσμια πραγματικότητα σύμφωνα με την οποία «οι άριστοι μαθητές είναι τα παιδιά των προνομιούχων, και κακοί μαθητές τα παιδιά των αγροτών, εργατών και τεχνιτών».
Στην Ελλάδα, τα παιδιά που φοιτούν στα ΑΕΙ προέρχονται κατά 26,3% από πατέρα ανώτερων επαγγελμάτων, το 25,5% από εργατική οικογένεια και το 5,6% από γονείς αγρότες, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά σύνθεσης της ελληνικής κοινωνίας είναι 12,1%, 53,4% και 18% (Φραγκουδάκη, 2001, σ. 101).
Ο Bourdieu υπογραμμίζοντας την ιδεολογική λειτουργία, που εκπληρώνει σε ορισμένες περιστάσεις η προσφυγή στην ιδέα της ανισότητας των φυσικών χαρισμάτων ως εργαλείου εξήγησης της σχολικής επιτυχίας, αναρωτιέται γιατί οι τυχαιότητες της γενετικής να μην κατανέμουν εξίσου τα άνισα αυτά χαρίσματα στις διάφορες κοινωνικές τάξεις (P. Bourdieu & J.-Cl. Passeron, σ. 139).
Σε αυτό λοιπόν το κοινωνικό πλαίσιο είναι αδύνατον να εφαρμοστεί οποιοδήποτε σύστημα αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου και του κάθε σχολείου ξεχωριστά, που δεν θα συνυπολογίζει αυτές τις παραμέτρους. Είναι απολύτως άδικη, για παράδειγμα, η, με ίδια κριτήρια, αξιολόγηση του έργου ενός εκπαιδευτικού και ενός σχολείου μιας υποβαθμισμένης περιοχής με εκείνον που διδάσκει σε ένα «καλό» σχολείο ενός προαστίου υψηλού βιοτικού επιπέδου, αφού στις εξεταστικές επιδόσεις των μαθητών ευνοούνται, κατά κανόνα, οι ήδη κοινωνικά ευνοημένοι εξεταζόμενοι.
Οι παραλείψεις αυτές και τα λάθη που τις ακολουθούν δεν είναι τυχαία. Ο λόγος για τον οποίο τα εκπαιδευτικά συστήματα δεν «ανταποκρίνονται με ορθολογικό τρόπο στη μεταβαλλόμενη κοινωνική πραγματικότητα του 21ου αιώνα» είναι γιατί αν το έκαναν, θα ήταν δυνατό να απειληθεί «η καταπιεστική δομή εξουσίας που κατασκευάζει τη συναίνεση στην κατάφωρα άνιση κατανομή του πλούτου μέσα στην κοινωνία» (Cummins, 2005, σ. 289).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Bourdieu P. & Passeron J.-Cl., Οι κληρονόμοι, Καρδαμίτσας, 1996
• Cummins J., Ταυτότητες υπό διαπραγμάτευση. Εκπαίδευση με σκοπό την Ενδυνάμωση σε μια κοινωνία της Ετερότητας. Gutenberg, Αθήνα 2005
• Φραγκουδάκη A., Κοινωνικές ανισότητες, διγλωσσία και σχολείο, στο Δραγώνα Θ., Σκούρτου Ε., Φραγκουδάκη Α., Εκπαίδευση: Πολιτισμικές Διαφορές και Κοινωνικές Ανισότητες, ΕΑΠ, Πάτρα 2001.
* Εκπαιδευτικός, μέλος του Δ.Σ. της ΟΙΕΛΕ
http://www.efsyn.gr/arthro/taxikes-diafores-stin-ekpaideysi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου