Της Βένας Γεωργακοπούλου
Ησυγκίνηση που προκάλεσε ο θάνατος, την Παρασκευή το βράδυ, από ανακοπή καρδιάς του καθηγητή Εμμανουήλ Κριαρά σε βαθιά γεράματα (τον Νοέμβριο θα έκλεινε τα 108 χρόνια του), η εντυπωσιακή ανταπόκριση των μίντια για έναν άνθρωπο που στο κάτω κάτω με τη γλώσσα ασχολιόταν και εκεί έδωσε τους μεγάλους αγώνες του κι έναν στοχαστή που δεν δίσταζε τα τελευταία χρόνια να εκφράζει και δυσάρεστες, στα αυτιά πολλών, απόψεις είναι ένα από αυτά τα παράδοξα του νεοελληνικού μας βίου. Τα ευτυχή παράδοξα.
Ολη η Ελλάδα, όλα τα κόμματα, δεξιά κι αριστερά, τίμησαν τον μεγάλο εκλιπόντα. Και ας ελπίσουμε ότι αύριο θα βρουν οι πολιτικοί και πνευματικοί ηγέτες μας τον δρόμο για την κηδεία του στη Θεσσαλονίκη, όπως τον βρίσκουν για τους τάφους της Αμφίπολης και τις μονές του Αγίου Ορους.
Ο βενιζελικός, δημοτικιστής και δημοκράτης καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ένας πραγματικός «δάσκαλος του γένους», κι ας τον ενοχλούσε ο όρος, είχε την τύχη (ή μάλλον εμείς όλοι την είχαμε) ο ίδιος και το έργο του, που το ζούσαμε στην καθημερινότητά μας χωρίς ίσως να ξέρουμε σε ποιον το οφείλαμε, να γνωρίσει τα τελευταία χρόνια τεράστια δημοσιότητα. Μπορεί και λόγω της εντυπωσιακής μακροβιότητάς του και της γλυκύτητας που εξέπεμπε.
Ορόσημο της «επιστροφής» του και της δημόσιας λατρείας γι’ αυτόν υπήρξε το καταπληκτικό ντοκιμαντέρ της ανιψιάς του Στέλλας Θεοδωράκη «Σαν Ονειρο Πρωινό. Εμμανουήλ Κριαράς: μνήμες ενός αιώνα», που χρωστάει τον τίτλο του σε ποίημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου, που απήγγειλε. Η ταινία γυρίστηκε χωρίς καμιά βοήθεια από πολιτεία ή ΕΚΚ γιατί μια κινημ
ατογραφίστρια θέλησε να κρατήσει ζωντανό για όλους μας τον «αυστηρό, γλυκό αλλά και με απίστευτο ήθος και μανία για την αξιοκρατία» θείο, που σημάδεψε τη ζωή της και την Ελλάδα, όσο ήταν ακόμα σε θέση να μιλήσει, να θυμηθεί, να διηγηθεί, να διδάξει. Τον θυμάμαι, αρκετά ακμαίο, λίγο πριν κλείσει τα 100 χρόνια του, να παρακολουθεί την προβολή στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης σε μια αίθουσα που είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό απέναντι στη ζωή και την προσωπικότητά του.
Ετσι άρχισε να γίνεται κομμάτι της ζωής μας ο ομότιμος καθηγητής της Μεσαιωνικής Ελληνικής Φιλολογίας στο ΑΠΘ, ο λεξικογράφος και μαχητικός υπερασπιστής της δημοτικής και του μονοτονικού, ο άνθρωπος, δηλαδή, πίσω από τις μεταρρυθμίσεις που έκαναν τη δημοτική επίσημη γλώσσα του κράτους και επέβαλαν το μονοτονικό σύστημα γραφής.
Μάθαμε το σπίτι του – στην οδό Αγγελάκη. Οι πιο ρομαντικοί ενθουσιαστήκαμε για το πόσο αβίαστα εξέφραζε τον μεγάλο έρωτά του για τη σύντροφό του Αικατερίνη Στρυφτού, καθηγήτρια Ψυχοτεχνικής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, με την οποία είχε παντρευτεί το 1936, αλλά τον είχε αφήσει πια μόνο – είχε πεθάνει το 2000 και δεν είχαν αποκτήσει παιδιά. Οι πιο σπουδαγμένοι ανακαλύψαμε το περίφημο «Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669 του Εμμανουήλ Κριαρά». Και οι πιο πολιτικοποιημένοι τεντώσαμε τα αυτιά μας για να ακούσουμε τι λέει για την κρίση, τα πανεπιστήμια, την πολιτική, τα κόμματα ένας άνθρωπος που είχε ζήσει τον Βενιζέλο, τον Καζαντζάκη και τον Ψυχάρη, είχε διωχθεί από χούντες (Πάγκαλου, Μεταξά, Παπαδόπουλου) και πίστευε μέχρι τέλους στον δημοκρατικό σοσιαλισμό. Το 2009 δέχτηκε να μπει τιμητικά στην τελευταία θέση του ψηφοδελτίου επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, ενώ αργότερα ομολόγησε πως στράφηκε στη ΔΗΜΑΡ, αν και ενοχλήθηκε που έφυγε από την κυβέρνηση.
Μια ζωή με χίλιες όψεις
Γεννήθηκε στις 28 Νοεμβρίου του 1906 στον Πειραιά από οικογένεια κρητικής καταγωγής και τα πρώτα παιδικά του χρόνια τα έζησε στη Μήλο. Το 1914 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στα Χανιά, όπου τελείωσε το Γυμνάσιο. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και από το 1930 έως το 1950 εργάστηκε στο Μεσαιωνικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών – αρχικά ως συνεργάτης και από το 1939 ως διευθυντής. Παράλληλα συνέχιζε τις σπουδές του στο Μόναχο και το Παρίσι. Πήρε το διδακτορικό του το 1938 από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, με τα «Μελετήματα περί τας πηγάς του Ερωτοκρίτου».
Στη διάρκεια της Κατοχής μπήκε στο ΕΑΜ και τα γερμανικά τάγματα ασφαλείας τον οδήγησαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης κρατουμένων στο Χαϊδάρι, όπου έμεινε εκείνος τέσσερις μήνες και η γυναίκα του τρεις. Το 1948 ήταν υποψήφιος για την έδρα της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου, την κέρδισε όμως ο Λίνος Πολίτης. Δύο χρόνια αργότερα εκλέχτηκε στη θέση του τακτικού καθηγητή της Μεσαιωνικής Ελληνικής Φιλολογίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Δίδαξε κυρίως μεσαιωνική φιλολογία, εκτάκτως μεσαιωνική ελληνική ιστορία, νεοελληνική φιλολογία, αλλά και γενική και συγκριτική γραμματολογία, αφού χάρη στις δικές του ενέργειες ιδρύθηκε το 1965 η πρώτη αυτοτελής έδρα της Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας. Το διδακτικό έργο του το σταμάτησε η χούντα. Το 1968 τον απέλυσε για τα δημοκρατικά του φρονήματα. Τότε ήταν που αφοσιώθηκε στη σύνταξη του «Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669)».
Υπήρξε πολυγραφότατος. Από τα περισσότερα από 1.000 άρθρα και τα περίπου 60 βιβλία του ξεχωρίζουν οι μονογραφίες του για τον Ψυχάρη, τον Σολωμό και τον Παλαμά, οι εκδόσεις των παλαιότερων κειμένων της νεοελληνικής λογοτεχνίας («Πανώριας» του Χορτάτση, των θεατρικών του Πέτρου Κατσαΐτη κ.ά.), οι μελέτες του για τον δημοτικισμό και κυρίως οι 14 πρώτοι τόμοι του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669), που έχει καθιερωθεί διεθνώς ως Λεξικό Κριαρά και είναι το σημαντικότερο έργο του. Το 1997, για προσωπικούς λόγους, το εγκατέλειψε, παραδίδοντας το λεξικογραφικό του αρχείο στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας της Θεσσαλονίκης, που συνεχίζει το έργο του, έχοντας φτάσει στον 19ο τόμο, γεγονός που τον γέμιζε χαρά. Το 1995 εκδόθηκε και το Λεξικό του της Σύγχρονης Ελληνικής Δημοτικής Γλώσσας, γραπτής και προφορικής.
Πέρα από το καθαρά επιστημονικό του έργο ο Εμμανουήλ Κριαράς ήταν, όμως, κι ένας μαχητικός, παθιασμένος πολίτης. Δεν του αρκούσε, όπως είχε πει, το «εργαστήριό του», ήθελε, ειδικά μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, να συμμετέχει ενεργά στον εκσυγχρονισμό της χώρας και της εκπαίδευσης. Παθιασμένος δημοτικιστής από μαθητής (είχε γνωρίσει τον Ψυχάρη, χωρίς να συμμερίζεται πάντα τις ακραίες απόψεις του), ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στην αναγνώριση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας του κράτους και στη συνέχεια στην καθιέρωση του μονοτονικού.
Το 1976, επί Κωνσταντίνου Καραμανλή και με υπουργό Παιδείας τον Γεώργιο Ράλλη, ο Εμμανουήλ Κριαράς υπήρξε μέλος της επιτροπής που με βάση τη Νεοελληνική Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη (του 1941) συνέταξε μια νέα γραμματική της δημοτικής γλώσσας. Αργότερα (1981-82), επί Ανδρέα Παπανδρέου, ανέλαβε πρόεδρος της 20μελούς επιτροπής που μετέφερε τους νόμους του κράτους σε δημοτική γλώσσα, αλλά και συνέλαβε και προώθησε τη χρήση του μονοτονικού. Τολμηρός πάντα, δεν θεωρούσε απαραίτητη τη διδασκαλία των αρχαίων στο Γυμνάσιο, αντίθετα πίστευε ότι εμποδίζει τα παιδιά να μάθουν καλά τη δημοτική, τη μόνη πραγματική γλώσσα του λαού μας. Δεν δίστασε, αυτός, ένας αναγνωρισμένος διεθνώς επιστήμονας, να κάνει πεντάλεπτες εκπομπές στην ΕΡΤ (1985-1987) όπου μιλούσε με απλό τρόπο για γλωσσικά ζητήματα.
*Η νεκρώσιμη ακολουθία θα ψαλεί στον Ιερό Ναό της του Θεού Σοφίας στη Θεσσαλονίκη αύριο, στις 12 το μεσημέρι. Η σορός του θα βρίσκεται εκεί από τις 11 π.μ. Η ταφή του θα γίνει, σύμφωνα με επιθυμία του, στο Κοιμητήριο του Ακρωτηρίου Χανίων την επομένη.
…………………………………………….
Με δικά του λόγια
*Για τον έρωτα και τη σύζυγό του: «Δεν επεπόθησα, ξέρετε, τόσο μακρύ βίο. Δεν ήλπιζα τόσο μακρά ζωή. Θυμάμαι, ξέρετε, τον κομήτη του Χάλεϊ, την εμφάνιση του Βενιζέλου, παρέστην –μικρό παιδί– σε ένοπλο συλλαλητήριο στην Κρήτη. Εγινε. Δεν θέλω πια άλλο να ζήσω. Η χαρά μου (η αγαπημένη μου σύζυγος) έφυγε. Ο έρωτας –τον οποίο η ύπαρξή της και μόνο μου ενέπνεε, ο έρωτας για τη ζωή, τη δημιουργία και την εργασία, για τη δημιουργία, δεν υπάρχει πια. Επίστεψα βαθιά στον έρωτα! Είναι αυτός που σε βοηθά να ζεις και να δημιουργείς. Είναι αυτό που λείπει ίσως σήμερα. Αρκεί βέβαια να έχει εκδήλωση και από τις δύο πλευρές». (Βίκυ Χαρισοπούλου, ΑΠΕ)
*Μυστικό μακροζωΐας: «Καλή γυναίκα και όχι καλό φαΐ. Σας συμβουλεύω λοιπόν να έχετε αρμονικό οικογενειακό βίο και να προσέχετε τη δίαιτά σας. Εμείς με τη γυναίκα μου αυτό κάναμε». (Ελενη Ξενάκη, ΒΗΜagazino)
*Τι πρέπει να κάνουμε στην κρίση: «Πρώτον οι νέοι να μην φεύγουν στο εξωτερικό. Να μάθουν να επιμένουν και να υπομένουν. Χάνουμε το αίμα μας ως έθνος με τη φυγή των νέων. Δεύτερον: Να μείνουν εδώ, να δουλέψουν, να αγαπήσουν την εργασία, να μην απεργούν (ειδικά οι δάσκαλοι, οι γιατροί…) Δεν θέλω να βλέπω άλλο αυτήν την κατάσταση» (Βίκυ Χαρισοπούλου, ΑΠΕ)
*Για την πολιτική σκηνή: «Οχι δεν είμαι υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν έχω εμπιστοσύνη σ’ αυτά που λέει ο κ. Τσίπρας. Ούτε στο ΚΚΕ. Τον κομμουνισμό τον γνωρίσαμε στη Ρωσία έτσι όπως εφαρμόστηκε. Ημουν υπέρ του κ. Κουβέλη. Πίστευα πως είναι αυτός που εκφράζει μια αριστερή πολιτική, αλλά δημοκρατική. Οπως ήταν και το όνομα του κόμματός του. Είναι λυπηρό, όμως, το ότι υπήρξαν εσωτερικές διαφωνίες και διασπαστικές κινήσεις που οδήγησαν στην αποχώρησή του από την κυβέρνηση». (Βίκυ Χαρισοπούλου, ΑΠΕ)
*Για το «Μαζί τα φάγαμε»: «Ενέχει μια μεγάλη αλήθεια αυτή η ρήση. Υπό την έννοια της νοοτροπίας που έχει επικρατήσει. Λείπει η εθνική αλληλεγγύη και επικρατεί -ακόμα και σήμερα εν μέσω αυτής της ανθρωποφονικής κρίσης- το ατομικό συμφέρον. Ο Ελληνας έχει τον… ηρωισμό να θαυμάζει τους αρχαίους –χωρίς, όμως, να τους γνωρίζει, ούτε να τους καταλαβαίνει. Ετσι, γιατί τον βολεύουν. Παράλληλα, φροντίζει για τον διορισμό του «ανάξιου» συνήθως παιδιού του σε βάρος του άξιου παιδιού του διπλανού, ο οποίος δεν έχει τις ίδιες… γνωριμίες, φροντίζει να δουλεύει όσο το δυνατό λιγότερο, να πάει αργότερα και να φεύγει νωρίτερα από τη δουλειά του, να βάζει στην τσέπη του ό,τι και όσο μπορεί ο καθένας –όχι μόνο οι πολιτικοί- απ’ αυτά που δεν του ανήκουν, να μισεί και να υπονομεύει τον «άλλο», να…»… (Βίκυ Χαρισοπούλου, ΑΠΕ)
*Για τα αρχαία ελληνικά: «Τα Αρχαία Ελληνικά είναι νεκρή γλώσσα. Οταν δεν μιλιέται πουθενά μια γλώσσα, είναι νεκρή. Το ότι υπάρχουν πολλές κοινές λέξεις μεταξύ της νεοελληνικής και της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, δεν σημαίνει ότι η αρχαία ελληνική χρησιμοποιείται. Είναι βλαβερό να διδάσκεται η αρχαία ελληνική γλώσσα στο Γυμνάσιο. Γιατί στο Γυμνάσιο έρχονται τα παιδιά από το Δημοτικό Σχολείο όχι τόσο ώριμα όσο θα περίμενε και θα ευχόταν κανείς, αλλά ακατάρτιστα στη δική τους γλώσσα, τη Νεοελληνική. Και βρίσκονται μπροστά σε δύο παράλληλες γλωσσικές μορφές, της νέας και της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, κι επειδή αυτές δεν διαφέρουν κολοσσιαία η μια από την άλλη, συγχέονται στο μυαλό τους. Τα Αρχαία Ελληνικά πρέπει να διδάσκονται μόνο στο Λύκειο, περισσότερο στις ανθρωπιστικές και λιγότερο στις τάξεις των θετικών επιστημών» (Σάκης Αποστολάκης, «Ελευθεροτυπία»).
*Ρεαλισμός και όνειρα: «Εχουμε αρκετούς οι οποίοι και ξύπνιοι ονειρεύονται. Ο Τρίτσης, για παράδειγμα, που επανέφερε τα αρχαία ελληνικά στο γυμνάσιο, ήταν ονειροπόλος. Νόμιζε ότι τα αρχαία ελληνικά είναι ικανά να αναγεννήσουν την Ελλάδα. Αυτό ήταν όνειρο θερινής νυκτός. Δεν ήταν ευγενής φιλοδοξία, αλλά φαντασία». (Ελένη Ξενάκη, BHMagazino)
*Για τις καταλήψεις στα πανεπιστήμια: «Είναι απόλυτα δικαιολογημένοι οι νέοι να βγουν στους δρόμους. Αλλά οι καταλήψεις πανεπιστημίων δεν μπορούν ποτέ να δικαιολογηθούν, όσο κι αν υπάρχουν αίτια που οδηγούν σ’ αυτές. Καταλήψεις υπήρχαν και παλιά. Είναι προπατορικό αμάρτημα». (Σάκης Αποστολάκης, «Ελευθεροτυπία»)
*Για το άσυλο: «Κατάργηση του ασύλου σημαίνει απολυταρχία. Πρέπει όχι να καταργηθεί, αλλά να ρυθμιστεί με συναίνεση όλων των παραγόντων. Γιατί άσυλο σημαίνει ο δάσκαλος να μην έχει κανένα εμπόδιο στη διδασκαλία του. Ασυλο πρέπει να έχει η έκφραση των απόψεων κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου». (Σάκης Αποστολάκης, «Ελευθεροτυπία»)
*Για τις μεταρρυθμίσεις στα πανεπιστήμια: «Σήμερα περισσότερο από ποτέ η χώρα χρειάζεται μεταρρυθμίσεις, διότι το σύστημα το οποίο διαβιώσαμε τα τελευταία χρόνια μάς οδήγησε στον πάτο, ιδιαίτερα στον εκπαιδευτικό και τον πολιτικό. Πρέπει να καταπολεμήσουμε την κούφια κι ανόητη αντίδραση και να κατανοήσουμε ότι κάθε μεταρρύθμιση φέρνει νέα στοιχεία. Το καινούργιο δεν είναι πάντα εύκολα δεκτό από όλους, πρέπει όμως να εφαρμοστεί, να κριθεί και εν ανάγκη να τροποποιηθεί στα σημεία που δεν βοηθούν την εκπαίδευση να πάει μπροστά. Τα πανεπιστημιακά Ιδρύματα υστερούν σε πολλούς τομείς. Η προσφορά τους υπολείπεται, η οργάνωσή τους επίσης. Το πανεπιστήμιο πρέπει να αποκτήσει οντότητα». (Γιώτα Μυρτσιώτη, «Καθημερινή»)
…………………………………………………………………………….
Ενα ποίημα που αγαπούσε ο Εμμ. Κριαράς
«Σερενάδα στο παράθυρο του σοφού» του Ζαχ. Παπαντωνίου. Το απαγγέλλει στο ντοκιμαντέρ της Στέλλας Θεοδωράκη
Σοφέ μου, το τετράσοφο
Που σε φωτάει λυχνάρι
Nάτανε, λέει, φεγγάρι
Kαι συ είκοσι χρονώ!
Nάτανε τάχα η γνώση σου
Mε τον αγέρα αμάχη,
Για δασωμένη ράχη
ξεκίνημα πρωινό…
Nάτανε τάχα η σκέψη σου
Συρτού χορού τραγούδια
Mιαν αγκαλιά λουλούδια
Mιαν ιστορία τρελλή,
Tα μύρια που δε γνώρισες
Nερό θαν τάειχες μάθει
Mε δάσκαλο τα πάθη
M’ ένα κλεφτό φιλί.
Πολύ την καταφρόνεσες
Tη ζωή, πανάθεμά τη…
Kαι τώρα; Eίναι φευγάτη
Σαν όνειρο πρωινό.
Xειλάκια ανθούν στη γειτονιά
Γαρούφαλα στη γλάστρα–
Kαι συ διαβάζεις τ’ άστρα
Kαι το βαθύ ουρανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου